Το όγδοον Αναστάσιμον εωθινόν – Η Ευαγγελική Περικοπή του όρθρου, εξαποστειλάριον και Δοξαστικόν ιδιόμελον της Κυριακής.

Το όγδοον Αναστάσιμον εωθινόν Ευαγγελικόν Ανάγνωσμα του όρθρου της Κυριακής.
Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον: Κ.11 – 18.

Τω καιρώ εκείνω, Μαρία ειστήκει προς τω μνημείω κλαίουσα έξω. Ως ούν έκλαιε, παρέκυψεν εις το μνημείον και θεωρεί δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους, ένα προς την κεφαλή και ένα προς τοις ποσίν, όπου έκειτο το σώμα του Ιησού. Και λέγουσιν αυτή εκείνοι: «γύναι, τί κλαίεις?» Λέγει αυτοίς: «ότι ήραν τον Κύριόν μου, και ουκ οίδα πού έθηκαν αυτόν.» Και ταύτα ειπούσα εστράφη εις τα οπίσω, και θεωρεί τον Ιησούν εστώτα, και ουκ ήδει ότι Ιησούς εστι. Λέγει αυτή ο Ιησούς: «γύναι, τί κλαίεις? Τίνα ζητείς?» Εκείνη δοκούσα ότι ο κηπουρός εστί, λέγει αυτώ: «κύριε, ει σύ εβάστασας Αυτόν, ειπέ μοι πού έθηκας Αυτόν, καγώ αυτόν αρώ.» Λέγει αυτή ο Ιησούς: «Μαρία!» Στραφείσα εκείνη λέγει αυτώ: «ραββουνί», ο λέγεται, «διδάσκαλε!» Λέγει αυτή ο Ιησούς: «μή μου άπτου. Ούπω γάρ αναβέβηκα προς τον πατέρα μου. Πορεύου δέ προς τους αδελφούς μου και ειπέ αυτοίς: αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών.» Έρχεται Μαρία η Μαγδαληνή απαγγέλλουσα τοις μαθηταίς ότι εώρακε τον Κύριον, και ταύτα είπεν αυτή.

Απόδοση.

Τις ημέρες εκείνες, η Μαρία στεκόταν έξω, κοντά στον τάφο κι έκλαιγε. Καθώς λοιπόν έκλαιγε, έσκυψε να δει μέσα στο μνήμα, και βλέπει δυο αγγέλους ντυμένους στα λευκά, να κάθονται εκεί που βρισκόταν πριν το σώμα του Ιησού, ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού κι ο άλλος προς το μέρος των ποδιών. Της λένε τότε εκείνοι: «Γυναίκα, γιατί κλαις;» «Πήραν τον Κύριό μου», τους λεει αυτή, «και δεν ξέρω πού τον έβαλαν». Και καθώς τα είπε αυτά, γύρισε προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού να στέκεται όρθιος, δεν το κατάλαβε όμως πως ήταν ο Ιησούς. Της λεει εκείνος: «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιόν ζητάς;» Εκείνη νόμισε πως ήταν ο κηπουρός και του λεει: «Κύριε, αν τον σήκωσες εσύ, πες μου πού τον έβαλες, κι εγώ θα τον πάρω από κει». Της λεει ο Ιησούς: «Μαρία!» Γυρίζει εκείνη και του λεει: «Ραββουνί!» που σημαίνει Διδάσκαλε. «Μη μ’ αγγίζεις», της λεει ο Ιησούς, «γιατί δεν ανέβηκα ακόμα στον Πατέρα• πήγαινε όμως στους αδελφούς μου και πες τους: «ανεβαίνω σ’ εκείνον που είναι δικός μου και δικός σας Πατέρας, δικός μου και δικός σας Θεός”. Πηγαίνει τότε η Μαρία η Μαγδαληνή στους μαθητές και τους αναγγέλλει: «Είδα τον Κύριο». Και διηγήθηκε αυτά που της είπε.

Επιμέλεια κειμένων, Ιωάννης Τρίτος.

Το όγδοον αναστάσιμον εωθινόν εξαποστειλάριον, Ποίημα Κωνσταντίνου του βασιλέως. Ήχος Β. «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν.»

Δύο Αγγέλους βλέψασα, ένδοθεν του μνημείου, Μαρία εξεπλήττετο, και Χριστόν αγνοούσα, ως Κηπουρόν επηρώτα, Κύριε πού το σώμα, του Ιησού μου τέθεικας; Κλήσει δέ τούτον γνούσα είναι αυτόν , τον Σωτήρα ήκουσε, Μή μου άπτου. Προς τον Πατέρα άπειμι, ειπέ τοις αδελφοίς μου.

Όταν είδε δύο αγγέλους μέσα στο μνημείο του Χριστου η Μαρία, καταλήφθηκε από έκπληξη και αγνοώντας πως ο Χριστός ήταν κοντά της, Τον ρωτούσε σαν να απευθυνόταν στον κηπουρό: Κύριε, πού τοποθέτησες το σώμα του Ιησού μου? Όταν όμως Εκείνος την κάλεσε με το όνομά της, κατάλαβε πως Αυτός ήταν ο Χριστός. Άκουσε λοιπόν τον Σωτήρα να της λέγει: Μη με εγγίζεις, αναχωρώ για τον Πατέρα μου. Πήγαινε να το αναγγείλεις στους αδελφούς μου.

Θεοτοκίον όμοιον.

Τριάδος Κόρη τέτοκας, απορρήτως τον ένα, διπλούν τη φύσει πέλοντα, και διπλούν ενεργεία, και ένα τη υποστάσει. Τούτον ούν εκδυσώπει, αεί υπέρ τών πίστει σε, προσκυνούντων εκ πάσης επιβουλής, του εχθρού λυτρώσασθαι, ότι πάντες, προς σέ νύν καταφεύγομεν, Δέσποινα Θεοτόκε.

Εφερες στον κόσμο με ανεξήγητο τρόπο, Κόρη, τον Ένα από τους τρεις της Αγίας Τριάδος, Αυτόν που είναι διπλός κατά την φύση, δηλαδή Θεός και άνθρωπος, διπλός και κατά την ενέργεια αλλά Ενας κατά την υπόσταση. Αυτόν τώρα λοιπόν παρακάλεσε με θέρμη διαρκώς για χάρη όσων Σε προσκυνούν ως Μητέρα Του, να τους λυτρώνει από κάθε επιβουλή του εχθρού, διότι όλοι Σ’ Εσένα καταφεύγουμε, Δέσποινα Θεοτόκε.

Το όγδοον Αναστάσιμον εωθινόν δοξαστικόν ιδιόμελον. Ποίημα Λέοντος βασιλέως του σοφού. Ήχος Πλάγιος του τετάρτου.

Τα της Μαρίας δάκρυα ου μάτην χείνται θερμώς: ιδού γάρ κατηξίωται, και διδασκόντων Αγγέλων, και τής όψεως τής σής, ώ Ιησού. Αλλ’ έτι πρόσγεια φρονεί, οία γυνή ασθενής. Διό και αποπέμπεται, μή προσψαύσαί σοι Χριστέ. Αλλ’ όμως κήρυξ πέμπεται τοις σοίς Μαθηταίς, οίς ευαγγέλια έφησε, τήν προς τον Πατρώον κλήρον άνοδον απαγγέλλουσα. Μεθ’ ής αξίωσον και ημάς, της εμφανείας σου, Δέσποτα Κύριε.

Τα δάκρυα της Μαγδαληνής Μαρίας δεν χύνονται μάταια με τόση θερμότητα, γιατί να, ήδη έχει αξιωθεί και να διδαχθεί την ανάστασή Σου από άγγελον αλλά και να δει και Εσένα τον ίδιον, Ιησού. Αλλά ακόμη σκέπτεται σύμφωνα με τα γήινα δεδομένα, αφού είναι και αδύναμη γυναίκα ή μάλλον συναισθηματική πολύ ακόμη. Γι’ αυτό και την απομακρύνεις από κοντά Σου και δεν της επιτρέπεις να Σε ακουμπήσει. Κι όμως, την στέλνεις ως κήρυκα προς τους μαθητές Σου, στους οποίους είπε το χαρμόσυνο μήνυμα και την άνοΔό Σου προς την πατρική Σου κληρονομιά, δηλαδή τον ουρανό. Μαζί με αυτήν αξίωσε και μας, Δέσποτα Κύριε, να δούμε την εμφάνισή Σου.

Απόδοση, Μοναχής Θεοδοσίας.

Δημοσιεύθηκε στην Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.