Ἡ ἐξορία στό Ἀρχαγγέλσκ – Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας.

Μέ συλλάβανε, λοιπόν, γιά δεύτερη φορά, στίς 23 Ἀπριλίου 1930. Στή διάρκεια τῆς ἀνάκρισης, εἷχα ἀμέσως τήν πεποίθηση ὅτι ἤθελαν νά μέ ἀναγκάσουν νά ἀρνηθῶ τήν ἱερωσύνη. Ἀποφάσισα νά κάνω ἀπεργία πείνας γιά νά διαμαρτυρηθῶ.
Συνήθως, ὅταν ἕνας κρατούμενος ἐξαγγέλει ἀπεργία πείνας, κανείς δέν δίνει προσοχή. Τόν ἀφήνουν στό κελλί του μέχρις ὅτου ἡ κατάστασή του γίνει σοβαρή. Τότε μόνον τόν μεταφέρουν στό νοσοκομεῖο τῆς φυλακῆς. Στήν περίπτωσή μου ἦταν διαφορετικά. Μ’ ἔστειλαν στό νοσοκομεῖο ἀπό τό πρωί κιόλας πού δήλωσα τήν ἀπεργία πείνας μου. Κράτησε ἑπτά μέρες. Ἡ καρδιά γρήγορα ἔδειξε σημάδια αὐξανόμενης ἀδυναμίας καί στό τέλος ἔφτυνα αἷμα. Αὐτό ἀνησύχησε πολύ τόν ἀρχίατρο τῆς GPU πού ἐρχόταν καθημερινῶς νά μέ δεῖ. Τήν ὄγδοη μέρα, πρός τό μεσημέρι, μισοκοιμόμουν, ὅταν μέσα στόν ὕπνο μου αἰσθάνθηκα τήν παρουσία μιᾶς ὁμάδας ἀνθρώπων γύρω ἀπ’ τό κρεβάτι μου. Ἀνοίγοντας τά μάτια, εἶδα τσεκιστές καί γιατρούς, καθώς κι ἕναν γνωστό θεραπευτή, τόν καθηγητή Σλόνιμ. Οἱ γιατροί ἐξέτασαν τήν καρδιά μου καί ψιθύρισαν στόν ἀρχηγό τῶν τσεκιστῶν ὅτι πήγαινε ἄσχημα. Δώσανε διαταγή νά μέ μεταφέρουν μέ τό κρεβάτι στό γραφεῖο τοῦ γιατροῦ τῆς φυλακῆς, ὅπου ἀκόμη καί ὁ καθηγητής Σλόνιμ δέν εἶχε τό δικαίωμα νά παραμείνει.
Ὁ ἀρχηγός τῶν τσεκικστῶν μοῦ εἶπε: «Ἐπιτρέψτε μου νά σᾶς συστηθῶ. Δέ μέ γνωρίζετε, εἶμαι ὁ ἀναπληρωτής ἀρχηγός τῆς GPU γιά ὅλη τήν Κεντρική Ἀσία. Ἔχουμε σέ πολλή ἐκτίμηση τή μεγάλης σας δημοτικότητα, ὡς χειρουργοῦ φημισμένου καί ὡς ἐπίσκόπου. Δέ μποροῦμε γιά τίποτα νά δεχτοῦμε νά συνεχίζετε τήν ἀπεργία πείνας. Σᾶς δίνω τό λόγο τῆς τιμῆς μου ὡς πολιτικός ὅτι θά ἐλευθερωθεῖτε ἄν βάλετε ἕνα τέλος». Παρέμεινα σιωπηλός. «Γιατί σιωπᾶτε; Δέ μέ πιστεύετε;» Τοῦ ἀπάντησα: «Ξέρετε εἶμαι χριστιανός, καί ὅτι ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ μᾶς παραγγέλλει νά μή σκεπτόμαστε κακό γιά κανένα. Θά σᾶς πιστέψω λοιπόν».
Δέ μέ ὁδήγησαν ἐκεῖ πού ἤμουν πρωτύτερα, ἀλλά σ’ ἕνα κελλί νοσοκομείου, μεγάλο καί ἀδειανό. Ἡ κλειδαριά ξανακλείδωσε. Εἶχα τό αἴσθημα ὅτι εἶμαι μόνος ὅταν, ξαφνικά, ἀντιλήφθηκα κάτι σάν πνιχτούς λυγμούς, ὅλο καί δυνατότερους. Ρώτησα: «Ποιός κλαίει; Γιατί κλαῖτε;». Ἄκουσα λόγια πού κόβονταν ἀπό λυγμούς: «Πῶς νά μή κλαῖμε βλέποντάς σας; Ἐδῶ καί πολύ καιρό, παρακολουθοῦμε μέ ἀγωνία ὅ,τι σας συμβαίνει καί ἐκτιμοῦμε πολύ τή μαρτυρία σας. Εἶμαι μέλος τῆς κεντρικῆς ἐπιτροπῆς τοῦ σοσιαλεπανστατικοῦ κόμματος».
Προτοῦ προλάβει νά τελειώσει, ἡ κλειδαριά ἔτριξε.. Ὁ ἀρχηγός τοῦ μυστικοῦ τομέα τῆς GPU μπῆκε στό κελλί. Εἶπε στόν σοσιαλεπαναστάτη ὅτι τόν ὁδηγοῦσε στό Σαμαρκάντ ὅπου καί εἶχε συλληφθεῖ καί ὅτι θά τόν ἐλευθέρωναν ἐπί τόπου. Ὁ κατούμενος, ἄν καί εἶχε μία κάποια ἐμπειρία ἀπό τήν GPU, τόν πίστεψε. Ἔχοντας φτάσει στή δέκατη ἔνατη μέρα ἀπεργίας πείνας, βρισκόταν -ἀναπόφευκτα- στό στάδιο πού ἡ θέληση ἐξασθενεῖ, πού κανείς λυπᾶται τόν ἑαυτό του καί ἀρχίζει νά φοβᾶται τόν θάνατο. Τόν ἄφησαν κάποιες μέρες στό Σαμαρκάντ, καί βεβαίως δέν τόν ἐλευθέρωσαν, ἀλλά τόν ἔστειλαν στή Μόσχα. Ἀγνοῶ τί συνέβη στή συνέχεια.
Ὅσο γιά μένα, βεβαίως καί δέ μέ ἐλευθέρωσαν, παρά τόν λόγο τιμῆς τοῦ «πολιτικοῦ ἀνδρός», τοῦ τσεκιστῆ. Στή διάρκεια δύο ἤ τριῶν ἡμερῶν, ἔλαβα μεγάλα δέματα ἀπό τά παιδιά μου, κατόπιν τά ἀρνήθηκα καί ξανάρχισα νά κάνω ἀπεργία πείνας. Κράτησε δύο ἐπιπλέον ἐβδομάδες σέ σημεῖο πού ἔφτασα νά μή μπορῶ νά βαδίσω στόν διάδρομο τοῦ νοσοκομείου ἀκόμη κι ἄν στηριζόμουν στούς τοίχους . Προσπαθοῦσα νά διαβάσω τήν ἐφημερίδα, ἀλλά δέν καταλάβαινα τίποτα, σάν νά ὑπῆρχε ἕνα βαρύ πέπλο στό μυαλό μου.
Ὁ ἀναπληρωτής ἀρχηγός τῆς GPU ξαναῆρθε νά μέ βρεῖ καί μοῦ εἶπε: «Ἐπισημάναμε τήν ἀπεργία πείνα σας στή Μόσχα καί μᾶς ἔστειλαν τήν ἀπόφασή τους. Ἀλλά δέν μποροῦμε νά σᾶς τήν κοινοποιήσουμε ὅσο δέ σταματᾶτε αὐτό πού κάνετε». Ἤμουν ἕτοιμος νά πιστέψω κάπως τά λόγια τῶν τσεκιστῶν. Συγκατατέθηκα, λοιπόν, νά σταματήσω τήν ἀπεργία πείνας μου. Μέ πληροφόρησε τότε ὅτι ἔπρεπε νά πάω στό Κότλας, ὄχι σάν βαρυποινίτης ἀλλά σάν ἐλεύθερος. Ἀκόμα κι αὐτή τή φορά μέ γέλασαν. Περίπου μία ἑβδομάδα μετά, μέ ἀπέστειλαν σάν βαρυποινίτη. Ταξίδεψα μέσα σ’ ἕνα βαγόνι μέ κελλιά μέχρι τή Σαμάρα, ὅπου μέ φυλάκισαν γιά μία περίπου ἑβδομάδα. Σκοτεινές καί βαριές οἱ ἀναμνήσεις μου.
Ἀπό κεῖ μεταφερθήκαμε στή Μόσχα, μέσα σ’ ἕνα ἄλλο βαγόνι μέ κελλιά, καί ἡ πορεία συνεχίστηκε μέχρι τήν πόλη τῆς Κότλας. Μέσα στό βαγόνι ὑπῆρχαν τόσες ψεῖρες, ὥστε βράδυ-πρωί ἔβγαζα ὅλα τά ἐσώρουχα. Καθημερινά, ἔβρισκα καμιά ἑκατοντάδα ἀπό δαῦτες, κάποιες ἀπό τίς ὁποῖες ἀνῆκαν σ’ ἕνα εἶδος πού ποτέ ἄλλοτε δέν ξαναεῖχα δεῖ: μεγάλες καί μαῦρες. Δέν παίρναμε γιά τροφή παρά ἕνα κομμάτι ψωμί καί μιά ὠμή ρέγγα γιά δύο. Δέν τά ἔτρωγα.
Φθάνοντας στό Κότλας, μᾶς πῆγαν βέρστια μακρύτερα, ἐπί τῆς ἀμμώδους ὄχθης τοῦ βορείου Ντβίνα, σ’ ἕνα στρατόπεδο ὀνόματι Μακάριχα. Τό ἀποτελοῦσαν διακόσιες παράγκες μέ κεκλιμένη στέγη, ὅπου ἔμεναν κατά ὁλόκληρες οἰκογένειες, ἀγρότες «dékoulakisés” 1, προερχόμενοι ἀπό πολλές ρωσικές ἐπαρχίες. Περιλάμβαναν δύο ὀρόφους μέ σκελετούς κρεβατιῶν, μέ ἕναν κεντρικό διάδρομο. Ὅταν ἔβρεχε, οἱ σαπισμένες στέγες ἔβαζαν ὀκάδες νεροῦ στό ἐσωτερικό. Ἕνα πρωινό παραβρέθηκα στήν ἄφιξη διακοσίων κρατουμένων στήν ἐσωτερική αὐλή τοῦ στρατοπέδου. Ἔπειτα ἀπό τήν καταγραφή τους, τούς ἔβαλαν σέ μαοῦνες πού τίς τραβοῦσε ἕνα ἀτμόπλοιο , στόν ποταμό Βυτσεγκντά πού χύνεται στό βόρειο Ντβίνα, κοντά στό Κότλας.
Ὁ Βυτσεγκντά ρέει σέ μέρη ἀκατοίκητα, μέσα σέ πελώρια δάση. Ὅπως ἔμαθα ἀργότερα ὅλοι αὐτοί πού στάλθηκαν μέ μαοῦνες, ξεμπάρκαραν σ’ αὐτά τά δάση, μερικές δεκάδες βέτσια μακριά ἀπό τό Κότλας. Τούς ἔδωσαν τσεκούρια καί πριόνια, μέ τήν ἐντολή νά κατασκευάσουν ἴζμπες. Δέν γνωρίζεω τί τους συνέβη στή συνέχεια. Ὅσο γιά μένα, μεταφέρθηκα ἀπό τή Μακάριχα μέσα στό Κότλας, ὅπου καί μοῦ πρότειναν νά ἐργαστῶ σάν χειρουργός στό ἡμερήσιο νοσοκομεῖο.
Ἀκριβῶς πρίν τή μεταφορά μου ξέσπασε ἐπιδημία ἐξανθηματικοῦ τύφου. Οἱ κάτοικοι τοῦ Κότλας μοῦ διηγήθηκαν ὅτι τήν προηγούμενη χρονιά, ὁ τύφος ε ἶχε ἐνσκήψει ὑπό διαφορετικές μορφές. Καθώς ἐπίσης καί ἐπιδημίες ὅλων τῶν παιδικῶν μολυσματικῶν ἀσθενειῶν. Ἐκείνη τήν ἐποχή, τρομερό πράγμα, ἄνοιγαν κάθε μέρα στή Μακάριχα μία μεγάλη τάφρο ὅπου μέσα της ἔθαβαν κάπου ἑβδομήντα πτώματα.
Δέ χειρούργησα παρά γιά πολύ λίγο στό νοσοκομεῖο Κότλας. Σέ λίγο μοῦ κατέστη γνωστό, ὅτι ἔπρεπε νά πάω στό Ἀρχαγγέλσκ μέ τό ἀτμόπλοιο. Τήν πρώτη χρονιά, εἶχα πολλές καί μεγάλες δυσκολίες στή διαμονή. Βρισκόμουν οὐσιαστικά στούς δρόμους. Ὄχι μόνον οἱ γιατροί τοῦ νοσοκομείου, ἀλλά –πρός μεγάλη μου ἔκπληξη- ἀκόμη καί ὁ ἐπίσκοπος τοῦ Ἀρχαγγέλσκ, μέ ὑποδέχθηκαν μᾶλλον ἐχθρικά.
Μοῦ πρότειναν νά χειρουργῶ σ’ ἕνα νοσοκομεῖο μετακινούμενο. Εἶδα ἐκεῖ γυναῖκες πού δέν εἶχαν χειρουργηθεῖ καλά, ἀπό καρκίνο τοῦ μαστικοῦ ἀδένα. Γι’ αὐτό, ὅταν μία ἀσθενής ἀπό αὐτές ἦρθε νά μέ συμβουλευτεῖ, δέν τήν ἔστειλα στό νοσοκομεῖο, ἀλλά ἀποφάσισα νά τήν φροντίσω σάν ἐξωτερική ἀσθενή. Τῆς ἔκαμα μία ἐπέμβαση πολύ ριζική. Ὅταν τό ἔμαθαν οἱ γιατροί τοῦ νοσοκομείου πῆγαν ἀμέσως νά κάνουν παράπονα γιά μένα στόν ὑπεύθυνο ὑγείας τῆς ἐπαρχίας. «Γιατί παραπονιέστε;» τούς ἀπάντησε. «Ἡ ἀσθενής εἶναι ζωντανή. Δέν ὑπάρχουν ἐπιπλοκές. Τί παραπάνω θέλετε;
Στό Ἀρχαγγέλσκ, παρατήρησα στόν ἑαυτό μου ἕνα σκληρό κονδυλῶδες οἴδημα ὕποπτο γιά καρκίνο. Τό κοινοποίησα στόν μυστικό ἀρχηγό τῆς περιοχῆς, ζητώντας του τήν ἄδεια νά πάω στή Μόσχα γιά ἐγχείρηση. Ρώτησε τίς μοσχοβίτικες ἀρχές καί δύο ἑβδομάδες ἀργότερα, εἶχα τήν ἄδεια νά πάω νά χειουρουγηθῶ ὄχι στή Μόσχα ἀλλά στό Λένιγκραντ.
Μέσα στό τρένο, ἔκανα γνωριμία μ’ ἕναν νεαρό γιατρό, ὁ ὁποῖος φτάνοντας τό Λένιγκραντ, μέ προσκάλεσε στήν οἰκογένειά του, κι ἔτσι ἀπέφυγα τά μπερδέματα μέσα σέ μία πόλη ἄγνωστη. Μέ ὁδήγησε μακριά, στή μεγάλη κλινική τῆς νήσου Βασιλιέφσκι, στόν τομέα τῆς χειρουργικῆς τοῦ καθηγητῆ Ν.Ν. Πετρόφ, μεγάλουν ὀνόματος στό χῶρο τῆς ὀγκολογίας. Αὐτός μέ ὑποδέχθηκε μέ πολλή εὐγένεια καί μέ χειρούργησε. Τό οἴδημα ἀπεδείχθηκε καλοήθες.
Μόλις βγῆκα ἀπό τό νοσοκομεῖο, πῆγα στή μονή Νοβοντιέβιτσι, πού ἦταν ἤδη κλειστή. Ἔγινα δεκτός μέ πολλή ἀγάπη ἀπό τόν μητροπολίτη Σεραφείμ πού ἔμενε ἐκεῖ.
Ἕνας ἀπό τούς παλιούς μου μαθητές στή χειρουργική, ὁ γιατρός Ζόλοντζ, μέ συνόδευσε ἀπό τήν κλινική στό μοναστήρι. Συζητήσαμε πάνω σέ ἰατρικά θέματα. Βρισκόμουν τότε πολύ μακριά ἀπό τή σκέψη ἤ διάθεση μυστική, ἀλλά νά τί συνέβη: ἔχοντας ἔρθει τό Σάββατο λίγο πρίν τήν ἀγρυπνία στό σπίτι τοῦ μητροπολίτη, πῆγα στή μεγάλη ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ μέ μία τελείως μέτρια διάθεση. Ἕνας ἱερομόναχος, ἱερουργοῦσε, ἐγώ ἤμουν ὄρθιος μέσα στό Ἱερό Βῆμα. Μόλις πρίν τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ὄρθρου, αἰσθάνθηκα κάτι ἀκατανόητο, μία συγκίνηση πού γρήγορα μεγάλωνε καί πού ἔγινε τρομερά δυνατή, ὅταν ἄκουσα τήν ἀνάγνωση. Ἦταν στό ὄγδοο Ἑωθινό, τά λόγια πού ἀπηύθυνε ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός στόν ἀπόστολο Πέτρο: «Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς μέ πλεῖον τούτων; βόσκε τά ἀρνία μου….» (Ἰω. 21, 15-17). Δέχτηκα αὐτές τίς λέξεις μέ πολλή συγκίνηση καί πολύ φόβο σάν νά μήν ἀπευθύνονταν στόν Πέτρο, ἀλλά σέ μένα προσωπικά. Ἔτρεμε ὅλο τό σῶμα καί, δίχως νά μπορῶ νά περιμένω τό τέλος τῆς ἀγρυπνίας, πλησίασα τόν μητροπολίτη Σεραφείμ καί τοῦ διηγήθηκα αὐτό πού μόλις εἶχε συμβεῖ. Μέ ἄκουσε πολύ προσεκτικά καί μοῦ ἐμπιστεύθηκε ὅτι στή ζωή του εἶχε ἤδη αἰσθανθεῖ τό ἴδιο.
Τούς δύο ἤ τρεῖς μῆνες πού ἀκολούθησαν, κάθε φορά πού θυμόμουν αὐτό πού εἶχα αἰσθανθεῖ στήν ἀνάγνωση τοῦ ὀγδόου Ἑωθινοῦ, ἔτρεμα πάλι καί ποταμοί δακρύων ἀνέβλυζαν ἀπό τά μάτια μου.
Λίγο μετά τήν ἐπιστροφή μου στό Ἀρχαγγέλσκ, μέ κάλεσε στή Μόσχα ὁ εἰδικός πληρεξούσιος τοῦ κολλεγίου τῆς GPU. Ἀπό τότε πού ἔφτασα στήν πρωτεύουσα, γιά τρεῖς ἑβδομάδες προσαγόμουν καθημερινά, γιά μακρές συζητήσεις. Αὐτός εἶχε ἀποστολή τήν ἐπαναθεώρηση τοῦ φακέλου μου, δεδομένου ὅτι, ὅπως ἔλεγε, στήν Τασκένδη μέ εἶχαν κρίνει ἄνθρωποι «ντουβάρια».
Καταλάβαινα ὅτι τοῦ εἶχαν ζητήσει νά μέ μελετήσει σέ βάθος. Οἱ κουβέντες του ἔβριθαν κολακειῶν: μέ ἀνέβαζε στούς οὐρανούς. Μοῦ ὑποσχόντα ἕδρα χειρουργικῆς στή Μόσχα. Ἦταν σαφές ὅτι ἤθελαν νά μέ κάνουν νά ἐγκαταλείψω τήν ἀρχιερωσύνη.
Ὅπως ἤδη ἐπισήμανα, πρίν ἀπό τή δεύτερή μου σύλληψη, τέθηκα «ἐκτός ὑπηρεσίας» ἀπό τόν πατριαρχικό ἐπίτροπο, μητροπολίτη Σέργιο. Χωρίς νά τό προσέξω, τά γλυκά λόγια τοῦ εἰδικοῦ πληρεξούσιου ἐνστάλαζαν δηλητήριο μέσα στήν καρδιά μου. Γιά φοβερή μου δυστυχία, διέπραξα μεγάλη ἁμαρτία δεχόμενος νά ὑπογράψω αὐτή τή δήλωση: «Δέν εἶμαι ἐπίσκοπος ἐν ἐνεργείᾳ, τελῶ ἐκτός ὑπηρεσίας. Ἐκτιμῶ, ὑπό τίς παροῦσες συνθῆκες, ὅτι δέ μοῦ εἶναι δυνατόν νά διακονήσω ὡς ἐπίσκοπος. Γι’ αὐτό, ἄν ἡ ἀρχιερωσύνη μου δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο, θά ἤθελα νά ἔχω τήν δυνατότητα νά ἐργάζομαι ὡς χειρουργός. Ὡστόσο, ποτέ δέ θά ἐγκαταλείψω τό ἀξίωμά μου τοῦ ἀρχιερεώς».
Δέν καταλαβαίνω καθόλου πῶς μπόρεσα νά ξεχάσω τόσο γρήγορα τήν –προσωπική – ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου προσωπικά, πού τόσο μέ εἶχε συγκινήσει στό Λένιγκραντ. «Ποίμανε τά ἀρνία μου, ποίμανε τά πρόβατά μου…». Ἡ μόνη ἐξήγηση εἶναι ἡ φοβερή δυσκολία πού εἶχα νά ξεκόψω ἀπό τή χειρουργική.
Μετά τή δήλωσή μου, τῆς ὁποίας ἀντίγραφο εἶχα ἀφήσει στό μητροπολίτη Σεραφείμ, ὄχι μόνο δέ μέ ἐλευθέρωσαν ἐκ τῶν προτέρων, ὅπως ἴσχυε γιά τούς ἐξορίστους πού εἶχαν προσαχθεῖ στό εἰδικό πληρεξούσιο, ἀλλά μέ ξανάστειλαν πίσω στό Ἀρχαγγέλσκ γιά ἕνα συμπληρωματικό ἑξάμηνο.
Τελικά, ἦταν τό ἔτος 1933 πού ἐλευθερώθηκα. Πῆγα στή Μόσχα. Κύριος ὁ Θεός ἤξερε, βεβαίως, ὅτι ἐπρόκειτο γιά μία μεγάλη ἁμαρτία. Μέ προειδοποίησε μέ τόν ἐκτροχιασμό ἑνός τρένου. Τό δυστύχημα αὐτό, δυστυχῶς μέ φόβισε μόνο, χωρίς νά μέ ὁδηγήσει στά λογικά μου. Φτάνοντας στή Μόσχα, ξεκίνησα μέ τό νά παρουσιαστῶ στό γραφεῖο τοῦ πατριαρχικοῦ ἐπιτρόπου, μητροπολίτου Σεργίου. Ὁ γραμματέας του μέ ρώτησε ἄν θά ἤθελα νά τοποθετηθῶ σέ κάποιον ἀπό τούς κενούς ἐπισκοπικούς θρόνους. Ἐγκαταλελειμμένος ἀπό τόν Θεό καί στερημένος πνεύματος, ἐπιβάρυνα τήν ἤδη σοβαρή μου ἁμαρτία μή ἀκούγοντας τήν ἐνδόμυχη φωνή τοῦ Χριστοῦ: «Ποίμανε τά πρόβατά μου». Ἔδωσα τούτη τή φοβερή ἀπάντηση: «Ὄχι».
Πρίν ἀπό κάποιο χρονικό διάστημα εἶχα τήν εὐκαιρία νά ἐπιστρέψω στήν Τασκένδη. Εἶχα γράψει γι’ αὐτό τό λόγο στόν μητροπολίτη Ἀρσένιο, ἀλλά αὐτός μ’ ἔκανε νά καταλάβω ἀπό τήν ἀπάντησή του ὅτι δέν θά τόν χαροποιοῦσε διόλου ὁ ἐρχομός μου.
Πρίν νά τελειώσει ἡ ἐξορία στό Ἀρχαγγέλσκ, εἶχα ἐπίσης στείλει ἕνα γράμμα στόν Βλαντιμίρσκι, κομισάριο ὑγείας τοῦ λαοῦ, μέ τό ὁποῖο τοῦ ζητοῦσα τήν δυνατότητα νά κάνω ἔρευνες πάνω στά προβλήματα τῆς χειρουργικῆς τῶν πυοδῶν τραυμάτων. Βγαίνοντας ἀπό τό σπίτι τοῦ μητροπολίτη Σέργιου πῆρα τόν δρόμο τοῦ Ὑπουργείου Ὑγείας γιά νά ἀναλάβω ἐγώ ὁ ἴδιος τίς διαδικασίες πρός αὐτή τήν κατεύθυνση. Ἀλλά ὁ κομισάριος τοῦ λαοῦ, Βλαντιμίρσκι, δέ μέ δέχτηκε. Ζήτησα στόν βοηθό του νά μοῦ βρεῖ ἕνα εἰδικό ἰνστιτοῦτο ἐρευνῶν πάνω στή χειρουργική τῶν πυοδῶν τραυμάτων. Ἄκουσε κάπως εὐνοϊκά τό αἴτημά μου καί ὑποσχέθηκε νά μιλήσει γι’ αὐτό στόν Φιοντόροφ, διευθυντή τοῦ ἰνστιτούτου πειραματικῆς ἱατρικῆς, ὁ ὁποῖος θά ἔφθανε σέ λίγο. Πρός χαρά τοῦ διαβόλου καί δική μου ἀπώλεια, χάρηκα γι’ αὐτό. Ἀλλά ὁ Θεός, πού μέ φύλαγε καί μέ καθοδηγοῦσε στό δρόμο μου, δέ μέ ἄφησε νά χαθῶ: ὁ Φιοντόροφ ἀρνήθηκε νά ἐμπιστευθεῖ σ’ ἕναν ἐπίσκοπο τή διεύθυνση ἑνός ἰνστιτούτου ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν.
Δέν εἶχα πού νά πάω. Σ’ ἕνα γεῦμα στό σπίτι τοῦ μητροπολίτη Σέργιου, ἕνας ἐπίσκοπος μέ συμβούλεψε νά πάω στή Κριμαία. Χωρίς εὔλογο σκοπό, ἀκολούθησα αὐτή τή συμβουλή καί ἔφυγα γιά τή Φεοντοσία. Βρέθηκα μόνος, ἐγκαταλελειμένος ἀπό τό Θεό, σάν πλανεμένος. Γευμάτιζα σέ μία βρόμικη καντίνα, ἔμενα σέ κάποιο χωρικό καί, τελικά, πῆρα μιά καινούργια ἀνόητη ἀπόφαση, νά ἐπιστρέψω στό Ἀρχαγγέλσκ. Ἐκεῖ, ξανάρχισα νά δέχομαι ἐξωτερικούς ἀσθενεῖς. Ἐπρόκειτο ν’ ἀνοίξει ἕνα ἰατρικό ἰνστιτοῦτο, ὅπου μοῦ πρότειναν τήν ἕδρα τῆς χειρουργικῆς. Ἀρνήθηκα ὅμως ἀφοῦ συνῆλθα, ἔφυγα γιά τήν Τασκένδη.
Δέν μποροῦσα, ὡστόσο, νά περιμένω στήν Τασκένδη, γιατί ἐνοχλοῦσα τό μητροπολίτη Ἀρσένιο. Ταπεινώθηκα σέ σημεῖο νά ντυθῶ πολιτικά καί στό Ὑπουργεῖο Ὑγείας, πῆρα τή θέση γιατροῦ πού δέχεται ἐπισκέψεις ἀσθενῶν στό νοσοκομεῖο Ἀντίζανι. Μοῦ ἐμπιστεύτηκαν ἐπίσης τή διεύθυνση ἑνός μικροῦ τμήματος (κλινῶν) χειρουργικῆς πυοδῶν τραυμάτων στή δημοτική κλινική. Ἡ δύναμή του αὐξήθηκε ἀργότερα στίς πενήντα κλίνες.
Ἐκεῖ ἐπίσης αἰσθάνθηκα ἐγκαταλελειμμένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀποτύγχανα στίς ἐπεμβάσεις, βρισκόμουν σέ ρόλο πού δέν ταιριάζει σ’ ἕναν ἐπίσκοπο: αὐτόν τοῦ ἐπιφορτισμένου μέ μαθήματα πάνω στούς κακοήθεις σχηματισμούς. Τιμωρήθηκα σέ λίγο αὐστηρά ἀπό τόν Θεό: Κόλλησα ἀπό σκνίπες τροπικό πυρετό, συνδυασμένο μέ ἀποκόλληση ἀμφιβληστροειδοῦς στό ἀριστερό μάτι.
Γρήγορα πληροφορήθηκα γιά τά ἀποτελέσματα τῶν ἐργασιῶν τοῦ ἐλβετοῦ ὀφθαλμίατρου Χόπεν, ὁ ὁποῖος εἶχε τελειοποιήσει μία μέθοδο πού ἐπέτρεπε τήν ἴαση σέ ποσοστό 60-80% τῶν ἀποκολλήσεων ἀμφιβληστροειδοῦς. Ἡ χειρουργική αὐτή μέθοδος εἶχε ἐξαπλωθεῖ σέ πολλές χῶρες στή Μόσχα τή χρησιμοποιοῦσε ὁ καθηγητής Ὀντίντσοφ. Ἐγκαταλείποντας τίς ἔρευνές μου πάνω στή χειρουργική τῶν πυοδῶν τραυμάτων ἔφυγα νά τόν συναντήσω. Ὁ Ὀντίντσοφ ἔπρεπε νά μοῦ ξανακάνει γιά δεύτερη φορά τήν ἐπέμβαση Χόπεν γιατί στήν πρώτη δέν εἶχε καθορίσει μέ ἀρεκτή ἀκρίβεια ὅλα τά σημεῖα ἀποκόλλησης τοῦ ἀμφιβλητροειδοῦς. Ἀργά τό βράδυ, μετά τήν ἐπέμβαση, ξαπλωμένος μέ δεμένα τά μάτια, ἔνιωσα παθιασμένα τήν ἀνάγκη νά συνεχίσω τίς ἔρευνές μου πάνω στή χειρουργική τῶν πυοδῶν πληγῶν.
Σχεδίαζα νά γράψω μιά καινούργια ἐπιστολή στόν ἐπίτροπο ὑγείας καί μ’ αὐτές τίς σκέψεις ἀποκοιμήθηκα. Γιά τή σωτηρία μου, ὁ Κύριος μοῦ ἔστειλε ἕνα καινούργιο ὄνειρο προφητικό, πολύ ἀσυνήθιστο, πού τό θυμᾶμαι πολύ καθαρά τώρα, ἔπειτα ἀπό τόσα χρόνια.
Ὀνειρεύτηκα ὅτι βρισκόμουν μέσα σέ μιά μικρή ἐκκλησία ἄδεια, ὅπου μόνον ἡ Ἁγία Τράπεζα ἦταν φωτισμένη. Κοντά σ’ αὐτήν καί στόν, τοῖχο, τά λείψανα ἑνός ἁγίου ἀναπαύονταν μέσα σέ μία λειψανοθήκη, κλεισμένη ἀπό ἕνα βαρύ ξύλινο καπάκι. Μέσα στό Ἱερό Βῆμα, μιά σανίδα πλατιά εἶχε τοποθετηθεῖ πάνω στό θυσιαστήριο καί ἐπ’ αὐτῆς ἔκειτο ἕνα πτῶμα γυμνό. Φοιτητές καί γιατροί τό κύκλωναν καπνίζοντας τσιγάρα: Ξαφνικά, ἀναπήδησα ἀκούγοντας ἕναν μεγάλο θόρυβο. Γυρνώντας βλέπω τό κάπακι τῆς λειψανοθήκης νά ἔχει πέσει: καθιστός μέσα στή λειψανοθήκη ὁ ἅγιος μέ κοιτοῦσε ἐπιπλήττοντάς μέ σιωπηλά. Ξύπνησα κατατρομαγμένος.
Δέν μπορῶ νά καταλάβω πῶς ἕνα τέτοιο τρομερό ὄνειρο δέ μέ λογίκεψε. Ἐπιστρέφοντας στήν Τασκένδη μετά τήν ἐγχείρησή μου, συνέχισα νά ἐργάζομαι γιά δύο ἀκόμη χρόνια στό τμῆμα χειρουργικῆς πυοδῶν τραυμάτων, ἐργασία πού μέ ὑποχρέωνε νά κάνω ἔρευνες πάνω σέ πτώματα. Δέ μοῦ ἦρθε οὔτε μία φορά στό μυαλό ὅτι αὐτό τό εἶδος δραστηριότητας ἦταν ἀπαράδεκτο γιά ἕναν ἐπίσκοπο. Πράγματι, δέ μποροῦσα ν’ ἀποδεσμευθῶ ἀπό αὐτή τήν ἐργασία πού μοῦ ἐπέτρεπε νά πραγματοποιῶ ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις πολύ σημαντικές. Ὅλες αὐτές οἱ παρατηρήσεις μοῦ προμήθεψαν τό ὑλικό γιά τά Δοκίμια χειρουργικῆς πυοδῶν τραυμάτων.
Στίς προσευχές μετανοίας μου, ζήτησα ἀπό τό Θεό νά μέ συγχωρέσει πού συνέχισα νά δουλεύω σά χειρουργός. Μιά μέρα ὅμως, ἡ προσευχή μου διεκόπη ἀπό μία φωνή πού δέν ἐρχόταν ἀπό αὐτόν τόν κόσμο: «Μή μετανοεῖς γι’ αὐτό». Κατάλα τότε ὅτι τά Δοκίμια χειρουργικῆς πυοδῶν τραυμάτων ἦταν εὐάρεστα στό Θεό, γιατί εἶχαν πάρα πολύ αὐξήσει τή δύναμη καί τή σημασία τῆς ὁμολογίας μου τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ἐποχή τῆς πιο ἰσχυρῆς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας.
Στίς 10 Φεβρουαρίου τοῦ 1936 ὁ μητροπολίτης Ἀρσένιος ἀπεβίωσε ξαφνικά ἀπό ἐγκεφαλική αἱμορραγία. Ἤμαστα πολύ φίλοι, δεμένοι μέ βαθιά φιλία. Ἀγαποῦσε τά παιδιά μου καί τή Σοφία Σεργκέγιύβνα κι ἐρχόταν συχνά νά τους δεῖ. Μοῦ εἶχε προσφέρει δύο του φωτογραφίες. Εἶχε γράψει στή μία: «Σπένδομαι ἐπί τῇ θυσίᾳ» (Φιλιπ. 2,17) καί στήν ἄλλη «Τά σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διά σοῦ, ἀδελφέ» (Φιλ. 1,7). Φωτογραφήθηκε ἐπίσης μαζί μου. Ἄκουγε πολύ προσεκτικά τά κηρύγματά μου καί τά ἐκτιμοῦσε πολύ. Γιά τόν ἑαυτό του ἔλεγε ὅτι εἶχε φέρει εἰς πέρας ὅ,τι ὁ Θεός τοῦ εἶχε ἀναθέσει. Γι’ αὐτό καί περίμενε τό θάνατο.

———————————

1.Θύματα τῆς σταλινικῆς καταπίεσης (1929-1932) ἡ ὁποία στόχευε στήν ἐξαφάνιση σχετικά εὐκατάστατων χωρικῶν (κουλάκων). Ἡ ἐπιχείρηση αὐτή εἶχε σάν ἀποτέλεσμα πολλά ἑκατομμύρια νεκρούς.

Από το βιβλίο: Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο: Αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, του Αγίου Λουκά (Αρχιεπ. Συμφερουπόλεως και Κριμαίας).
Εκδότης “ΕΝ ΠΛΩ”. Ιούλιος 2021. Επιμέλεια, ΜΠΟΥΓΑ ΣΟΦΙΑ

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.