ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η δημιουργία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους
Ο ΟΘΩΝ Α’ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ
Στις 2 Φεβρουαρίου του 962 ο Όθων Α’ παίρνει από τα χέρια του πάπα Ιωάννη ΙΒ’ στη Ρώμη, το αυτοκρατορικό στέμμα που έχει μείνει χωρίς κάτοχο από το 924. Η πολιτική και πολιτιστική αναγέννηση που προωθείται από την κυριότερη γερμανική δυναστεία, τη Σαξονική, οδηγεί στη δημιουργία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους.
Με την ενεργητικότητα και τις ικανότητες τους, οι δούκες της Σαξονίας έχουν αναλάβει από τις αρχές του 10ου αιώνα έναν πρωτοπόρο ρόλο ανάμεσα στους λαούς που συγκροτούν το Γερμανικό Βασίλειο: χαρακτηριστική είναι η εκλογή του Ερρίκου Α’ του Ορνιθοθήρα ως βασιλιά της Γερμανίας, το 919. Η χώρα περιλαμβάνει το αρχαίο Ανατολικό Φραγκικό Βασίλειο και ορισμένα τμήματα του Μέσου Φράγκικου Βασιλείου στη Λοραίνη, την οποία διεκδικούν οι Γερμανοί από τους τελευταίους Καρολίγγειους της Δύσης. Το Βασίλειο της Βουργουνδίας επιβιώνει, κατά ένα τμήμα του, μέχρι το 1032, ενώ η Ιταλία είναι διαιρεμένη σε διάφορα κράτη, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται το αρχαίο Λομβαρδικό Βασίλειο ή Βασίλειο της Ιταλίας, στο Βορρά, και τα Παπικά Κράτη στην κεντρική χερσόνησο.
Το 936 ο Όθων ο Μέγας διαδέχεται τον πατέρα του, σε ηλικία24 μόλις ετών. Δεινός πολεμιστής και ικανός πολιτικός, ακολουθεί μετριοπαθή πολιτική απέναντι στα γερμανικά δουκάτα, ωσότου ορισμένες εξεγέρσεις του δίνουν αφορμή να θέσει επικεφαλής των δουκάτων αυτών έμπιστα συγγενικά του πρόσωπα, όπως τον αδελφό του Ερρίκο (στη Βαβαρία) και το γιο του Λιουδόλφο στην (Σουηβία). Με την πολιτική του ακολουθεί απέναντι στην Εκκλησία μετατρέπει τη θρησκευτική ιεραρχία σε προέκταση της αυτοκρατορικής εξουσίας: ο αδελφός του Μπρούνο είναι ήδη αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας και ο νόθος γιος του Γουλιέλμος αρχιεπίσκοπος της Μαγεντίας (Μάιντς).
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΕΧΦΕΛΝΤ
10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 955 μ.Χ.
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: ΠΟΤΑΜΟΣ ΛΕΧ
ΠΟΛΗ: ΛΕΧΦΕΛΝΤ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΑΟΥΓΚΣΠΟΥΡΓΚ.
ΒΑΥΑΡΙΑ
ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΦΡΑΓΚΙΑ
ΒΟΗΜΙΑ ΜΑΓΥΑΡΟΙ
ΑΡΧΗΓΟΙ
ΟΘΩΝ Α’ Ο ΜΕΓΑΣ ΧΑΡΚΑ ΜΠΟΥΛΧΡΟΥ
ΔΥΝΑΜΕΙΣ
8.000 ΒΑΡΥ ΙΠΠΙΚΟ 17.000 ΕΛΑΦΡΥ ΙΠΠΙΚΟ
ΝΕΚΡΟΙ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ
3.000 4.000 -5.000
1.000 ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΜΑΧΗ
2.000 ΣΤΙΣ ΓΥΡΩ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ
2.000 ΜΑΓΥΑΡΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΑΠΟ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ
ΝΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΕΧΦΕΛΝΤ
Τον 9ο και 10ο αιώνα τα χριστιανικά βασίλεια των Φράγκων βρίσκονταν υπό τη μόνιμη απειλή των Βίκινγκς και των Αράβων. Στις αρχές του 10ου αιώνα αντιμετώπισαν έναν ακόμη φοβερό κίνδυνο, που θύμιζε εκείνον του Αττίλα του 5ου αιώνα: οι άγριες μαγυαρικές φυλές από τη δυτική Ασία πλημμύρισαν την περιοχή του μέσου Δούναβη και επέδρασαν βαθιά στη Σαξονία και τη Βαυαρία. Για τους Γερμανούς το έτος 955 έχει σωστά ονομασθεί το «έτος των θαυμάτων» τους: η νίκη του βασιλιά Όθωνα στο Λέχφελντ τέθηκε τέλος μία για πάντα στην απειλή των Μαγυάρων – προγόνων των σημερινών Ούγγρων – και προετοίμασε το έδαφος για τη δημιουργία του πανίσχυρου γερμανικού κράτους του Μεσαίωνα.
Οι Μαγυάροι
Το καλοκαίρι του 955, ένας τεράστιος μαγυαρικός στρατός ξεχύθηκε στη Βαυαρία και ερήμωσε μεγάλες περιοχές στα νότια και τα ανατολικά του ποταμού Λεχ, καίγοντας εκκλησίες και κατασφάζοντας τους χωρικούς. Στις 8 Αυγούστου, άρχισαν την πολιορκία της πόλης του Άουγκσμπουργκ. Ο επίσκοπος Ούλριχ ξεσήκωσε τους κατοίκους για να υπερασπίσουν την πόλη και να ενωθούν με τον κόμη Ντήτπολντ και τους ιππότες του, σε μία απελπισμένη προσπάθεια να κρατηθούν οι πύλες για αρκετό διάστημα, ώστε να επισκευάσουν τους προμαχώνες. Καθώς οι άνδρες εργάζονταν υπό τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, οι γυναίκες προσεύχονταν στον καθεδρικό ναό για την σωτηρία από τους ειδωλολάτρες. Οι Μαγυάροι χρησιμοποίησαν πολιορκητικές μηχανές και πύργους και φαινόταν ότι η πτώση της πόλης ήταν θέμα χρόνου. Έπειτα, όμως, έφθασε η είδηση ότι ο Γερμανός βασιλιάς, Όθων Α’ πλησίαζε με μεγάλη στρατιά έφιππων πολεμιστών. Καθώς οι Γερμανοί συγκρούονταν με τις μαγυαρικές προφυλακές, ο κύριος όγκος των εισβολέων αποσύρθηκαν από τον Άουγκσμπουργκ και πέρασε στη δεξιά όχθη του γειτονικού Λεχ, ελπίζοντας να βρει κατάλληλο έδαφος, καθώς οι έφιπποι τοξότες των Πάρθων, των Αβάρων και των Ούννων φοβούνταν μην εμποδιστούν από το δάσος ή το ακατάλληλο έδαφος.
Ο Όθων Α’
Όταν πρωτοάκουσε για τη μαγυαρική επιδρομή στη Βαυαρία, ο Όθωνας ξεκίνησε αμέσως από τη Σαξονία με τους ιππότες του, συλλέγοντας καθ’ οδόν αποσπάσματα στρατιωτών. Φθάνοντας στο Δούναβη ενώθηκε με το δούκα Κόνραντ, έναν από τους γενναιότερους Γερμανούς πολεμιστές και μία ισχυρή δύναμη βαυαρικού και σουηβικού βαρέως ιππικού, οι άνδρες του οποίου έφεραν αλυσιδωτούς θώρακες και ήταν οπλισμένοι με ξίφη και λόγχες. Μαζί τους ήρθαν αποσπάσματα Φράγκων πεζικάριων, με ασπίδες σε σχήμα χαρταετού και οπλισμένοι με ξίφη, δόρατα και πέλεκεις. Ο Όθων είχε επίσης μαζί του εντυπωσιακά ντυμένα, αλλά κακώς εξοπλισμένα, σλαβικά στρατεύματα από τη Βοημία, υπό τον πρίγκιπα Μπόλεσλαβ. Την τελευταία στιγμή, ο Ντήτπολντ εξήλθε από το Άουγκομπουργκ με τους ιππότες του και ενώθηκαν μαζί του. Ο Όθων διαίρεσε το στρατό του σε οκτώ σώματα των 1.000 ανδρών έκαστο, θέτοντας το μεγάλο λάβαρο του Αγίου Μιχαήλ στην κεφαλή του στρατεύματος και κρατώντας ο ίδιος την Ιερή Λόγχη, (εικαζόταν πως ήταν εκείνη που είχε τρυπήσει το πλευρό του Ιησού στο σταυρό).
Οι δυνάμεις και όπλα των Μαγυάρων
Οι Μαγυάροι ήταν αρχικά νομάδες από την Ασία, που μάχονταν εξ ολοκλήρου με το σύνθετο τόξο και βασίζονταν στην ταχύτητα και την ικανότητα εκτέλεσης ελιγμών των μικροκαμωμένων αλόγων τους, για να αποφύγουν την έφοδο των βαρύτερων δυτικοευρωπαίων ιπποτών. Μερικοί από αυτούς έφεραν τις μικρές στρογγυλές ψάθινες ασπίδες και μάχονταν με ξίφος και πέλεκυ, όταν η περίσταση το απαιτούσε, αλλά η κύρια τακτική τους ήταν να παρενοχλούν τον εχθρό με βέλη από μεγάλη απόσταση. Ορισμένοι πολεμιστές είχαν εκ γενετής σημαδεμένα τα πρόσωπά τους, ώστε να τρομοκρατούν τους εχθρούς τους, όπως συνηθιζόταν μεταξύ των τουρανικών και των μογγολικών λαών των στεπών. Αρχηγός του στρατού τους ήταν ο Μπουλχρού, εκπληκτικά ενδεδυμένος με φτερωτή περικεφαλαία, στρογγυλή ασπίδα με ανάγλυφο ασήμι, ενώ στην κεφαλή κάθε τμήματος τους, οι Μαγυάροι τοποθετούσαν φλάμουρα με ουρές αλόγων ή θιβετιανών βοδιών, βαμμένα σε φανταστικά χρώματα.
Η μάχη του Λέχφελντ
Την αυγή της 10ης Αυγούστου, οι Γερμανοί σηκώθηκαν και προετοιμάσθηκαν για τη μάχη, έχοντας νηστέψει την προηγούμενη ημέρα. Άνθρωποι, που ήταν πρόσφατα εχθροί, ορκίστηκαν ειρήνη και αμοιβαία βοήθεια ο ένας στον άλλον και δεσμεύθηκαν να ζήσουν ή να πεθάνουν μαζί στην υπεράσπιση του εδάφους και της θρησκείας τους. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Όθων διέταξε προέλαση προς τις όχθες του Λεχ, ενώ τοποθέτησε τους λιγότερο αξιόπιστους πολεμιστές του – τους Βοημούς – στα μετόπισθεν, στη φύλαξη του στρατοπέδου. Στο δικό του βαυαρικό ιππικό έδωσε την τιμητική θέση και το έθεσε στην εμπροσθοφυλακή, δεδομένου ότι το έδαφός τους είχε υποστεί την εισβολή. Όταν παρατήρησαν τον Όθωνα να διαιρεί το στρατό του, οι Μαγυάροι αμέσως εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία της οπισθοφυλακής του. Ενώ ένα τμήμα από το στρατό τους κινήθηκε για να αντιμετωπίσει τη γερμανική εμπροσθοφυλακή, μια άλλη μεγάλη δύναμη Μαγυάρων διέσχισε τον ποταμό και επιτέθηκε στο στρατόπεδο του Όθωνα, αιφνιδιάζοντας τους Βοημούς και διασκορπίζοντάς τους. Οι νικηφόροι Μαγυάροι επιτέθηκαν τώρα στο οπίσθιο τμήμα του γερμανικού στρατού και με τη βοή κεράτων και κυμβάλων και φοβερές κραυγές «Χούι, Χούι», επέπεσαν στο σουηβικό σώμα και το σκόρπισαν με βροχή βελών. Στην κρίση αυτή, ο Όθων στράφηκε στον καλύτερο ιππότη του, τον Κόνραντ, για να διορθώσει την κατάσταση. Οι ιππότες του Κόνραντ επιτέθηκαν στους Μαγυάρους, που στο μεταξύ είχαν επιδοθεί στη λεηλασία των γερμανικών αποσκευών. Οι Μαγυάροι αναγκάσθηκαν έτσι να πολεμήσουν σώμα με σώμα με τους βαριά θωρακισμένους Γερμανούς και σύντομα κλονίσθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Εν τω μεταξύ, στην εμπροσθοφυλακή του γερμανικού στρατού, οι Βαυαροί ιππότες με τα ξίφη τους κατέκοβαν τους ελαφριά θωρακισμένους Μαγυάρους. Οι Γερμανοί ίππευαν ψηλά και βαριά άλογα με μεγαλύτερο ύψος από τα ελαφριά μαγυαρικά άλογα, ώστε υπερτερούσαν των αντιπάλων τους. Επίσης, μόλις έγινε φανερό ότι το τέχνασμά τους είχε αποτύχει και η διασπασμένη δύναμή τους είχε ηττηθεί, οι Μαγυάροι λιγοψύχησαν και τράπηκαν σε φυγή. Πολλοί από αυτούς όμως πνίγηκαν στον ποταμό Λεχ, ενώ εκείνοι που διέφυγαν, καταδιώχθηκαν για δύο ημέρες από το ιππικό του Όθωνα. Ο ίδιος ο Μπουλχρού και ένας αριθμός Μαγυάρων πριγκίπων συνελήφθησαν στην καταδίωξη και οδηγήθηκαν στο Ρέγκενσμπουργκ, όπου κρεμάστηκαν από τον σκληρό δούκα της Βαυαρίας. Οι Μαγυάροι, συγκλονισμένοι από αυτήν την προφανή παραβίαση του στρατιωτικού πρωτοκόλλου, κατέσφαξαν τους Γερμανούς που κρατούσαν ακόμα φυλακισμένους. Ο ήρωας της μάχης δούκας Κόνραντ, δεν έζησε για να γιορτάσει τη νίκη που είχε κερδίσει: χαλαρώνοντας το κράνος του, για να αναπνεύσει ευκολότερα στη μεγάλη ζέστη της καλοκαιρινής εκείνης ημέρας, χτυπήθηκε στο λαιμό από ένα βέλος.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Η νίκη του Όθωνα είχε δώσει τέλος σε μία περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας στην κεντρική Ευρώπη και, επτά έτη αργότερα, στέφθηκε ως αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από τον πάπα Ιωάννη Γ’. Η μάχη του Λέχφελντ τερμάτισε το μακραίωνο κύκλο νομαδικών επιδρομών, που είχαν φέρει την περιοχή στο χείλος της οικονομικής καταστροφής και οδήγησε στην άνθηση του 10ου αιώνα, στην καλλιτεχνική και θρησκευτική ζωή στη Γερμανία. Ήταν η τελευταία φορά κατά την οποία νομάδες της στέπας θα απειλούσαν τη δυτική Ευρώπη.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Τον 9ο αιώνα Μαγυάροι ιππείς από την κεντρική Ασία άρχισαν να κάνουν επιδρομές μέσα στην πρώην Καρολίνεια Αυτοκρατορία. Το 955 εισέβαλαν στη Βαυαρία και πολιόρκησαν το Άουγκσμπουργκ. Ο βασιλιάς της Γερμανίας, Όθων Α’, με 10.000 βαρύ ιππικό βάδισε εναντίον τους. Οι Μαγυάροι ήταν πολύ περισσότεροι από τους Γερμανούς κι έδωσαν μάχη χωρίς να διστάσουν. Ήταν πιο ευέλικτοι και γρήγορα υπερφαλάγγισαν τους Γερμανούς αλλά έστρεψαν την προσοχή τους στη διαρπαγή του εχθρικού στρατοπέδου. Τότε ο Όθων επιτέθηκε στο κατειλημμένο στρατόπεδό τους και κατέσφαξε όσους είχαν ξεπεζέψει ενώ στη συνέχεια στράφηκε εναντίον των υπολοίπων. Ορμώντας, παρά τον καταιγισμό των βελών, με το ιππικό του τους κατατρόπωσε. Έκτοτε δεν επέδραμαν ξανά κι αυτή η νίκη εδραίωσε την εξουσία του Όθωνα στη Γερμανία.
Από το βιβλίο: Μάχες, του φιλολόγου, Δημητρίου Θαλασσινού.
Ο Δημήτριος Θαλασσινός γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και διοίκηση επιχειρήσεων στα ΚΑΤΕΕ Πάτρας. Έχει γράψει πολλά άρθρα, κυρίως για το Βυζάντιο αλλά και για την εποχή της Αναγέννησης. Συνεργάτης των περιοδικών «Εικονογραφημένη Ιστορία» και «Ιστορικά Θέματα». Είναι Πατέρας της Άννας Μαρίας.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ, μνήμη των Αγίων Ιερομαρτύρων, Σήξτου, Λαυρεντίου και Ιππολύτου: Βίος.