Το μέγα φως, που φώτισε τον κόσμο για πάντα την ημέρα της Πεντηκοστής, έλουσε πλουσιοπάροχα και την Ελλάδα μας.
Ο Παράκλητος της χάρισε αληθινή δόξα: Εκκλησία του αληθινού Θεού με αγίους Μάρτυρες, με θεοφόρους Έλληνες Πατέρες, με ομολογητές της πίστεως, με καινούργιο λαό βαπτισμένο στις πύρινες γλώσσες Του, χαριτωμένο…
Δυο χιλιάδες σχεδόν χρόνια από τότε, και το μέγα νοητό φως μοιάζει να μη φωτίζει όλες τις γωνιές και τις καρδιές στην πατρίδα μας. Κάποιοι λένε πως δεν τον ξέρουν τον Φωτοδότη, άλλοι προφασίζονται πως δεν είναι ο λόγος Του για τους τωρινούς καιρούς, τους πονηρούς. Αλλού ζητάμε το μεγαλείο: στον πλούτο, στην ανάδειξη, στην επιβολή, στην απόλαυση και την κάθε λογής διασκέδαση.
Οι λέξεις οι καθιερωμένες, μεστές από νόημα, φθείρονται και απονοηματίζονται. Τα ανδρόγυνα χωρίζουν δίχως να γευθούν τη χάρη του Μυστηρίου του χαρμόσυνου, που κάνει τους δυο «συζύγους». Πολλοί επιλέγουν να παραμένουν άζευχτοι «σύντροφοι». Τα παιδιά αποκτούν εξ απαλών ονύχων τις εμπειρείες της φθοράς. Αδέλφια ξεσυνερίζονται για να απαλλαγούν από τη φροντίδα για τους γεννήτορες. Πολλοί τρέφονται με ξυλοκέρατα και τα νομίζουν αμβροσία!
Βέβαια, έτσι «απελευθερωμένοι» δεν ξεχειλίζουμε από ελευθερία, από άνεση ψυχής, από γεύση ευτυχίας… Η μοναξιά χτυπάει επίμονα την πόρτα κι εγκαθίσταται, η αμηχανία μουδιάζει το νεύρο της ψυχής. Κι ανοίγονται τότε σκοτεινές πόρτες για ν’ ακουστούν δαιμονικά άσματα, εκεί που «αργεί το Ευαγγέλιον», ο οδηγητικός στοργικός λόγος του πατέρα. Και σε κάθε σταυροδρόμι σχεδόν ένα σκεβρωμένο λουλούδι ανθρώπου απλώνει το χέρι ψιθυρίζοντας: «Ένα ευρώ, κυρία…».
Και δεν είμαστε πια και μόνοι. Όλοι οι λαοί της γης ήρθαν στην αυλή μας, όπως την Πεντηκοστή στα Ιεροσόλυμα. Λιγότεροι οι ομόδοξοι, περισσότεροι οι αλλόθρησκοι. Και όλοι ζητούν –και κάποιοι κι απαιτούν- τόπο στην καρδιά μας, μπουκιά από το πιάτο μας.
Και εμείς, τα ελεημένα «φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας», τι κάνουμε; Πολλά! Όμως φαίνεται πως αυτά δε φθάνουν. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Κάποιοι λένε και «αποκαλυπτικοί». Ο άλλος περιμένει. Έχει πόνο μέσα του, έχει σκοτάδι, έχει θάνατο. Κι όταν μας απλώνει το χέρι κι όταν μας σπρώχνει από το δρόμο του. Είναι όλος μια κραυγή∙ γέρος, ώριμος, παιδί. Αν σιωπήσουμε, σε ποιον θα τον αφήσουμε; Στον Ανθρωποκτόνο; Κι έπειτα τι θα απολογηθούμε στην Κρίση;
Σήμερα πρέπει να λειτουργήσουμε αποτελεσματικά για την υπόθεση του Θεού και του ανθρώπου, που είναι η σωτηρία της ψυχής. Το Πνεύμα του Θεού το ζητεί: «Ο άγιος αγιασθήτω έτι». Πιο πολύς ουρανός στη ζωή μας, πιο πολλές θυσίες για να γίνουμε «πνευματικοί άνθρωποι» στην καθημερινή ζωή και πράξη. Έτσι θα μπορέσουμε να χωρέσουμε την έγνοια της ψυχής και του άλλου στην καρδιά μας. Αυτός δεν έχει ρούχο να ντυθεί, δεν έχει «ένδυμα γάμου». Δεν τον έντυσαν αυτόν από μικρό ή τον ξεγέλασε και του το πήρε σαν μεγάλωσε ο ληστής ο κόσμος κι ο πονηρός τον πλάνεψε.
2010 μ.Χ. Μέρες Πεντηκοστής, και στην πατρίδα μας ψυχές και ψυχές, δικοί μας και ξένοι, περιμένουν τη δική τους Πεντηκοστή, όπως στην Αφρική και στην Ασία. Δεν είναι και πολλά τα έξοδα: μια ουσιαστική θερμή προσευχή, μια ώρα συμπαράσταση και παρακίνηση για ν’ αγαπήσει ο άλλος με τους δικούς του, για «να τα βρει» με τον εαυτό του, για να φτάσει στα άχραντα Μυστήρια, για να «πατήσει τον Διάβολο».
Μπορεί ο καθένας μας να ξαναφέρει τον Χριστό στην πατρίδα μας, όταν ο ίδιος είναι δικός Του. Με το Χριστό μπορεί και πρέπει. Είναι ώρα! Και λίγο περασμένη… «Ο Κύριος εγγύς»! Το θαύμα τ’ άγγισμά μας περιμένει. Η υπόθεση δεν είναι, όχι, χαμένη! Αρκεί καθένας μας να πιστεύει, να ελπίζει και ν’ αγαπά∙ ο Παράκλητος, με το φως Του, παραμένει στην Εκκλησία και είναι ακόμα μαζί μας.
Λ.
Από το περιοδικό «Η Δράσις μας», Τεύχος 479, Μάιος 2010, σελ. 174 -175.
Η/Υ επιμέλεια Κωνσταντίνα Κυριακούλη.
Παράβαλε και:
Ο ΧΑΡΙΤΟΔΟΤΗΣ.