Λόγος ηθικός έβδομος (Α’): «Γι’ αυτούς που δουλεύουν στον Θεό – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Γι’ αυτούς που δουλεύουν στον Θεό˙ ποιοί θα πρέπει να είναι και τί λογής και πόσο προσεκτικοί. Και ποιός είναι αυτός που μετανοεί και ποιά είναι η εργασία του, και ποιός είναι αυτός που επιδιώκει την ασκητική ζωή και ποιά είναι η εργασία του, και ποιός είναι αυτός που υπηρετεί τον Θεό και ποιό είναι το έργο του. Και ότι, αν δεν αποκτήσουμε τις αρετές, δεν θα μας ωφελήσει διόλου μόνο η απαλλαγή από τα πάθη.
Επειδή βέβαια θεωρούμε τους εαυτούς μας Χριστιανούς κυρίως από το θείο βάπτισμα χωρίς τα έργα, αλλά και πιστούς, με το να πιστεύουμε στην ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα και στον ένα από την Τριάδα, στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και Θεό, και επειδή χαρακτηρίζουμε και ονομάζουμε τους εαυτούς μας από συνήθεια, κάπως έτσι απλά, δούλους του Θεού, και όταν γράφουμε επιστολές προς τους άλλους, αποδίδουμε στους εαυτούς μας από την αρχή, γράφοντας, αυτή την ονομασία, χωρίς ίσως να γνωρίζουμε αυτό το ίδιο, τι είναι δηλαδή δουλεία Θεού και ποιός είναι άξιος να ονομάζεται και να είναι δούλος του Θεού, γι’ αυτό παρακινούμε από τον Λόγο να αναπτύξω το λόγο, και βιάζομαι να πω γι’ αυτούς που δουλεύουν στον Θεό, ποιοι θα πρέπει να είναι και τι λογής και πόσο προσεκτικοί, και ποια είναι τα έργα που γίνονται απ’ αυτούς για τον Κύριο, ώστε να γνωρίσει ο καθένας τον εαυτό του από τις πράξεις του, και ποιον υπηρετεί με τις ενέργειές του και σε ποιον δουλεύει, ή ποιον κάποτε υπηρέτησε και σε ποιον δούλεψε, για να μη νομίζει
κάποιος, ενώ χαρίζεται στον εαυτό του, ότι δουλεύει στον Κύριο και όχι στον εαυτό του. Αλλά γι’ αυτούς βέβαια που ζουν στον κόσμο και είναι κάτω από τον ζυγό του βίου, δεν θα γίνει από μας κανείς λόγος, επειδή ο άγιος Παύλος φωνάζει απερίφραστα, «ο άγαμος φροντίζει για τα πράγματα του Κυρίου, πώς θα αρέσει στον Κύριο, ενώ ο έγγαμος φροντίζει για τα πράγματα του κόσμου, πως θα αρέσει στην γυναίκα του»1 και στον κόσμο, για εκείνους όμως που απαρνήθηκαν τον κόσμο και τα πράγματα, που υπάρχουν στον κόσμο, θα γίνει όλος ο λόγος μας.
Αυτοί που τώρα μπαίνουν εκούσια και θεληματικά στο στάδιο της μετάνοιας και ασκούν τους εαυτούς τους στη σωματική άσκηση, οι αρχάριοι δηλαδή και εκείνοι που διάνυσαν μεγάλο χρονικό διάστημα στη σωματική άσκηση, νομίζουν ότι δουλεύουν στον Κύριο και ελπίζουν ότι δικαιώνονται από τα έργα.2 Επειδή λοιπόν δεν προσέχουν στο φως των θείων Γραφών, αλλά κάποιοι απ’ αυτούς βαδίζουν πάντοτε έξω απ’ αυτό και βρίσκονται μέσα στο σκότος των κακών σκέψεών τους, δεν γνωρίζουν ότι είναι μεγάλη η διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνους που μετανοούν και αγωνίζονται στην άσκηση της αρετής και σ’ εκείνους που δουλεύουν στον Δεσπότη Χριστό.3Διότι, από τη μία, εκείνοι που μετανοούν, αλλάζοντας γνώμη γι’ αυτά που εσφαλμένα έκαναν, ζητούν να λάβουν συγχώρηση για τα πταίσματά τους, όπως ήταν ο τελώνης,4 η πόρνη,5 ο ίδιος ο Πέτρος, όταν, επειδή φοβήθηκε και αρνήθηκε τρεις φορές, έκλαψε πικρά,6 και όποιος είναι όμοιος μ’ εκείνον τον άσωτο υιό, που σπατάλησε την πατρική κληρονομιά με πόρνες7 και τελώνες˙ διότι αυτοί και ο όμοιοί τους δεν
θεωρούνται ότι δουλεύουν στον Κύριο, αλλά ότι, αν και είναι εχθροί του και άνθρωποι που συγκρούσθηκαν μαζί του, συμφιλιώνονται μ’ αυτόν με τη μετάνοια και την εξομολόγηση. Από την άλλη, εκείνοι που επιδίδονται στην ασκητική ζωή, και που τώρα εξασκούνται με προθυμία στην άσκηση της αρετής, φροντίζουν μετά από τη μετάνοια να νικήσουν τα πάθη, μετανοώντας με ζήλο και θέρμη για τα αμαρτήματα, που προηγουμένως έχουν κάνει˙ και δεν κάνουν μόνο αυτό, αλλά και αγωνίζονται να αποκτήσουν με ασφάλεια τις αρετές αντί για τα πάθη.
Και εκείνος βέβαια, που τώρα μετανοεί, λυπάται, κλαίει, νηστεύει, αγρυπνά, κοιμάται καταγής, προσφέρει τις υπηρεσίες του και υποφέρει όλες τις θλίψεις, με το να σκέφτεται διαρκώς τις αμαρτίες του και να θεωρεί τον εαυτό του άξιο για μεγαλύτερες τιμωρίες, υπομένει ατάραχα όλα τα επερχόμενα, ώστε να συγχωρηθούν σ’ αυτόν με την υπομονή του οι κατηγορίες. Ο καλός όμως ασκητής, που τώρα αγωνίζεται όχι για να εξοφλήσει τα αμαρτήματα, αλλά για να πολεμήσει προς τα πάθη, επινοεί και κάνει όλα αυτά, και άλλα περισσότερα απ’ αυτά, και δέχεται με χαρά κάθε θλίψη που έρχεται εναντίον του, αλλά και όταν δεν έρχεται θλίψη, θλίβει ο ίδιος τον εαυτό του˙ και κάθε πράξη που θα ακούσει ότι έγινε από τους παλαιούς αγίους, ή και θα δει ότι γίνεται από τους συνασκητές του, φροντίζει, όσο μπορεί να την κάνει και ο ίδιος, ώστε, με την ποικιλία των ασκητικών αρετών και πράξεων να εξαλείψει τα πολλά και ποικίλα πάθη, με τα οποία οι δαίμονες αποκτούν τη δύναμη εναντίον μας, και να τα εξαφανίσει αυτά τελείως από την ψυχή του,
αποθησαυρίζοντας μέσα του με όλη τη δύναμη της ψυχής τις αρετές αντί για τα πάθη. Διότι, αν δεν συμβούν σ’ αυτόν έτσι τα πράγματα, και αν δεν θα έχουν έτσι σ’ αυτόν οι αγώνες του καλό αποτέλεσμα, δεν θα υπάρχει γι’ αυτόν κανένα όφελος από μόνη την αποξένωση από τα πάθη˙ διότι δεν επαινείται εκείνος που δεν είναι πλεονέκτης, αλλά εκείνος που κάνει ελεημοσύνη8˙ ούτε σηκώθηκε εκείνος που φύλαξε σώο το τάλαντο που του δόθηκε, αλλά εκείνος που το διπλασίασε9˙ ούτε μακαρίζεται εκείνος που απέφυγε το κακό, αλλά εκείνος που έκανε το καλό˙ ούτε δείχνει την αγάπη του για τον βασιλιά εκείνος που δεν συντάσσεται με τους εχθρούς του βασιλιά, αλλά εκείνος που και εξοπλίζεται και μάχεται για χάρη του εναντίον τους.
Και αυτό το βεβαιώνει ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός, φωνάζοντας έτσι απερίφραστα: «Εκείνος που δεν είναι μαζί μ’ εμένα είναι εναντίον μου˙ και εκείνος που δεν συνάζει μαζί μ’ εμένα σκορπίζει».10 Λέγοντας μάλιστα αυτό, δείχνει ότι εκείνος που δεν τηρεί με κάθε τρόπο και με κάθε ζήλο τις εντολές του, και που δεν αποκτά πάντοτε με την εργασία των εντολών τις αρετές και δεν ανεβαίνει μ’ αυτές προς τα εμπρός, αλλά, επειδή μόνο φαινομενικά αποφεύγει τα πονηρά, δεν καταπιάνεται όμως για πολύ διάστημα με τα αγαθά, αλλά με την αμέλεια που δείχνει για τις εντολές, έπαψε κατά κάποιο τρόπο να συλλέγει τις αρετές, δεν μπορεί να φυλάξει ούτε αυτά που νομίζει ότι έχει˙ διότι με την αργία τα χάνει και αυτά. Και αυτό το φανερώνει η φράση: «Εκείνος, που δεν συνάζει, σκορπίζει». Στα αισθητά πράγματα βέβαια αυτό είναι αδύνατο˙ διότι αυτός που δεν συνάζει εκεί, αλλά κάθεται αργός, δεν θεωρείται όπως και αυτός που σκορπίζει˙ στα πνευματικά όμως δεν είναι έτσι, αλλά η θεία Γραφή εκείνον που δεν κάνει το καλό τον θεωρεί όπως εκείνον
που αμαρτάνει, και υπονοεί ότι αυτός καταδικάζεται˙ «διότι αυτός που γνωρίζει», λέει, «να κάνει το καλό, και δεν το κάνει, αυτός αμαρτάνει».11 Και πάλι λέει: «Καταραμένος είναι κάθε άνθρωπος που κάνει τα έργα του Κυρίου με αμέλεια».12 Αυτό θα είναι αρκετό οπωσδήποτε για καταδίκη πρώτα για μένα τον νωθρό και αμελή. Αν μάλιστα είναι καταραμένος εκείνος που κάνει τις εντολές του Θεού με αμέλεια, πόσο περισσότερο θα καταδικαστεί εκείνος που κάνει με παραλείψεις κάποια απ’ αυτά που μπορεί να κάνει, ή και εκείνος που δεν κάνει αυτά διόλου. Αυτό άλλωστε θα βρεις να γίνεται και στους πολιτικούς νόμους και στις βιοτικές υποθέσεις˙ διότι τον δούλο που βλέπει να ανοίγεται από κάποιους ή οικία του κυρίου του και να λεηλατείται η περιουσία του, και που ο ίδιος ούτε βοήθησε τους κλέφτες, ούτε τους εμπόδισε, ούτε έβαλε τις φωνές, αλλά τους άφησε να πάρουν όλα και να φύγουν κρυφά, ο κύριος του τον θεωρεί επίβουλό του και κλέφτη εξίσου με τους κλέφτες. Τί λοιπόν; Δεν θα αποφασίζατε και όλοι εσείς τα ίδια εναντίον του
πονηρού δούλου;
Έτσι θα συμβεί οπωσδήποτε πρώτα και σ’ εμένα τον άθλιο και ταπεινό – διστάζω δηλαδή να πω και σε όλους εσάς -, αν θα αποφύγουμε τα πονηρά έργα και τις πονηρές πράξεις, αλλά δεν αποκτήσουμε αντί γι’ αυτά με όλη μας τη δύναμή μας τις αρετές, σε τόσο βαθμό, ωσότου να γίνουμε τέλειοι άνδρες και να φθάσουμε στο μέτρο της τελειότητας του αναστήματος του Χριστού,13 όπως δηλαδή ο Παύλος παραγγέλλει να γίνουμε όλοι εμείς. Και είναι φυσικό˙ διότι, αν δεν γίνουμε τέτοιοι, πώς θα μπορέσουμε να δουλέψουμε στον Κύριο; Πώς θα καταφέρουμε να στρατευθούμε για τον Χριστό; Και πώς θα οπλισθούμε πνευματικά14 και θα καταριθμηθούμε στην παράταξη του ζωντανού Θεού15 και θα φανούμε φοβεροί στους εχθρούς; Με κανένα τρόπο! Ας μη λοιπόν νομίζει κάποιος που νηστεύει ή αγρυπνά ή πεινά ή διψά ή κοιμάται καταγής ή πενθεί, ή κλαίει, ή υποφέρει τις προσβολές που γίνονται εναντίον του και τους πειρασμούς, ότι μ’ αυτά δουλεύει στον Θεό ή χαρίζει κάτι σε κάποιον άλλον. Αλλά αυτός μόνο τον εαυτό του ωφελεί και μάλιστα αν υπομένει και
εφαρμόζει αυτά με ταπείνωση και πνευματική γνώση˙ αλλιώς, δεν ωφελεί ούτε τον εαυτό του. Διότι αυτό που δεν γίνεται με ταπεινοφροσύνη και πνευματική γνώση, όποιο και αν είναι, δεν ωφελεί διόλου εκείνον που το κάνει. Και πώς γίνεται αυτό, θα το μάθει εκείνος που θέλει με όλες τις θείες Γραφές. Διότι εγώ σπεύδω να δείξω μόνο αυτό, ότι δηλαδή ούτε εκείνοι που γέρασαν στην μετάνοια, ούτε εκείνοι που γέρασαν στην άσκηση, δουλεύουν στον Κύριο, αλλά αυτοί τους εαυτούς τους ωφελούν και μόνο στους εαυτούς τους χαρίζονται˙ και αν θέλεις, θα κάνουμε το λόγο μας πειστικότερο και βεβαιότερο με παραδείγματα.
Ποιοί, λέμε, ότι είναι αυτοί, που δουλεύουν στον επίγειο βασιλιά; Είναι εκείνοι που ζουν μέσα στο σπίτι τους ή εκείνοι που ακολουθούν μαζί του παντού; Εκείνοι που ζουν στα κτήματά τους ή εκείνοι που είναι καταταγμένοι στα στρατεύματά του; Εκείνοι που ανακάθονται στα δείπνα και τρυφούν και σπαταλούν στο σπίτι τους ή εκείνοι που ανδραγαθούν και πληγώνονται στους πολέμους και που κάποτε πληγώνουν και φονεύουν πολλούς από τους εχθρούς και απελευθερώνουν τους συνδούλους τους που αιχμαλωτίσθηκαν, και που καταντροπιάζουν τους εχθρούς; Είναι οι χρυσοχόοι και οι χαλκουργοί και οι λινοξόοι,16 που διαρκώς εργάζονται και μόλις και με δυσκολία κατορθώνουν να πορισθούν για τους εαυτούς τους και για τους οικιακούς τους τα απαραίτητα για τη διατροφή, ή είναι οι στρατηγοί και οι χιλίαρχοι και οι άλλοι άρχοντες και οι ίδιοι οι στρατοί που εξουσιάζονται απ’ αυτούς; Δεν είναι ολοφάνερο, ότι αυτοί κυρίως είναι που δουλεύουν στον επίγειο βασιλιά παρά εκείνοι; Διότι ο χαλκουργός και ο χρυσοχόος και ο τεχνίτης, αν θα κάνουν για το
βασιλιά κάποιο έργο, παίρνουν από τους υπηκόους την αμοιβή, που συμφωνήθηκε, και επιστρέφου στον τόπο τους ως κάποιοι ξένοι και άγνωστοι, χωρίς ούτε τον βασιλιά να δουν, ούτε να γνωρίσουν την οποιαδήποτε φιλία προς αυτόν˙ αλλά οι στρατηγοί και οι άρχοντες είναι όλοι γνωστοί και δούλοι, κάποιοι μάλιστα είναι και φίλοι του βασιλιά, και δια μέσου αυτών γίνεται φίλος ο στρατός που είναι στην εξουσία του καθενός απ’ αυτούς. Έτσι λοιπόν υπόθεσε και για τον επουράνιο βασιλιά και για εκείνους που δουλεύουν σ’ αυτόν. Διότι όλοι είμαστε δούλοι του, επειδή και δημιουργηθήκαμε και παραχθήκαμε κάποτε απ’ αυτόν˙ οι πιστοί και οι άπιστοι, οι δούλοι και οι ελεύθεροι, οι πλούσιοι και οι φτωχοί˙ οι ιερείς, οι αρχιερείς, οι βασιλείς συγχρόνως και οι άρχοντες. Αλλά εκείνοι βέβαια, που με ευγνωμοσύνη και με όλη τους τη δύναμη τηρούν τις εντολές του και δείχνουν μ’ αυτές σταθερή την πίστη τους σ’ αυτόν, αποκαλούνται αγαθοί και ονομάζονται πιστοί,17 εκείνοι όμως, που θέλουν να δουλεύουν σ’ αυτόν με αμέλεια και ραθυμία,
αποκαλούνται πονηροί και οκνηροί18˙ εκείνοι μάλιστα που και κάνουν ή λένε τα αντίθετα από τα προστάγματα του επουράνιου βασιλιά είναι εχθροί και αντίπαλοι, αν και είναι αδύναμοι και δεν μπορούν να κάνουν τίποτε εντελώς εναντίον του.

Υποσημειώσεις.

1. Α’ Κορ. 7, 32-33
2. Πρβ. Γαλ. 2,16
3. Πρβ. Ρωμ. 14, 18. Κολ. 3,24
4. Λουκ. 18, 13
5. Λουκ. 7, 37-38
6. Ματθ. 26,75
7. Λουκ. 15,30
8. Ματθ. 5,7
9. Ματθ. 25, 15-30
10. Λουκ. 11,23
11. Ιακ. 4,17
12. Ιερ. 31,10
13. Εφ. 4, 13
14. Πρβ. Εφ. 6,13-17
15. Πρβ. Α’ Βασ’. 17,36
16. Λινοξόοι˙ αυτοί που κατεργάζονται το λινάρι.
17. Πρβ. Ματθ. 25, 21 και 23
18. Πρβ. Ματθ. 25,26

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.