Με την ευκαιρία της πρώτης επισήμου επικοινωνίας, σας ευχόμεθα καλή επιτυχία και ευόδωση της θητείας σας στο κρίσιμο και πολυεύθυνο χαρτοφυλάκιο, το οποίο σας ανέθεσε ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, επ` ωφελεία του ελληνικού λαού. Συνοδική Εντολή και Εξουσιοδοτήσει, απευθυνόμεθα επ` ευκαιρία της θέσεως στη δημοσιότητα της νομοθετικής πρωτοβουλίας του παρ` υμίν Υπουργείου, για το λεγόμενο «σύμφωνο συμβιώσεως», ώστε να θέσουμε υπ` όψιν σας τους προβληματισμούς της Εκκλησίας της Ελλάδος, κάποιοι από τους οποίους δεν αφορούν μόνον στους νεωτερισμούς του νέου νομοσχεδίου, αλλά στο σύμφωνο ως θεσμό, ως συνολική επινόηση του νομοθέτη ήδη από το 2008, όταν θεσπίσθηκε στην χώρα μας, χωρίς πάντως να υπάρχει ειδική υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας από κανένα διεθνές κείμενο.
Προλογίζοντας επισημαίνουμε, σχετικώς προς την προτεινόμενη επέκταση του «συμφώνου συμβιώσεως» στα ομόφυλα ζευγάρια, ότι η Ιερά Σύνοδος επιθυμεί να επαναλάβει και να καταστήσει σαφές, όπως είχε πράξει κατά την αρχική νομοθέτηση του συμφώνου το 2008, ότι διαφωνεί συνολικώς με το «σύμφωνο συμβιώσεως», εν γένει και καθ’ εαυτό. Και τούτο διότι η Εκκλησία τάσσεται υπέρ του χριστιανικού γάμου, προτρέποντας τα ζευγάρια να ενώσουν τις ζωές τους μέσα σε μία ευλογημένη από τον Θεό έγγαμη σχέση αγάπης. Οποιαδήποτε άλλη μορφή συμβιώσεως εκτός χριστιανικού γάμου, είτε «πολιτικός γάμος» είτε «σύμφωνο συμβιώσεως», απορρίπτεται από την Ιερά Σύνοδο, όχι επειδή η Εκκλησία εξαντλείται σε στείρα άρνηση της εποχής, αλλά διότι έχει τη δική της θετική και διαχρονική πρόταση προς τον άνθρωπο, για να έχει πληρότητα στη ζωή του. Στην ορθόδοξη Εκκλησία πιστώνεται ιστορικά ότι παρέλαβε το προχριστιανικό περιεχόμενο του γάμου και τον μετέτρεψε, από διαδικασία αγοραπωλησίας της γυναίκας, σε «Μυστήριο μέγα», όπως το ονομάζει ο Παύλος
στην «Προς Εφεσίους» επιστολή του (ε , 32), σε ομότιμη σχέση συναρπαγής άνδρα και γυναίκας και καταργήσεως του «εγώ», όμοια με την αγαπητική σχέση που ο Νυμφίος Χριστός έχει με την Εκκλησία του.
Παρ’ ότι λοιπόν το «σύμφωνο συμβιώσεως» καμμία σχέση δεν έχει με την πρόταση ζωής, που κομίζει η Εκκλησία, θέλουμε να θέσουμε υπ’ όψιν της Πολιτείας ευρύτερες παρατηρήσεις για το ηθικό και κοινωνικό μήνυμα, που εκπέμπει ο θεσμός του «συμφώνου συμβιώσεως»:
Πρώτον, επειδή η πολιτική (έπρεπε να) είναι και άσκηση ηθικής διαπαιδαγωγήσεως των πολιτών, πρέπει να επισημανθεί δημοσίως το ηθικό μήνυμα που στέλνει η Πολιτεία στους πολίτες μέσω του «συμφώνου συμβιώσεως»: ότι επειδή ο γάμος φαντάζει στην σημερινή κοινωνία των εύκολων λύσεων βαριά ευθύνη, το Κράτος θεσπίζει ένα νομικό υποκατάστατο του μυστηρίου του γάμου, μια δήθεν «ελαφρά μορφή», «μη έγγαμης» συμβιώσεως, για την οποία όμως ο νομοθέτης προβλέπει σχεδόν πλήρη εξομοίωσή της με τον γάμο από πλευράς εννόμων συνεπειών.
Αυτή η σκαιά απομίμηση του γάμου απευθύνεται σε όσους θέλουν να δημιουργήσουν σχέση και οικογένεια, ξεγελώντας τον εαυτό τους ότι δεν αναλαμβάνουν κάποια σοβαρή ευθύνη, που θα τους ακολουθεί εφ` όρου ζωής, και ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποφύγουν τις δυσκολίες. Έτσι, ο δημοκρατικός νομοθέτης παραπλανά τους πολίτες, ότι δήθεν το πρόβλημα της ρευστότητας και της αποτυχίας των σημερινών ανθρωπίνων σχέσεων, έγκειται στην νομική τους μορφή ως «γάμου» ή ως μη έγγαμης «συμβιώσεως». Υιοθετεί δηλαδή το Κράτος την πλαστή εικασία ότι το θεσμικό αντίδοτο στο σύγχρονο πρόβλημα της ανασφάλειας των ανθρώπινων σχέσεων, είναι η «μη έγγαμη» συμβίωση, ενώ το πραγματικό ζήτημα βρίσκεται στην απουσία βάθους, ειλικρίνειας, σοβαρότητας και αληθινής αγάπης, στην έλλειψη διαθέσεως για την παραμικρή κατάργηση του εγωισμού και προσχώρηση στο «εμείς».
Μέσα σ` αυτήν την μορφή εξώγαμης συμβιώσεως φυσικά μπορούν να γεννηθούν παιδιά, για τα οποία ο θεσμός του συμφώνου αναγνωρίζει ως πατέρα τους τον «συμβαλλόμενο» άνδρα, που έχει υπογράψει «ιδιωτικό συμφωνητικό» με την «αντισυμβαλλόμενη» μητέρα τους. Προβλέπεται όμως ότι η συμβίωση αυτή, που συμφωνείται ενώπιον συμβολαιογράφου, δεν έχει καμία υποχρεωτική ελάχιστη διάρκεια, δεν υπάρχει ανώτατος επιτρεπτός αριθμός συμφώνων συμβιώσεως για κάποιον, ενώ λύεται ανά πάσα στιγμή με απλή εξώδικη δήλωση του ενός μέρους προς το άλλο. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά παρέχουν τις ενδείξεις του αυτοκαταστροφικού μοντέλου ζωής, που εισηγείται το «σύμφωνο συμβιώσεως»: δεν έχει σημασία «τις πταίει», δεν υπάρχει καν η έννοια της ευθύνης και της υπαιτιότητας, όπως στο γάμο, αντίθετα οποιοσδήποτε μπορεί να αποχωρήσει οποτεδήποτε, επειδή απλώς άλλαξε γνώμη και να συνάψει διαδοχικώς απεριόριστα σύμφωνα συμβιώσεως. Πρακτικά, η ευκολία συνάψεως και λύσεως του συμφώνου συμβιώσεως, χωρίς μάλιστα αριθμητικό περιορισμό, φέρνει την Ελλάδα,
σε θεσμικό επίπεδο, πολύ κοντά στην νόμιμη πολυγαμία των μουσουλμανικών κοινωνιών. `Επιπλέον το σύμφωνο συμβιώσεως, αν και διαφημίζεται ως νομοθετική πρόοδος, αποτελεί ουσιαστικά επιστροφή στην ρωμαϊκή εποχή και στον ομόλογο θεσμό της «παλλακείας», που χρησιμοποιήθηκε από όσους συμβίωναν χωρίς πρόθεση έγγαμης συμβιώσεως.
Μέσα όμως στα σημερινά συμφραζόμενα, το νομοθέτημα, ακολουθώντας ένα ακραίο καπιταλιστικό μοντέλο του ατομιστή καταναλωτή ανθρώπου, που έχει μόνο δικαιώματα στην προσωπική ευδαιμονία, χωρίς καμία ευθύνη και υποχρέωση, αποτελεί νεοφιλελεύθερη επιβράβευση της ανευθυνότητας στις διαπροσωπικές σχέσεις και τις υποβιβιβάζει σε απλή συναλλαγή ενώπιον του συμβολαιογράφου. Η μεγαλύτερη απαξία του «συμφώνου συμβιώσεως», η οποία πρέπει να γίνει αντιληπτή ασχέτως εάν κανείς πιστεύει η όχι στο μήνυμα του Χριστού, είναι ότι δίνει το δικαίωμα εγκαταλείψεως του συντρόφου και των τυχόν παιδιών, σαν να πρόκειται για υπαναχώρηση από κάποια επιπόλαια αγορά καταναλωτικού προϊόντος.
Δεύτερον, το επίκεντρο της ανησυχίας μας αποτελεί η ίδια η αλλοίωση της έννοιας της «οικογένειας» από το Κράτος, που είναι υποχρεωμένο κατά το Σύνταγμα να την προστατεύει και η οποία, με το επίμαχο προϊόν του νομοθετικού σωλήνα, μετατρέπεται σε απλό συνεταιρισμό και οι σύζυγοι σε συνεταίρους ή αντισυμβαλλόμενους. Το Κράτος λοιπόν, μη αρκούμενο στην υφιστάμενη δυνατότητα αναγνωρίσεως της πατρότητας για τα τέκνα εκτός γάμου, προχωρεί πλέον και στην θέσπιση της «εξώγαμης οικογένειας». Οι λόγοι, εξ αιτίας των οποίων οι κοινωνίες διαχρονικά περιέβαλαν με νομικό κύρος το γάμο και με αυστηρές διατυπώσεις την σύσταση και τη διάλυση της οικογένειας ήταν, μεταξύ άλλων, η ανάδειξη του αγαθού της συζυγικής πίστεως και η αξίωση της Πολιτείας για αίσθημα ευθύνης των γονέων απέναντι στα παιδιά, τόσο για λόγους ηθικής τάξεως, όσο και για λόγους κοινωνικής συνοχής. Το γεγονός ότι σήμερα και η συζυγική πίστη και η υπεύθυνη ανατροφή των παιδιών συμβαίνει να έχουν πληγεί, και μέσα στον χριστιανικό γάμο, δεν νομίζουμε ότι
αποτελεί επαρκή δικαιολογία της Πολιτείας για μια βολική επισημοποίηση της αποτυχίας του συγχρόνου ανθρώπου, να κρατήσει σχέσεις ζωής και να αναλάβει ευθύνες. Εκτός και εάν η πολιτική αντίληψη του νομοθέτη είναι ότι το Κράτος οφείλει να παραμένει απλός παρατηρητής, που δεν πρέπει να παρεμβαίνει στο κοινωνικό γίγνεσθαι ή ακόμα να δίνει και ώθηση στον κατήφορο, προκειμένου να μην κατηγορηθεί για συντηρητισμό ή ότι δεν εισακούει το «μήνυμα της εποχής».
Η ύπαρξη ή μη σταθερών οικογενειών δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται από τον νομοθέτη μόνον ως απόρροια της ελευθερίας και ιδιωτικότητας των πολιτών, ώστε να τους παρέχεται το νομικό δικαίωμα δημιουργίας ασταθών και ρευστών ενώσεων, αντί οικογενιών. Οφείλει να απασχολεί το Κοινωνικό Κράτος η συντήρηση του οικογενειοκεντρικού χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, όχι μόνο ως αποτέλεσμα υλικών συνθηκών, αλλά και μέσω της κατάλληλης αγωγής υπεύθυνων πολιτών, την οποία κάθε άλλο παρά προάγει ο θεσμός του «συμφώνου συμβιώσεως». Επειδή αφορά σε ανθρώπινες ζωές, ενηλίκων και παιδιών, το πρόβλημα της ανεύθυνης δημιουργίας σχέσεων και παιδιών δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται από την Πολιτεία με την νοοτροπία προσωρινών τακτοποιήσεων, όπως αντιμετωπίζεται η αυθαίρετη δόμηση οικοδομών.
Τρίτον, δεδηλωμένος από καιρό στόχος του οργανωμένου ακτιβισμού γύρω από την θέσπιση συμφώνου συμβιώσεως ομόφυλων ζευγαριών, δεν είναι μόνον η νομική αναγνώριση της συμβιώσεώς τους, αλλά περαιτέρω η κατοχύρωση δικαιώματος για από κοινού άσκηση γονικής μέριμνας παιδιών (μέσα από υιοθεσίες, παρένθετες μητέρες κ.λπ.) από ομόφυλα ζευγάρια. Η Πολιτεία πρέπει να αποφασίσει, από τώρα, εάν καθιστώντας θεσμό του κράτους μας την «ομοφυλοφιλική συμβίωση», είναι έτοιμη να προχωρήσει και στο επόμενο βήμα της «ομοφυλοφιλικής οικογένειας», για την οποία η ίδια θα έχει δημιουργήσει τις αξιακές προϋποθέσεις διεκδικήσεώς της, αφού εισάγει ρητώς πλέον διατάξεις για το σύμφωνο συμβιώσεως μέσα στο βιβλίο του Αστικού Κώδικα για το οικογενειακό δίκαιο. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν η Πολιτεία το 2008 καθιέρωσε το «σύμφωνο συμβιώσεως» μεταξύ ετερόφυλων ζευγαριών, δεν είχε αναλογισθεί από τότε ποιά θα ήταν η απάντηση απέναντι στα αιτήματα για την επέκτασή του στους ομοφυλοφίλους και την εν τω μεταξύ εκδοθείσα καταδικαστική απόφαση
του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Τις ανωτέρω παρατηρήσεις και ανησυχίες, σας υποβάλλομε επειδή, όπως και η Πολιτεία, έτσι και η Εκκλησία διακονεί τον Άνθρωπο, αν και με άλλη στόχευση, τον αγιασμό της ζωής του. Η εσχατολογική οπτική και η δισχιλιετής πορεία της Εκκλησίας, της έχει δώσει τη δυνατότητα μακρόπνοης θεωρήσεως απέναντι στο πολιτειακό αξιακό σύστημα, υπεράνω των προσκαίρων αναγκών, που αυτό συχνά νομίζει ότι εξυπηρετεί. Πέραν του γεγονότος ότι το σύμφωνο συμβιώσεως αποτελεί οπισθοδρόμηση σε έθιμα και θεσμούς ειδωλολατρικών εποχών, οφείλουμε, εκ λόγων αγάπης για τον Άνθρωπο, να προειδοποιήσουμε την Πολιτεία ότι το επίμαχο «συμφωνητικό» παρασύρει σε απατηλή διέξοδο όλους όσους στοχεύει να βοηθήσει• είναι ένα πιστοποιητικό καθωσπρεπισμού, που κινείται μακριά από την αλήθεια και θα περιπλέξει τις ζωές τους σε χειρότερες περιπέτειες.
Με την πεποίθηση ότι τυγχάνει της κατανοήσεώς σας η σημασία των ως άνω εκτεθέντων, και με την ελπίδα ότι στον σχεδιασμό και στις αποφάσεις σας θα συνεξετάσετε τις σχετικές θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, σας απευθύνουμε την ευχή ο Θεός να σας ευλογεί και να σας ενισχύει στα ευθυνοφόρα καθήκοντά σας.
Η/Υ ΠΗΓΗ:
ΠΡΟΝΑΟΣ: Πληροφοριακό δελτίο.
Έκδοση της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος
Συντάκτης: Κλάδος Ηλεκτρονικής Τεχνολογίας(Διαδικτύου)
Τεύχος 780, 16 Ιουνίου 2015
Παράβαλε και:
Περί συμφώνου συμβιώσεως – Κωνσταντίνου Χολέβα.