Ένα από τα ευωδέστατα άνθη του Κεφαλληνιακού λειμώνος είναι και ο νεοφανής, Όσιος Παίσιος – Παναγής Μπασιάς. Ο Όσιος Παίσιος – Παναγής Μπασιάς εγεννήθη εις την πόλη του Ληξουρίου το έτος 1801 από τον Μιχαήλ Τυπάλδο – Μπασιά και την Ρεγγίνα το γένος Δελλαπόρτα, ευσεβείς και ευκατάστατους ανθρώπους. Έλαβε σοβαρή γραμματική μόρφωση, αφού γνώριζε την Ιταλική, Γαλλική και Λατινική γλώσσα. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του διορίζεται γραμματοδιδάσκαλος και εξασκεί το λειτούργημα του διδασκάλου, αλλά εμπνεόμενος από τα ριζοσπαστικά κηρύγματα των Κοσμά Φλαμιάτου και Ευσεβίου Πανά, Εκκλησιαστικών αναστημάτων της εποχής, οι οποίοι διεκήρυσσαν ότι οι Άγγλοι (κυρίαρχοι της Επτανήσου) προστάται, ουσιαστικά τύραννοι, επιβουλεύονται το ορθόδοξον φρόνημα των κατοίκων, αφήνει το δημόσιο σχολείο και παραδίδει μαθήματα κατ’ οίκον συνεχίζων την αποστολήν του. Σε ηλικία 20 ετών, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έχων έμφυτη κλίσην και επηρεαζόμενος από την προσωπικότητα του Πολιούχου μεγάλου Ασκητού, Αγίου Γερασίμου και του γείτονός του, επίσης μεγάλου Ασκητού, Αγίου Ανθίμου, εγκαταλείπει τα πάντα και φθάνει εις το “ξηροσκόπελο” μικρό νησάκι εις την κάτω Λειβαθώ, Βλαχερνών και τόπος εξορίας Κληρικών από τους Άγγλους. Εξόριστος τας ημέρας εκείνας ήτο και ο περίφημος Ζακύνθιος Κληρικός Νικόλαος Καντούνης. Δεν έμεινε όμως πολύ διάστημα, καμφείς από τας ικεσίας της χήρας μητέρας του και της απροστάτευτης αδελφής του.
Επιστρέφει λοιπόν μοναχός εις τον κόσμον, με το μοναχικό του πλέον όνομα, Παϊσιος, αλλά από ‘δώ και μπρος, ολόκληρη η ζωή του αποδεικνύεται συνεχής ασκητικός αγών και συνεπής επαγρύπνησις των μοναχικών ιδεών και αποφάσεών του. Το 1836 χειροτονείται διάκονος και Πρεσβύτερος υπό του Αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας Παρθενίου Μακρή. “ΈΖΗ ΔΙΑ ΤΟΝ Χριστόν και την Εκκλησίαν Του. Ελειτούργει τακτικώς ή και καθ’ εκάστην, κηρύσσων συγχρόνως. Το υπόλοιπον της ημέρας διήρχετο τας οικίας των πιστών, όπου υπήρχε χρεία, υλική και πνευματική, πόνος, θλίψις και συμπαρίστατο νουθετών και παρηγορών. Διεκρίθη ως εξομολόγος, φροντίζων ίνα εντυπωθή εις τας ψυχάς των χριστιανών η εικών του Χριστού.
Έλαβε παρά του Θεού το χάρισμα της προφητείας και “προέλεγε τα μέλλοντα συμβαίνειν εις πρόσωπα, οικογενείας και γενικώτερον της κοινωνίας”, όπως γράφεται εις την διακήρυξιν της αγιότητός του. Πράγματι. Μέχρι των ημερών μας φθάνει ο απόηχος των πολλών θαυμάτων, των προφητειών και της εν γένει αγίας ζωής του.
Την 21-ην Μαϊου 1864 γεύεται της χαράς της Ενώσεως της Επτανήσου με την Μητέρα Ελλάδα, δια την οποίαν ειργάσθη με τον ιδικόν του αντιστασιακόν τρόπον πλησίον των ηρώων ριζοσπαστών, διατηρών και καλλιεργών την Ορθόδοξον παράδοσιν, εις τόσον δυσκόλους πολιτικάς και κοινωνικάς περιόδους. Το 1867 με τους φοβερούς σεισμούς της περιοχής, γκρεμίζεται η οικία του και έκτοτε φιλοξενείται “πένης, πολλούς δε πλουτίζων”, “μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων” εις την οικίαν του εξαδέλφου του Ιωάννου Γερουλάνου, πατρός του σπουδαίου χειρουργού Μαρίνου Γερουλάνου.
Λόγω της διαδοθείσης φήμης εκ των πολλών θαυμάτων (εμφανώς κεκοσμημένος προφητικώ του Πνεύματος χαρίσματι), αποφεύγων τον φοβερόν ύφαλον της πνευματικής ζωής, τον επάρατον εγωισμόν, καταφεύγει εις την γνωστήν μέθοδον των μεγάλων ασκητών. Το να προσποιείται δηλ. τον τρελλόν και έτσι συγκαταριθμείται εις την χορείαν των δια Χριστόν σαλών αγίων. Δια πέντε έτη ταλαιπωρείται κλινήρης ασθενής, συνεχίζων να ευλογεί, να ειρηνεύει, να καθοδηγεί, να συμβουλεύει τους χριστιανούς, οι οποίοι νυχθημερόν τον επισκέπτονται. Εκεί δέχεται την επίσκεψιν του νέου Αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας Γερμανού Καλλιγά, εις τον οποίον προλέγει την ανάρρησίν του εις τον Αρχιεπισκοπικόν Θρόνον των Αθηνών. Εκοιμήθη την 7-ην Ιουνίου 1888 και εις την πάνδημον μετά τριήμερον κηδεία του εξεφώνησε περίφημον επικήδειο ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γερμανός Καλλιγάς.
Η παρουσία της Αγίας βιοτής του, οι διηγήσεις των θαυμάτων του, παρέμειναν ζωνταναί και ανεξίτηλαι εις την συνείδηση των χριστιανών και μετά από 88 χρόνια, οδήγησαν τον τότε Μητροπολίτην Κεφαλληνίας Προκόπιον να πραγματοποιήσει την ανακομιδήν των αγίων λειψάνων του. Η διαδικασία διακηρύξεως της αγιώτητός του Αγίου από τον Οικουμενικόν θρόνον, λόγω των γνωστών θλιβερών Εκκλησιαστικών γεγονότων της Κεφαλληνίας, καθυστέρησε, οπότε μετά την ενθρόνησίν του, ο ειρηνοποιός και ειρηνοφόρος νέος Ποιμενάρχης κ. κ. Σπυρίδων ετέλεσε με Εκκλησιαστική λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια τας εορτάς διακηρύξεως του Αγίου την 7ην Σεπτεμβρίου 1986 με εκπροσώπησιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και πλειάδα Αρχιερέων, εκδοθείσης Πατριαρχικής και Συνοδικής Αποφάσεως 4 Φεβρουαρίου 1986.
Τον Άγιον εγκωμίασαν ο Αρχιεπίσκοπος Γερμανός Καλλιγάς, ο Ιερεύς λόγιος Ζήσιμος Τυπάλδος, ενώ έγραψαν ο Ακαδημαϊκός Αμίλκας Αλιβιζάτος, ο Αρχιμ. π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος, ο Ληξουριώτης Αρχιερεύς Τρίκκης και Σταγών Χερουβείμ Άννινος και ο Αιδεσιμολ. π. Κωνσταντίνος Γκέλης. Τόση είναι η ακτινοβολία της προσωπικότητός του ώστε ο σατυρικός ποιητής Ανδρέας Λασκαράτος, παρά το αντικληρικό, το αντιπαραδοσιακό του πνεύμα, εις την υποσημείωσιν 6 του έργου του “Μυστήρια της Κεφαλονιάς” σημειώνει: “Ετίμησα και αγάπησα μάλιστα την αρετήν κάθε που την εύρηκα και στα ράσα”.
Ο σημερινός προσκυνητής εις τον Ιερόν Ναόν του Αγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου έχει την δυνατότητα να προσκυνήσει τα Άγια λείψανα του Οσίου Πατρός, εντός αργυρής λάρνακος και τον τάφον του Αγίου.
Η/Υ ΠΗΓΗ
Κεφαλλονίτικη Πνοή.
Παράβαλε και:
07 Ιουνίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Ποταμιαίνης – Συναξάριον.