Κυριακή του ασώτου – υμνολογική εκλογή.

ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΕΣΠΕΡΑΣ” ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ

Δοξαστικόν των Κεκραγαρίων. Ήχος β’

Ω πόσων αγαθών, ο άθλιος εμαυτόν εστέρησα! Ω ποίας βασιλείας εξέπεσα, ο ταλαίπωρος εγώ! Τον πλούτον ηνάλωσα, όν περ έλαβον. Την εντολήν παρέβην, Οίμοι τάλαινα ψυχή! Τω πυρί τω αιωνίω λοιπόν καταδικάζεσαι’ διό πρό τέλους βόησον Χριστώ τω Θεώ. Ως τον Άσωτον δέξαι με υιόν, ο Θεός, και ελέησόν με.

Αλλοίμονο, εγώ ο άθλιος πόσα αγαθά στέρησα από τον εαυτό μου! Ω από ποια βασιλεία ξέπεσα εγώ ο ταλαίπωρος! Κατασπατάλησα τον πλούτο, που μου παρέδωκε ο πατέρας μου” παρέβηκα την εντολή του Θεού. Αλλοίμονο σου, ταλαίπωρη ψυχή, τώρα πια καταδικάζεσαι στο αιώνιο πυρ. Γι’ αυτό πριν φθάσει το τέλος σου, φώναξε προς τον Χριστό και Θεό μας: δέξου με, Θεέ μου, Σαν τον άσωτο υιό, και ελέησέ με.

Δοξαστικόν των αποστίχων. Ιδιόμελον Ήχος πλ. β’

Της πατρικής δωρεάς διασκορπίσας τον πλούτον, αλόγοις συνεβοσκόμην ο τάλας κτήνεσι, και της αυτών ορεγόμενος τροφής, ελίμωττον μή χορταζόμενος” αλλ’ υποστρέψας πρός τον εύσπλαγχνον Πατέρα, κραυγάζω σύν δάκρυσι. Δέξαι με ως μίσθιον, προσπίπτοντα τή φιλανθρωπία σου, και σώσόν με.

Αφού διεσκόρπισα τον πλούτο, που με αγάπη ο πατέρας μου μου δώρισε, έφθασα ο ταλαίπωρος να βόσκω μαζί με τα άλογα ζώα και να επιθυμώ την δική τους τροφή! Κι αφού δεν μπορούσα να χορτάσω από αυτήν, υπέφερα από την πείνα. Αλλά αφού γυρίσω πίσω προς τον εύσπλαγχνο πατέρα μου, με δάκρυα παρακαλώ και φωνάζω: Δέξου με σαν ένα Σου δούλο, που πέφτει μπροστά στα πόδια Σου και με τη φιλανθρωπία Σου σώσε με.

ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Κάθισμα Ήχος α’ Τον τάφον σου Σωτήρ

Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαί μοι σπεύσον, ασώτως τον εμόν, κατηνάλωσα βίον, εις πλούτον αδαπάνητον, αφορών του ελέους Σου. Νύν πτωχεύουσαν, μή υπερίδης καρδίαν’ Σοί γάρ Κύριε, εν κατανύξει κραυγάζω. Ήμαρτον, σώσόν με.

Τρέξε να ανοίξεις για χάρη μου τις πατρικές Σου αγκάλες, που τόσο επιθυμείς Θεέ μου. Γιατί εγώ κατασπατάλησα την περιουσία, που Συ μου χάρισες, ζώντας με ασωτίες. Τώρα όμως ατενίζω με ελπίδα προς τον αδαπάνητο πλούτο του ελέους Σου. Σε παρακαλώ λοιπόν, μη παραβλέψεις την καρδιά μου, που από την ασωτία έχει γίνει εντελώς πτωχή, γιατί με κατάνυξη Σου κράζω: Αμάρτησα ενώπιόν Σου Κύριε, σώσε με.

Κοντάκιον. Ήχος γ’ Η Παρθένος σήμερον

Της πατρώας δόξης σου, αποσκιρτήσας αφρόνως, εν κακοίς εσκόρπισα, όν μοι παρέδωκας πλούτον’ όθεν σοι την του Ασώτου, φωνήν κραυγάζω. Ήμαρτον ενώπιόν σου Πάτερ οικτίρμον, δέξαι με μετανοούντα, και ποίησόν με, ως ένα των μισθίων Σου.

Ανόητα, έφυγα μακριά από την πατρική Σου δόξα, και στην κακία σκόρπισα τον πλούτο, που μου παρέδωσες σαν περιουσία. Γι’ αυτό και Σου φωνάζω με την φωνή του ασώτου: Αμάρτησα ενώπιόν Σου, πατέρα μου, που είσαι γεμάτος αγάπη και συμπόνια για μένα. Δέξου με τώρα που μετανοώ, και κάνε με σαν ένα Σου δούλο.

Ο Οίκος

Του Σωτήρος ημών καθ’ εκάστην διδάσκοντος δι’ οικείας φωνής, των Γραφών ακουσώμεθα, περί του Ασώτου και σώφρονος πάλιν, και τούτου πίστει εκμιμησώμεθα την καλήν μετάνοιαν, τω κατιδόντι πάντα τα κρύφια μετά ταπεινής καρδίας κράξωμεν. Ημάρτομέν Σοι Πάτερ οικτίρμον, και ουκ εσμέν άξιοι ποτέ, κληθήναι τέκνα ως πρίν” Αλλ’ ως φύσει υπάρχων φιλάνθρωπος, Σύ προσδέχου, και ποίησόν με, ως ένα των μισθίων Σου.

Ας ακούσουμε με προσοχή τον Σωτήρα μας, που μας διδάσκει με τη δική Του φωνή, μέσα από τις θείες Γραφές κάθε ημέρα, για την παραβολή του ασώτου αλλά και πάλι σώφρονος. Ας μιμηθούμε λοιπόν την καλή του μετάνοια με πίστη, και ας κράξουμε προς Αυτόν που γνωρίζει καλά όλα τα κρυφά της καρδιάς μας με ταπείνωση: Αμαρτήσαμε μπροστά Σου, Πάτερ οικτίρμον. Δεν είμαστε πια άξιοι να ονομαζόμαστε παιδιά Σου, όπως πρώτα. Αλλά αφού από τη φήση Σου είσαι φιλάνθρωπος, Σύ δέξουμε και κάμε με σαν ένα Σου δούλο.

Το συναξάριον του Μηναίου” είτα το παρόν.

Τη αυτή ημέρα, (Κυριακή Δευτέρα του Τριωδίου), της του Ασώτου Υιού παραβολής εκ του ιερού Ευαγγελίου μνείαν ποιούμεθα, ήν οι θειότατοι Πατέρες ημών δευτέραν εν τω Τριωδίω ενέταξαν.
Στίχοι. Άσωτος εί τις, ως εγώ, θαρρών ίθι.
• Θείου γάρ οίκτου πάσα ήνοικται θύρα.
Οποιος είναι άσωτος σαν κι εμένα ας προχωρήσει χωρίς φόβο, γιατί έχει ανοίξει πια η θύρα του θειόυ ελέους.

Τη αφάτω φιλανθρωπία σου, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς.
Αμήν.

Εξαποστειλάρια λέγε και τα παρόντα του Τριωδίου.
Γυναίκες ακουτίσθητε

Τον πλούτον όν μοι δέδωκας, της χάριτος ο άθλιος, αποδημήσας αχρείως, κακώς ηνάλωσα Σώτερ, ασώτως ζήσας δαίμοσι, δολίως διεσκόρπισα’ διό με επιστρέφοντα, ώς περ τον Άσωτον δέξαι, Πάτερ οικτίρμον, και σώσον.

Τον πλούτο της Θείας Σου χάριτος, που μου εμπιστεύθηκες, Σωτήρα μου, τον κατασπατάλησα με τον χειρότερο τρόπο, αφού έφυγα μακρυά Σου, ο άθλιος σαν άχρηστος δούλος Σου. Εζησα άσωτα με τους δαίμονες, και με δόλιο τρόπο τον διεσκόρπισα. Γι’ αυτό τώρα που επιστρέφω, δέξου με όπως δέχθηκες τον άσωτο, Πάτερ οικτίρμον, και σώσε με.

Έτερον, Όμοιον

Εσκόρπισα τον πλούτόν σου, εκδαπανήσας Κύριε, και πονηροίς δαιμονίοις, καθυπετάγην ο τάλας” αλλά Σωτήρ πανεύσπλαγχνε, τον Άσωτον οικτείρησον, και ρυπωθέντα κάθαρον, την πρώτην αποδιδούς μοι, στολήν της Σής βασιλείας.

Εσκόρπισα τον πλούτο Σου, Κύριε, αφού τον δαπάνησα άσκοπα και αμαρτωλά, και υποτάχθηκα στα πονηρά δαιμόνια ο ταλαίπωρος. Αλλά Συ Κύριε, ο πανεύσπλαγχνος Σωτήρας μας, λυπήσου με τον άσωτον και καθάρισέ με τον καταλερωμένον και χάρισέ μου πάλι την πρώτη στολή της Βασιλείας Σου.

Δοξαστικόν των αίνων. Ήχος πλ. β’

Πάτερ αγαθέ, εμακρύνθην από σού, μή εγκαταλίπης με, μηδέ αχρείον δείξης της βασιλείας Σου’ ο εχθρός ο παμπόνηρος εγύμνωσέ με, και ήρέ μου τον πλούτον” της ψυχής τα χαρίσματα ασώτως διεσκόρπισα. Αναστάς ούν, επιστρέψας πρός σέ εκβοώ. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων Σου, ο δι’ εμέ εν Σταυρώ τας αχράντους σου χείρας απλώσας, ίνα του δεινού θηρός αφαρπάσης με, και την πρώτην καταστολήν επενδύσης με, ως μόνος πολυέλεος.

Πατέρα μου αγαθέ, έφυγα μακρυά Σου, αλλά μη με εγκαταλείψεις γι’ αυτό, και μη με δείξεις σαν άχρηστον δούλο της βασιλείας Σου. Ο παμπόνηρος εχθρός διάβολος με γύμνωσε, και μου αφήρεσε τον πλούτο, που μου εχάρισες. Τα χαρίσματα της ψυχής μου άσωτα τα διεσκόρπισα. Και τώρα βρίσκω την δύναμη να σηκωθώ από το βάθος, που έπεσα και έρχομαι προς Σένα φωνάζοντάς Σου δυνατά: Κάμε με σαν έναν Σου δούλο Σου, Συ που πάνω στον Σταυρό άπλωσες τα άχραντά Σου χέρια, για να με αρπάξεις από το φοβερό θηρίο, τον διάβολο και τον θάνατο, και για να με ενδύσεις και πάλι την πρώτη βασιλική στολή, που έχασα με την αμαρτία, γιατί Συ μόνο είσαι πολυέλεος.

Απόδοση, Ιωάννης Τρίτος.

Δημοσιεύθηκε στην Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.