Το περίεργο τέλος του Αρείου – Κωνσταντίνου Καραστάθη.

Ο (Μέγας) Κων/νος – κατά πληροφορία του Σωζομενού – ανακάλεσε από την εξορία τον Άρειο, ύστερα από έγγραφη ομολογία του αιρεσιάρχη ότι μένει πιστός στα δόγματα της Α’ Οικουμενικής συνόδου, αλλά και τις συντονισμένες παρεμβάσεις των Αρειανών φίλων του, της Κωνσταντίας, αδελφής του αυτοκράτορα και χήρας του Λικίνιου, του επισκόπου Νικομηδείας Ευσεβίου, συγγενούς του αυτοκράτορα, και του πρεσβυτέρου Ευτοκίου. Ο Άρειος ξαναγύρισε στην Αλεξάνδρεια, αλλά δεν ησύχασε για πολύ. Άρχισε και πάλι τις αιρετικές διδασκαλίες του, ταράζοντας ξανά την εκκλησία της Αλεξάνδρειας.
Η νέα αυτή εκκλησιαστική αναταραχή έγινε γνωστή στον αυτοκράτορα και εκείνος ύστερα από συστάσεις και διάφορες άλλες ενέργειες που δεν τελεσφόρησαν, αναγκάστηκε να τον καλέσει στην Κων/πολη (336 μ. Χ.). Ο αιρεσιάρχης μετέβη στην Κων/πολη, όπου οι προσκείμενοι στην αίρεσή του και μεγάλοι προστάτες του βιάζονταν να τον αποκαταστήσουν και να τον οδηγήσουν στην Εκκλησία.
Από επιστολή του Μεγάλου Αθανασίου προς το Σεραπίωνα έχουμε τις παρακάτω σχετικές πληροφορίες:
Ο Άρειος κλήθηκε από τον Κων/νο να παρουσιαστεί μπροστά του. Καθώς εκείνος εισήλθε στο ανάκτορο, ο αυτοκράτορας τον ανέκρινε εάν έχει την πίστη της καθολικής εκκλησίας και αυτός ορκίστηκε ότι έχει την ορθή πίστη και επέδωσε και έγγραφο (ομολογίας) της πίστεώς του, αποκρύπτοντας τους λόγους για τους οποίους εκδιώχθηκε από τον επίσκοπο Αλέξανδρο, υποκριτικά χρησιμοποιώντας λόγους των Γραφών. Ο Κων/νος, ακούοντάς τον ν’ αποκηρύσσει τις πλάνες του ενόρκως, του είπε: «Ει ορθή σου η πίστις εστί, καλώς ώμοσας, ει δε ασεβής εστίν η πίστις σου και ώμοσας, ο Θεός εκ του ουρανού κρίνει τα κατά σε».
Ο Άρειος εγκατέλειψε το παλάτι του αυτοκράτορα συνοδευόμενος από τους αλαλάζοντες πιστούς του Ευσεβίου Νικομηδείας, που είχαν αποθρασυνθεί από την επιτυχία τους. Όλοι αυτοί, με τη συνηθισμένη βιαιότητά τους κατευθύνθηκαν προς τον Ιερό ναό, άλλ’ ο επίσκοπος Κων/πόλεως Αλέξανδρος δεν επέτρεψε την είσοδο στον Άρειο, ισχυριζόμενος ότι ο ιδρυτής μιας αίρεσης δεν πρέπει να έχει την αναγνώριση της κοινωνίας. Οι πιστοί του Αρείου απειλούσαν και κομπορρημονούσαν ότι την επόμενα μέρα, Κυριακή, ο Άρειος θα βρισκόταν μαζί με τον επίσκοπο Αλέξανδρο στην εκκλησία και θα κοινωνούσε από το ίδιο Ποτήρι μ’ αυτόν.
Πολύ στενοχωρημένος για όσα άκουε ο Αλέξανδρος, πήγε στην εκκλησία και κλαίγοντας προσευχήθηκε στο Θεό να μην επιτρέψει την κοινωνία με τον αιρεσιάρχη. Μαζί του ήταν προσευχόμενος και ο επίσκοπος Μακάριος, ο οποίος και εξιστόρησε αργότερα τα πάντα στο Μέγα Αθανάσιο. Ο Αλέξανδρος παρακαλούσε το Θεό με δάκρυα να μην επιτρέψει την είσοδο του ασεβούς Αρείου στο ναό˙ να μη παραδώσει την κληρονομία Του στον αφανισμό και στην ντροπή˙ να μη μπει μαζί με αυτόν στην εκκλησία με δόξα και η αίρεση, και να νομισθεί και η ασέβεια ως ευσέβεια. Και ζήτησε από το Θεό, αν δεν σηκώσει τον Άρειο από εκεί, να πάρει αυτόν κοντά του.
Ο Άρειος, συνοδευόμενος πάντοτε από τους οπαδούς του, έκανε διάφορες ανόητες ομιλίες, όταν αναγκάστηκε ξαφνικά από την «κλήση της φύσης» (=από φυσική του ανάγκη) ν’ αποσυρθεί στον πλησιέστερο δημόσιο ειδικό χώρο. Άλλ’ εκεί είχε ένα φριχτό τέλος, το οποίο ο Αθανάσιος βρίσκει όμοιο με του Ιούδα του Ισκαριώτη, γι’ αυτό και το περιγράφει με το σχετικό χωρίο της αγίας Γραφής: «Κατά το γεγραμμένον, πρηνής γενόμενος, ελάκησε μέσος (=και αφού έπεσε πρηνής, διερράγη στο μέσο του σώματός του και εξεχύθησαν όλα τα σπλάχνα του) και πεσών ευθύς απέψυξεν, αμφοτέρων τε, της τε κοινωνίας και του ζην, ευθύς εστερήθη» (και πέφτοντας αμέσως πάγωσε και στερήθηκε και τα δυο και την αγία Κοινωνία και τη ζωή).
Το γεγονός του θανάτου του Αρείου αφηγείται ο Μ. Αθανάσιος και στην κατά των Αρειανών εγκύκλιο επιστολή του προς τους επισκόπους της Αιγύπτου και της Λιβύης με μικρές επουσιώδεις διαφοροποιήσεις. Παραθέτουμε αυτούσιο απόσπασμα της:
«Και γαρ και αυτός Άρειος ο της μεν αιρέσεως έξαρχος, Ευσεβίου δε κοινωνός, κληθείς εκ σπουδής τότε των περί Ευσέβιον παρά του μακαρίτου Κων/νου του Αυγούστου, και απαιτούμενος ειπείν εγγράφως την εαυτού πίστιν, έγραψεν ο δόλιος, κρύπτων μεν τας ιδίας της ασεβείας λέξεις, υποκρινόμενος δε και αυτός, ως ο διάβολος, τα των Γραφών ρήματα απλά, και ως εστί γεγραμμένα. Είτα λέγοντος του μακαρίτου Κων/νου˙ «Ει μηδέν έτερον έχεις παρά ταύτα εν τη διανοία μάρτυρα την αλήθειαν δος˙ αμύνεται γαρ επιορκήσαντά ο Κύριος˙» ώμοσεν ο άθλιος μήτε έχειν, μήτε άλλα παρά τα νυν γραφέντα καν ειρήσθαι πώ ποτέ παρ’ αυτού ή πεφρονήσθαι. Άλλ’ ευθύς εξελθών, ώσπερ δίκην δους, κατέπεσε, και πρηνής γενόμενος ελάκησε μέσος. Πάσι μεν ουν ανθρώποις κοινόν του βίου τέλος ο θάνατός εστί, και ου δει τινάς επεμβαίνειν, καν εχθρός ή ο τελευτήσας, αδήλου όντος μη έως εσπέρας και αυτούς τούτο καταλάβη˙ το δε τέλος Αρείου, επεί μη απλώς γέγονε, δια τούτο και διηγήματος άξιόν εστί. Των γαρ περί Ευσέβιον απειλούντων εισαγαγείν αυτόν εις την εκκλησίαν, ο μεν επίσκοπος της Κων/πόλεως Αλέξανδρος αντέλεγεν, ο δε Άρειος εθάρρει τη βία και ταις απειλαίς Ευσεβίου˙ Σάββατον γαρ ην, και προσεδόκα τη εξής συνάγεσθαι. Πολύς τοίνυν ην αγών, εκείνων μεν απειλούντων,Αλεξάνδρου δε ευχομένου˙ άλλ’ ο Κύριος κριτής γενόμενος εβράβευσε κατά των αδικούντων. Ούπω γαρ ο ήλιος έδυ και χρείας αυτόν ελκυσάσης εις τόπον, εκεί καπέπεσε, και αμφοτέρων της τε κοινωνίας και του (ζην ευθύς εστερήθη. Και ο μεν μακαρίτης Κων/νος ευθύς ακούσας εθαύμασεν, ιδών ελεγχθέντα τούτον επίορκον˙ πάσι δε γέγονε τότε φανερόν ότι των μεν περί Ευσέβιον ησθένησαν αι απειλαί, κι η ελπίς Αρείου ματαία γέγονεν. Εδείχθη δε πάλιν, ότι παρά του Σωτήρος ακοινώνητος γέγονεν η Αρειανή μανία και ώδε και εν τη πρωτοτόκων εν ουρανοίς Εκκλησία».
Αντλώντας από τις δύο αυτές πηγές του Αθανασίου αφηγούνται το γεγονός και άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς:
Ο Σωζομενός γράφει ότι «ο τρισευλογημένος Κων/νος έμεινε κατάπληκτος, όταν άκουσε γι’ αυτό το περιστατικό, και το θεώρησε ως απόδειξη της επιορκίας του Αρείου» και ότι «για μια μεγάλη περίοδο καθένας απέφευγε με φρίκη τον τόπο, όπου πέθανε ο Άρειος».
Ανάλογη μαρτυρία παρέχει και ο Γελάσιος στη (χαμένη σήμερα) εκκλησιαστική του ιστορία, απόσπασμα της οποίας διασώζει ο Φώτιος στη Μυριόβιβλό του: «Οι φίλοι του Αρείου, που είχαν προσβάσεις στο παλάτι, βιάζονταν να επαναφέρουν τον Άρειο στην εκκλησία, άλλ’ η θεία δίκη δεν του επέτρεψε να εξευτελίσει το ναό και το θυσιαστήριο, καταδικάζοντάς τον να τερματίσει το βίο του μέσα σε αποχωρητήρια, την ημέρα κατά την οποία ο ίδιος και οι οπαδοί του αποφάσισαν να βεβηλώσουν την εκκλησία του Θεού και τα Άγιά του. Και ο θάνατός του γίνεται δημόσιο γεγονός, γιατί τα αποχωρητήρια βρίσκονταν κοντά στο Φόρο. Με το συμβάν αυτό, ομολογούσε ο Μέγας Κων/νος, ο αδέκαστος κριτής είχε με την κρίση του λύσει κάθε αμφισβήτηση και αυτό το έγραψε σε πολλές επιστολές του, στηλιτεύοντας την ένδικη καταστροφή του Αρείου».
Ο ιστορικός Σωκράτης προσθέτει την επεξήγηση:
«Μαζί με την ακατάσχετη αιμορραγία, ο Άρειος έχασε και τα έντερά του και τη σπλήνα και το συκώτι του και πέθανε επί τόπου».
Στο τέλος του Αρείου, οι χριστιανοί εκείνων των χρόνων είδαν ένα θάνατο τραγικό, επώδυνο και συνάμα πολύ μειωτικό μέσα στα δημόσια αποχωρητήρια της τότε εποχής… «Οι οπαδοί του Ευσεβίου – προσθέτει ο Μέγας Αθανάσιος στην παραπάνω προς το Σεραπίωνα επιστολή του – ντροπιάστηκαν και έθαψαν αυτόν του οποίου την πίστη μοιράζονταν. Ο μακάριος Αλέξανδρος ολοκλήρωσε τον εορτασμό, χαίροντας με την εκκλησία μέσα σε ευσέβεια και ορθοδοξία, προσευχόμενος με όλους τους αδελφούς και πολύ δοξάζοντας το Θεό. Αυτό δεν ήταν επειδή χάρηκε για το θάνατο του Αρείου – μη γένοιτο! – γιατί είναι ορισμένο για όλους τους ανθρώπους μια φορά να πεθαίνουν, άλλ’ επειδή το γεγονός ξεπέρασε απλά οποιαδήποτε ανθρώπινη καταδίκη».
Φυσικά, οι εχθροί του Κων/νου, όχι οι συγκαιρινοί του, αλλά οι μεταγενέστεροι όλων των αιώνων, αυτοί που αρνούνται ότι συχνά κάνει την εμφάνισή της και η θεία δίκη, όλοι αυτοί δεν είχαν κανένα δισταγμό να κάνουν λόγο για εξόντωση του Αρείου με δηλητήριο.
Η καινούργια θρησκευτική αναταραχή στις ανατολικές επαρχίες γέμισε με θλίψη και απογοήτευση την ψυχή του Κων/νου ως το θάνατό του, που έφτασε ένα χρόνο αργότερα. Σημειωτέον ότι, πλην της Α’ Οικουμενικής συνόδου της Νικαίας, για την επίλυση εκκλησιαστικών ζητημάτων, που λάμπρυνε τη δεύτερη δεκαετία της βασιλείας του Κων/νου, και η σύνοδος των πατέρων στην Ιερουσαλήμ «εκόσμει την περίοδον της τρίτης δεκάδος» (της τρίτης δεκαετίας στη βασιλεία του).

Από το βιβλίο: Μέγας Κωνσταντίνος : Κατηγορίες και αλήθεια, του Κωνσταντίνου Καραστάθη. Αθήναι, Απρίλιος του 2012 Εκδόσεις “ΑΘΩΣ”.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
30 Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Αλεξάνδρου, Αρχιεπισκ. Κωνσταντινουπόλεως: Βίος, Ασματική Ακολουθία.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.