Και εναντίον εκείνων που επιχειρούν να θεολογούν χωρίς Πνεύμα.
Εκείνος που έχει λάβει από τον ουρανό το χάρισμα να περιφέρει διαρκώς με το στόμα του την αίνεση του Θεού,1 εκείνος που ανοίγει το στόμα του και εισπνέει πνοή ζωής,2 φροντίζει όλη την ώρα να το κάνει αυτό ευρυχωρότερο, για να δέχεται αφθονότερα το λόγο της ζωής, που είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό,3 για τον οποίο έχει ειπωθεί: «Πλάτυνε το στόμα σου και θα το γεμίσω».4 Λοιπόν και εκείνος που αξιώθηκε από τον Θεό να γίνει τέτοιος μπορεί να έχει διαρκώς μέσα στην ψυχή του εντυπωμένη μόνιμα και σφραγισμένη κατά κάποιο τρόπο στο ηγεμονικό της ψυχής5 τη σκέψη για τον Θεό, αλλά και σύμφωνα με την αποστολική διδασκαλία να χαίρεται πάντοτε, να προσεύχεται αδιάκοπα, να ευχαριστεί για όλα,6 να κάνει όλα για τη δόξα του Θεού, και αν ακόμη τρώει και αν ακόμη πίνει,7 με το να τρέφεται δηλαδή διαρκώς και να παίρνει δύναμη από τον άρτο της ζωής. Η καρδιά ενός τέτοιου ανθρώπου, όταν αυτός κοιμάται, είναι ξυπνητή,8 και όταν είναι ξυπνητός, δεν χωρίζεται ποτέ με κανένα τρόπο από τον Θεό. Και φανερώνοντας αυτό ο απόστολος, λέει: «Εκείνος που ενώνεται με τη γυναίκα γίνεται μ’ αυτή ένα σώμα, και εκείνος που ενώνεται με τον Κύριο γίνεται μ’ αυτόν ένα πνεύμα»9˙ διότι «ο Θεός είναι πνεύμα, και εκείνοι που λατρεύουν τον Θεό πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικά και αληθινά».10 Γι’ αυτό λοιπόν και εκείνος που συνδέθηκε πνευματικά με τον Θεό έτσι, ώστε να γίνει μαζί του ένα πνεύμα, δεν μπορεί να αμαρτάνει˙ διότι η θεολογική φωνή11 λέει: «Γι’ αυτό φανερώθηκε ο Υιός του Θεού, για να σηκώσει τις αμαρτίες μας και σ’ αυτόν δεν υπάρχει αμαρτία. Καθένας που μένει σ’ αυτόν δεν αμαρτάνει. Καθένας που αμαρτάνει δεν τον έχει δει, ούτε τον έχει γνωρίσει».12 Και ακόμη λέει: «Καθένας που έχει γεννηθεί από τον Θεό δεν κάνει αμαρτία, διότι το σπέρμα του Θεού μένει μέσα του, και γι’ αυτό δεν μπορεί να αμαρτάνει, διότι έχει γεννηθεί από τον Θεό».13
Αν λοιπόν καθένας που αμαρτάνει δεν έχει δει τον Θεό, ούτε τον έχει γνωρίσει, εκείνος μάλιστα που έχει γεννηθεί από τον Θεό και δεν κάνει αμαρτία, με το να έχει γίνει τέκνο του, τότε μου έρχεται να απορώ με τους πολλούς, οι οποίοι, πριν να γεννηθούν από τον Θεό και πριν να γίνουν τέκνα του, δεν τρέμουν να θεολογούν και να μιλούν για τον Θεό. Γι’ αυτό λοιπόν και όταν ακούω κάποιους απ’ αυτούς να φιλοσοφούν για τα θεία και απλησίαστα πράγματα, και να θεολογούν, χωρίς να έχουν καθαρθεί, και να ερμηνεύουν αυτά που αναφέρονται στον Θεό και σχετίζονται μ’ αυτόν, χωρίς να έχουν το Πνεύμα, που χορηγεί στον άνθρωπο την κατανόηση, ο νους μου τρέμει και χάνω τα λογικά μου, όταν δηλαδή στοχάζομαι και σκέφτομαι ότι η Θεότητα είναι ακατανόητη από όλους˙ και πώς, ενώ δεν γνωρίζουμε αυτά που είναι μπροστά στα πόδια μας, ούτε και τους ίδιους τους εαυτούς μας, είμαστε πρόθυμοι να φιλοσοφούμε με αφοβία Θεού και θρασύτητα για τα απλησίαστα, και μάλιστα ενώ στερούμαστε από το Πνεύμα, που φωτίζει ή και αποκαλύπτει αυτά, και αμαρτάνουμε και μόνο που λέμε κάτι για τον Θεό. Αν μάλιστα είναι δύσκολο και μόνο να γνωρίσει κάποιος τον εαυτό του, και αν λίγοι καταγίνονται πλήρως στη μελέτη του εαυτού τους, στον καιρό αυτό μάλιστα και στη γενεά αυτή δεν καταγίνονται σχεδόν ούτε λίγοι, εφόσον από τον βίαιο και αντίθετο άνεμο της αμέλειας, που μας κυρίευσε, και των δυσκολιών της ζωής, έσβησε ο έρωτας της φιλοσοφίας, επειδή αυτά, που δεν είναι διόλου άξια, και δεν υπάρχουν πια ή και είναι εντελώς ανύπαρκτα, και μεταβάλλονται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο και δεν έχουν σημείο στάσης, τα ανταλλάσσουμε με τα αιώνια, είναι πολύ πιο δύσκολο να γνωρίσει κάποιος τον Θεό, και είναι επιπλέον εντελώς παράλογο και ανόητο πράγμα να εξερευνά και τη φύση του Θεού και την ουσία. Αλλά γιατί, άνθρωποι, αφήνετε και δεν διευθετείτε τα δικά σας, αλλά εξερευνάτε αυτά που αναφέρονται στον Θεό και στα θεία; Πρέπει σωστά να μεταβούμε εμείς από το θάνατο στη ζωή,14 και στη συνέχεια να δεχθούμε μέσα μας από τον ουρανό το σπέρμα του ζωντανού Θεού και να γεννηθούμε απ’ αυτόν έτσι, ώστε να γίνουμε τέκνα του και να εισπνεύσουμε βαθιά μέσα μας το Πνεύμα15˙ και έτσι, καθώς θα φωτιζόμαστε, να μιλούμε γι’ αυτά που αναφέρονται στον Θεό, όσο αυτό ει΄ναι δυνατό και όσο φωτιζόμαστε από τον Θεό.
Προς το παρόν όμως, εσύ, που επιθυμείς ακόμη και έτσι να θεολογείς, πίστευε σε ένα Θεό, σ’ αυτόν δηλαδή που ούτε έχει γίνει από κάποιον άλλον δημιουργό (διότι δεν υπήρχε πριν απ’ αυτόν κάτι άλλο προγενέστερο, ούτε έχει γίνει), ούτε ο ίδιος δημιούργησε τον εαυτό του, όπως υπέθεσαν κάποιοι από τους πολύ ανόητους (διότι είναι αδύνατο να γίνει από μόνο του αυτό που δεν υπάρχει), σ’ αυτόν που πάντοτε υπάρχει και υπήρχε από πριν και θα υπάρχει αιώνια με τρεις υποστάσεις. Διότι δεν θα μπορούσε να πει κάποιος ανυπόστατο τον ενυπόστατο και τρισυπόστατο ένα Θεό, αν παραδέχεται ορθά την αλήθεια, αλλά προσκυνά τη μία Θεότητα σε τρία ομοούσια πρόσωπα, αν διδάσκεται απ’ αυτά, που αναφέρονται στον ίδιο, εκείνα που ξεπερνούν τη δυνατότητά του. Διότι, αν ο άνθρωπος δεν αναμίξει και δεν αμαυρώσει με τα πάθη το «κατ’ εικόνα», πρώτα γνωρίζει με επίγνωση τον εαυτό του, ότι δηλαδή έχει λάβει από τον Δημιουργό του ψυχή ζωντανή και ενυπόστατη˙ αυτή μάλιστα η ψυχή είναι τριμερής,16 έχοντας νου και λόγο,17 που είναι τα συνακόλουθά της, και έτσι απ’ αυτά που αναφέρονται στον ίδιο κατανοεί με σοφότατο και λαμπρότατο νου αυτά που αναφέρονται στον Θεό. Διότι κινείται στο να κατανοεί από το Πνεύμα που τον κινεί από τον ουρανό, ότι δηλαδή ο Θεός και Πατέρας, που οδήγησε με τον Λόγο του τα πάντα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, και συγκρατεί και κυβερνά αυτά με τη δύναμη του Πνεύματός του, γεννά άχρονα και αιώνια τον ομοούσιο Υιό, χωρίς να χωρίζεται διόλου απ’ αυτόν, με τον οποίο συγχρόνως εκπορεύεται από τον ομοούσιο Πατέρα και το θείο Πνεύμα, που είναι ομοούσιο με τον Υιό. Έτσι μάλιστα ο άνθρωπος, με το να σκέφτεται ορθά για τον Θεό και να ομολογεί συγχρόνως τον Θεό, αποδεικνύει ότι ο εαυτός του δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Δημιουργού, καθώς περιφέρει ψυχή λογική και νοερή και αθάνατη, που δημιουργήθηκε με νου και με λόγο, με τα ομοούσια δηλαδή και ενυπόστατα στοιχεία της˙ αλλιώς, κατηγορεί τον εαυτό του ότι είναι οπωσδήποτε χωρίς νου και χωρίς λόγο. Διότι από πού αλλού και από ποιά άραγε γνωρίσματα θα είναι κατ’ εικόνα του Δημιουργού, αν αυτός στερηθεί από τα θεία χαρακτηριστικά; Αν όμως κάποιος, από τη μία, τα βεβαιώνει αυτά για τον εαυτό του και τα αποδίδει σωστά στον εαυτό του, από την άλλη, χωρίς να σκέφτεται, αποστερεί, όσο εξαρτάται από αυτόν, τον Δημιουργό του και Θεό απ’ αυτά που έχουμε αναφέρει, τότε ένας τέτοιος δεν διαφέρει διόλου από τους ειδωλολάτρες˙ διότι διστάζω να πω ότι δεν διαφέρει από τα ζώα ή από τα ερπετά και τα θηρία.
Εγώ λοιπόν πιστεύω ότι, όπως η ψυχή δεν έγινε και δεν υπήρχε πριν από το νου ή ο νους πριν από το λόγο, που γεννάται από το νου, αλλά αυτά έχουν συγχρόνως την ύπαρξή τους από τον Θεό, ενώ ο νους γεννά το λόγο και εξωτερικεύει τη βούληση της ψυχής, έτσι ούτε ο Πατέρα και Θεός υπήρχε ή πριν από τον Υιό ή πριν από το Πνεύμα, αλλά, όπως ο νους υπάρχει μέσα στην ψυχή και έχει μέσα του το λόγο, κατά τον ίδιο τρόπο ο Θεός και Πατέρας υπάρχει μέσα σε ολόκληρο το Άγιο Πνεύμα και έχει μέσα του γεννημένο ολόκληρο τον Θεό Λόγο˙ και όπως είναι αδύνατο να υπάρχει ο λόγος και νους χωρίς την ψυχή, κατά τον ίδιο τρόπο είναι αδύνατο να λέγεται ότι υπάρχει ο Υιός με τον Πατέρα χωρίς το Άγιο Πνεύμα. Διότι πώς είναι δυνατό ποτέ να υπάρχει ο ζωντανός Θεός χωρίς τη ζωή; Διότι το Άγιο Πνεύμα είναι ζωή και ζωοποιό.18 Γι’ αυτό λοιπόν να ομολογείς ότι ο Πατέρας γεννά, χωρίς να προϋπάρχει, ότι ο Υιός δεν γεννήθηκε και δεν έγινε ύστερα, ότι το Άγιο Πνεύμα είναι βέβαια εκπορευτό, αλλά ότι είναι συναιώνιο και ομοούσιο με τον ίδιο τον Πατέρα μαζί με τον Υιό˙ να προσκυνάς δηλαδή ολόκληρο το Άγιο Πνεύμα μέσα σε ολόκληρο και σε μόνο τον συνάναρχο Πατέρα, και ολόκληρο τον Πατέρα μέσα σε ολόκληρο και σε μόνο τον συναιώνιο Υιό, και ολόκληρο τον Υιό μέσα σε ολόκληρο και σε μόνο τον Πατέρα και το Πνεύμα, τη μία δηλαδή τρισυπόστατη και συναιώνια και ομοούσια, αδιαίρετη και ασύγχυτη ουσία και φύση, ως μία πρωταρχική αιτία των όλων και ένα Θεό, τον δημιουργό του παντός, επειδή και σε ολόκληρο το νου που υπάρχει μέσα σου – για να μη λησμονήσεις την εικόνα που αξιώθηκες να λάβεις απ’ αυτόν, με το να διδάσκεσαι δηλαδή από τα δικά σου εκείνα που βρίσκονται επάνω από σένα -, υπάρχει ολόκληρος ο λόγος και το πνεύμα, υπάρχει δηλαδή σ’ αυτά τα δύο, με τρόπο αδιαίρετο και ασύγχυτο, η ψυχή. Αυτό δηλαδή είναι η εικόνα και αυτό λάβαμε σαν πλούτο εξ αρχής, το να δημιουργηθούμε όμοιοι με τον Θεό Πατέρα, και να έχουμε την εικόνα αυτού που μας γέννησε και μας δημιούργησε˙ έτσι και όταν υποκλινόμαστε σε έναν άνθρωπο, προσφέρουμε σ’ αυτόν μία την τιμή, επειδή έχει νου και είναι με ψυχή και με λόγο, χωρίς να διαιρούμε ή να προτιμούμε ένα από αυτά τα τρία, αλλά προσφέρουμε μία την τιμή, επειδή έχει στον εαυτό του τα τρία αυτά αδιαίρετα και ασύγχυτα˙ και δεν υποκλινόμαστε σ’ αυτόν και δεν τον τιμούμε σαν να είναι τρία, αλλά σαν έναν άνθρωπο, χάρη στην κοινή εικόνα του Δημιουργού.
Υποσημειώσεις.
1. Πρβ. Ψαλ. 33, 2
2. Πρβ. Ψαλ. 118, 131
3. Ιω. 6, 50
4. Ψαλ. 80, 11
5. Ηγεμονικό της ψυχής˙ το λογιστικό.
6. Πρβ. Α’ Θεσ’. 5, 16-18
7. Πρβ. Α’ Κορ. 10, 31
8. Πρβ. Άσμα ασμάτων 5, 2
9. Α’ Κορ. 6, 16-17
10. Ιω. 4, 24
11. Θεολογική φωνή˙ ο λόγος του ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου.
12. Α’ Ιω. 3, 5-6
13. Α’ Ιω. 3, 9
14. Πρβ. Ιω. 5, 24
15. Πρβ. Ψαλ. 118, 131. 50, 12
16. Κατά τον άγιο Συμεών ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα του Θεού, επειδή η ψυχή του είναι τριμερής (ψυχή +νους + λόγος), εικονίζοντας την Αγία Τριάδα.
17. Λόγος˙ δίσημη λέξη, που σημαίνει το λογικό μας, αλλά και το λόγο, τον ενδιάθετο και τον προφορικό.
18. Πρβ. Ιω. 6, 63
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.