Μεγάλη συμφορά βρήκε την κλεφτουριά κείνο το χειμώνα του 1806, στα βουνά της Καλαμπάκας. Ο Μουχτάρ πασάς με δέκα πέντε χιλιάδες Αρβανίτες κύκλωσε τους 650 κλέφτες του Θοδωράκη Βλαχάβα, αδερφού του παπά Θύμιου και τους πετσόκοψε. Πολύ λίγοι γλίτωσαν. Και ύστερα χύθηκε το αρβανιτολόι μέσα στην Καλαμπάκα και πήρε τα στενά καλντερίμια των μαχαλάδων. Με τις ορμήνειες του προδότη Ντεληγιάννη, άρχισαν οι σφαγές των ανυπεράσπιστων ραγιάδων και το κούρσος των σπιτιών τους. Θρήνος και οδυρμός παντού. Βόγγηξε ο ραγιάς, η ψυχή του τρεμούλιαζε, σα λαβωμένο πουλί στη χούφτα του κυνηγού.
Όσο θα ήταν κλέφτες στην περιοχή, το κακό δεν θα σταματήσει, ήταν το σχέδιο του Μουχτάρ. Αυτό λύγισε τον λεοντόκαρδο καπετάν Βλαχάβα. Για να σταματήσει η αιματοχυσία και να φύγει ο Μουχτάρ από ‘κεί, ο παπα Θύμιος Βλαχάβας εγκαταλείπει με πίκρα την αγαπημένη του Θεσσαλία. Τράβηξε για τη Σκόπελο, να ενωθεί με τον Νικοτσάρα. Αρμάτωσε εκεί καράβια που τούδωσαν οι καπεταναίοι των νησιών και με πάθος ενεργούσε στις παραλίες αποβάσεις τολμηρότατες και κατέστρεφε τον εχθρό!
Τα κατορθώματα του παπα Βλαχάβα μέρα με τη μέρα αυξάνονταν, και οι φίλοι και οπαδοί του πλήθαιναν. Αυτό ανησύχησε την πύλη. «Τούτων ένεκα -γράφει ο Σάθας- η Πύλη αναγκάστηκε να συνεργαστεί με την Εκκλησία, να περιποιηθεί ιδιαίτερα τον Βλαχάβα και με κάθε τρόπον να τον επαναφέρει εις την προηγούμε-νην υποταγήν. Όθεν σουλτανικό φιρμάνι που χορηγούσε αμνηστείαν εις τον παπα-Θύμιον και εις όλους τους συντρόφους του, δημοσιεύτηκε με επισημότητα εις την Θεσσαλίαν και εις την Σκόπελον και ο Αλής διατάχθηκε να σταματήσει τον διωγμόν του. Και ο πατριάρχης πρόσθετε στανικώς στο φιρμάνι της Πύλης, λόγια παραινετικά, και «λύον αυτόν από πάσης προηγουμένης αμαρτίας, εξορκίζει προς εγκατάλειψιν σταδίου μώμον μέγιστον προστρίβοντος εις αυτόν, και ως χριστιανόν, και ως ιερέαν του Υψίστου».
Ύστερα από αυτές τις προτροπές, ο παπα-Βλαχάβας διαλύει τον στολίσκο του, σταματάει τις καταδρομές και αφήνει τους συντρόφους του να πάνε στα σπίτια τους. Ο Αλής φάνηκε πως ημέρεψε. Δεν ενοχλούσε κανέναν στη Θεσσαλία. Έτσι κύλησε ειρηνικά ο καιρός, ώσπου μπήκε ο χειμώνας του 1808 με τις βροχάδες και τα κρύα του. Και ξαφνικά, ο Αλή πασάς αγρίεψε. Στέλνει γραφές σ’ όλους τους αρματολούς να του παραδώσουν το Βλαχάβα. Ειδ’ άλλως, μαύρο φίδι κολοβό θα τους έτρωγε.
Τέτοια ατιμία δεν την περίμεναν οι αρματολοί. Τη μπέσα οι Αρβανίτες ποτέ δεν την είχαν πατήσει. Δεν πτοήθηκαν όμως. Παράγγειλαν στον Αλή πως αν θέλει να πιάσει το Βλαχάβα, ας ξεκινήσει με τ’ ασκέρι του.
Είδε ο Αλής την απροθυμία των αρματολών να τον βοηθήσουν, αλλά δεν απελπίζεται. Βάζει μπροστά το δόλο και την απάτη, τα δυο παντοδύναμα όπλα του. Ήξερε πως ο Βλαχάβας συναγροικιόταν με τους κλεφταρματολούς Λαζαίους. Και μια μέρα τους πιάνει την αλληλογραφία. Βάνει το γραμματικό του και γράφει γραφή στον Βλαχάβα, τάχα από μέρους των Λαζαίων.
Του έγραφε:
«Αδελφέ Παπαθύμιο Βλαχάβα,
Σε προσκυνούμεν και σου δίνομεν την είδησιν, ότι το θηρίο το ανήμερον, ο Αλής έλαβε βουλή κι απόφασιν να σε χαλάσει. Γνωρίζομεν αφευκτως το πράγμα από εδικούς μας του σαραγιού. Όθεν, φυλάξου όπως ημπορείς και αύριον κινάς δια Κατερίνην μυστικώς, οπού σε καρτερούμεν και βλέπομεν αντάμα πώς θα πολεμήσωμεν την δελυράν επιβουλήν του τυράννου. Έλα το δίχως άλλο. Σε φιλούμεν αδελφικώς, ΟΙ ΛΑΖΑΙΟΙ»
Την άλλη κιόλας μέρα ξεκινά ο Βλαχάβας για την Κατερίνη, με πέντε μπιστεμένα παλικάρια. Χειμώνας βαρύς, κρύο και τα βουνά πνίγονταν στο χιόνι. Τα μονοπάτια που τα ήξερε καλά, είχαν χαθεί κάτω απ’ τ’ άσπρα σάβανα και η πορεία μέσα στις σάρες και τους γκρεμνούς ήταν μαρτύριο.
Δέκα μερόνυχτα περπάτημα χρειάστηκε να φτάσουν στην Κατερίνη. Περπά¬τησαν προφυλαχτικά και σαν έπεσε η νύχτα, προχώρησαν για τα γιατάκια των Λαζαίων, έξω απ’ την πολιτεία. Η βροχή έπεφτε με το τουλούμι.
Με χίλιες προφυλάξεις χτυπούν την πόρτα.
-Ποιος είναι; ακούστηκε μια φωνή από μέσα.
-Φίλοι, ο Βλαχάβας, απαντά ο ίδιος ο Βλαχάβας.
Η πόρτα ανοίγει και ο Βλαχάβας μπαίνει με τη συντροφιά του και προχωρεί. Μισοσκόταδο. Μόνο στο βάθος αχνόφεγγε ένα κρεμασμένο φαναράκι.
-Πού είσαστε μωρέ Λαζαίοι; ρωτά ο Βλαχάβας.
-Μη βιάζεσαι καπετάν Θύμιο και θα τους δεις, τ’ αποκρίνεται μια φωνή.
Κι αμέσως πέντε-δέκα φαναράκια ανάβουν, και γύρω στο Βλαχάβα και τους συντρόφους του, στέκονταν καμιά τριανταριά Αρβανίτες με τα όπλα γυρισμένα πάνω τους.
-Σκυλιά! φώναξε άγρια ο Βλαχάβας, καταλαβαίνοντας αμέσως τη χωσιά που του είχαν στήσει. Δεν πρόφτασε να πει τίποτε άλλο. Όλοι οι Αρβανίτες πέσαν πάνω τους. Τους ξαρματώνουν, τους αλυσοδένουν. τους φέρνουν στα Γιάννενα και τους ρίχνουν στα μπουντρούμια.
Πέρασαν λίγες μέρες, κι ένα πρωινό οδήγησαν το Βλαχάβα στην αυλή του σεραγιού. Περήφανος και στητός πέρασε ο γερο-αρματολός, με συνοδεία Αρβανίτες τσοχανταραίους τους δρόμους της πόλης. «Οι ραγιάδες -γράφει ο Τάσος Βουρνάς- με βουρκωμένη την ψυχή, αμίλητοι και πνίγοντας τα δάκρυα τους στάθηκαν και κοιτούσαν τον θεριόψυχο αρματολό, καθώς περνούσε με το κεφάλι ψηλά, βαδίζοντας κατά το σαράι. Τα μαλλιά του χύνονταν λευκός αφρισμένος καταρράχτης στη ράχη του και τα γένια του κατέβαιναν στο στήθος του διχαλωτά, σαν των αγίων στο τέμπλο της εκκλησίας. Τα μάτια του, ήμερα και άτρομα, αναζητούσαν τα μάτια των ραγιάδων, για να τους εγκαρδιώσει και στα χείλη του πλανιόταν ένα υπερκόσμιο χαμόγελο. Έμοιαζε σαν προφήτης μιας καινούργιας «θεότητας», που ρίζωσε αιματοποτισμένη κι ανθούσε στα ιερά χώματα των Ελλήνων: «της λευτεριάς».
Μαζεύτηκε κόσμος πολύς, βγήκε και ο Αλής στο χαγιάτι, έχοντας στο πλάι του τον Γάλλο πρεσβευτή και ιστορικό Πουκεβίλ. Ο Αλής έγνεψε να λύσουν το Βλαχάβα απ’ το παλούκι που τον είχαν δεμένο και ν’ αρχίσει το μαρτύριο.
Ήρθαν οι γύφτοι με τις βαριές και άρχισαν να του σπάνε τα κόκκαλα. Έναν πνιχτό αχό άφηναν τα θεόρατα σιδερένια σφυριά, πέφτοντας πάνω στη βασανισμένη σάρκα του ήρωα. Και απ’ το στόμα του ούτε άχνα δεν έβγαινε. Ζωντανόν ακόμα, τον έλυσαν και τον έσερναν σβαρνώντας μέσα στην πόλη. Ύστερα έσκισαν το κουφάρι του στα τέσσερα και τα κρέμασαν σε τέσσερα κεντρικά σημεία της πόλης, για να τα βλέπουν οι ραγιάδες και να φοβούνται.
Ο αυτόπτης μάρτυρας Πουκεβίλ, νά με ποιον τρόπο ανιστορά τις τελευταίες ώρες του ήρωα Βλαχάβα:
«Προσδεδεμένον επί πασσάλου εν τη αυλή του σεραγίου, επανείδον τον Ευθύμιον Βλαχάβαν, τον οποίον άλλοτε συνήντησα μετά των στρατιωτών του εν τη Πίνδω. Αι ακτίνες του φλογερού ηλίου προσέβαλαν την αγέρωχον εκείνην κεφαλήν, ήτις τον θάνατον κατεφρόνει, και άφθονος ιδρώς έρρεεν εκ της πυκνής αυτού γενειάδος. Εγνώριζε την τύχην του, και μάλλον ατάραχος, μελετώντας την σφαγήν του τυράννου, ύψωσε προς εμέ τους πλήρεις γαλήνης οφθαλμούς του, ως να με ελάμβανε μάρτυρα του κατά την εσχάτην εκείνην ώραν θριάμβου του. Μετά της γαλήνης του δικαίου, είδε την τόσον τρομεράν δια του κακούργου ώραν εκείνην εγγίζουσαν, ησθάνθη άνευ τρόμου και παραπόνου, τα κτυπήματα των δημίων. Τα δε μέλη αυτού, συρθέντα δια μέσου των οδών των Ιωαννίνων, έδειξαν εις τους εντρόμους Έλληνας τα λείψανα του τελευταίου των αρχηγών της Θεσσαλίας».
Αθάνατη θα μείνεις πολυβασανισμένη ρωμιοσύνη με τέτοιους ήρωες!
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Ήταν τότε που η λαχτάρα για λευτεριά φούντωνε στις καρδιές των ραγιάδων και μια επαναστατική έξαψη ξαπλωνόταν σ’ όλες τις γωνιές της Ελλά¬δας. Και αυτό ανησυχούσε τον Αλή πασά. Κι έγινε πιο σκληρός για να τρομοκρατηθούν οι Χάίνηδες και να μη σηκώσουν κεφάλι.
Οι άνθρωποι του Αλή κατηγόρησαν το μοναχό Δημήτριο πως συνεργάζο¬νταν με τον Ευθύμιο Παπά-Βλαχάβα. Και μαζί τους έπιασαν και αλυσσοδεμένους τους έφεραν στα Γιάννενα. Και μετά το μαρτυρικό θάνατο του Βλαχάβα, ήρθε η σειρά του Δημητρίου. Τον φέρνουν μπροστά στον Αλή και ακολουθεί ο εξής διάλογος, που μας τον διέσωσε ο Πουκεβίλ, που, όπως γράφει ο ίδιος, «αξίζει να γίνει γνωστός σ’ ολόκληρη τη χριστιανωσύνη, ως μνημείο που ανήκει πια στο μαρτυρολόγιο της εκκλησίας».
ΑΛΗΣ: «Έλεγες πως θα ‘ρθει η βασιλεία του Χριστού. Αυτό τι θα πει; Ότι θα πέσει ο θρόνος του σουλτάνου μας;»
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Ο Θεός βασιλεύει στην αιωνιότητα. Σέβομαι τους αυθέντες που μου έδωσε».
ΑΛΗΣ: «Τί έχεις στον κόρφο σου;»
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Την εικόνα της Παναγίας»
ΑΛΗΣ: «Να την ιδώ».
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Αυτό είναι ιεροσυλία. Ας μου λύσουν το ένα χέρι για να σου τη δείξω».
ΑΛΗΣ: «Έτσι παρασύρεις τον κόσμο. Είμαστε ιερόσυλοι, ε; Αυτά σ’ ‘εβαλαν να λες οι δεσποτάδες, που κάλεσαν τους Ρώσους, για να μας υποδουλώσουν. Μίλα, ποιοι άλλοι ήταν μαζί σου;».
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Κανείς, μόνο η συνείδηση του χρέους μου με παρακίνησε να παρηγορήσω τους χριστιανούς και να τους πείσω να σέβονται τους νόμους σου».
Ο Αλής άναψε από θυμό. Δεν κρατήθηκε άλλο και φώναξε τους δήμιους ν’ αρχίσουν τα βασανιστήρια. Έφτυσε τον Δημήτριο κατά πρόσωπο και έφυγε. Και οι μπόγηδες άρχισαν το έργο τους:
Έμπηξαν στα νύχια των χεριών και των ποδιών του Δημήτριου καλάμια. Και ενώ εκείνοι του τρυπούσαν τα χέρια, ο Δημήτριος προσευχόταν:
-Κύριε, ελέησον τον δούλον σου! Δέσποινα των ουρανών, πρέσβευε υπέρ ημών! έλεγε και ξανάλεγε.
Ύστερα, οι δήμιοι του πέρασαν γύρω απ’ το κεφάλι του, μια σιδερένια αλυσίδα με γάντζους. Την έσφιγγαν και τον προκαλούσαν να ονομάσει τους συντρόφους του. Ο Δημήτριος δεν τους απαντούσε και κείνοι τον πέταξαν σ’ ένα σκοτεινό μπουντρούμι, για να συνεχίσουν το μακάβριο έργο τους την άλλη μέρα.
Ο Επ. Φαρμακίδης γράφει πως την πρώτη μέρα τον βασάνισαν και με τον εξής τρόπο:
«…έφερον τάσι πυρωμένον πολύ, το εφόρουν ωσάν σκούφια εις την κεφαλήν του και τύλιγαν μ’ ένα σχοινί ολόγυρα την κεφαλήν του και το έστρεφαν μ’ ένα ξύλον, ωσάν εργάτη και έσφιγγαν τόσο την κεφαλήν του, όσον έβγαιναν οι βολβοί των ομμάτων του έξώ από τον τόπον τους».
Την άλλη μέρα συνέχισαν το έργο τους πιο επίσημα. Κάλεσαν με ντελάλη¬δες να παραβρεθεί και όλος ο λαός των Γιαννίνων. Και ποιος μπορούσε ν’ αρνηθεί. Θα ξεσπούσε πάνω του η οργή του Αλή. Ο ίδιος ο Αλής δεν παρευρέθηκε. Και να πως περιγράφει ο Κ. Σάθας το μαρτύριο και το τέλος του Ιερομόναχου και μάρτυρα Δημήτριου:
«Ο μάρτυρας κρεμάστηκε όπως ο άγιος Παύλος, κατωκέφαλα, επί πυρός βραδέως καταβιβρώσκοντος το δέρμα του κρανίου. Φοβούμενοι όμως μη ταχέως εκπνεύση, αποσύρουσιν αυτόν του πυρός και θέντες αυτόν υπό σανίδα, αναβαίνουσιν επ’ αυτής και χορεύουσιν, ίνα συντρίψωσι τα οστά αυτού. Αλλά μήτε αι ακίδες, μήτε το πυρ, μήτε ο σχοινισμός, μήτε η οστεοθλασία, ηδυνήθησαν να νικήσωσι τον μάρτυρα, όστις επί τέλους εκτίσθη εντός τοίχου, με την κεφαλήν μόνον ελευθέραν και προς παράτασιν της οδύνης ετρέφετο. Εξέπνευσε την δεκάτην της αγωνίας ημέραν, το όνομα του Παντοδύναμου μετά κατανύξεως επικαλούμενος».
Και ποιος δεν θαύμασε τον ηρωισμό και την ψυχική αντοχή του μάρτυρα. Όλοι τον θεώρησαν και τον θεωρούν άγιο και σταυροκοπιούνται στ’ όνομα του.
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993”.