Ο Κων/νος μετά το πέρας των εργασιών της Α’ Οικουμενικής συνόδου έστειλε στην εξορία τον Άρειο και λιγοστούς οπαδούς του, που παρέμεναν αμετάπειστοι στον αρειανισμό. Μεταξύ των εξορίστων ήταν και ο επίσκοπος της Νικομήδειας Ευσέβιος.
Ο Ευσέβιος ανήκε στο οικογενειακό περιβάλλον του Κων/νου. Και ως στενός συγγενής – ξάδελφος του αυτοκράτορα – και με την καταπιεστική παρέμβαση της Κωνσταντίας, αδελφής του αυτοκράτορα και χήρας του Λικίνιου, επανήθλε στον επισκοπικό θρόνο της Νικομήδειας. Υπήρξε όμως και αυτός ένα ακόμη φίδι στον κόρφο του Κων/νου, όπως και τα πρόσωπα εκείνα, τα εξ αγχιστείας συγγενικά προς τον αυτοκράτορα, για τα οποία έγινε λόγος στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου. Υπήρξε, πράγματι, ένας παθιασμένος αρειανός, που όμως δρούσε εν αγνοία του αυτοκράτορα, προστατεύοντας τους αρειανούς επισκόπους ως εκ της συγγενείας του με τον Κων/νο και συκοφαντώντας και διαβάλλοντας τεχνηέντως κορυφαίους Πατέρες της Ορθοδοξίας που διέλαμψαν κατά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, όπως το Μέγα Αθανάσιο, τον άγιο Ευστάθιο κ.ά. διαβολικές πλεκτάνες και συνωμοσίες διοργάνωναν οι «περί τον Νικομηδείας Ευσέβιον» με τις οδηγίες του ιδίου εναντίον αθώων επισκόπων και όταν οι «κατηγορίες» έφταναν ενυπογράφως στον αυτοκράτορα, ο κοντινός σύμβουλός του Ευσέβιος αρκούνταν στο να τις επιβεβαιώνει, ασφαλώς «μετά πολλής θλίψεως».
Γράφει ο Μέγας Αθανάσιος, προτάσσοντας μάλιστα του αιρεσιάρχου τον Ευσέβιο για την πολλή δολιότητα, υποκρισία και κακία του: «Ευσέβιος δε και Άρειος ως όφεις εξελθόντες από φωλεού τον ιόν της ασεβείας ταύτης εξή΄μεσαν. Και ο μεν Άρειος την του βλασφημείν εκ φανερού τόλμην ανεδείξατο, ο δε Ευσέβιος την ταύτης προστασίαν».
Πρώτο μέλημα του Ευσεβίου μετά την επιστροφή του από την εξορία ήταν να φροντίσει για την επαναφορά του φίλου του Αρείου από την εξορία στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Θερμοπαρακάλεσε λοιπόν τον αυτοκράτορα σχετικά, και εκείνος με το πνεύμα της μακροθυμίας και της επιείκειας, που τον διέκρινε πάντοτε, και πιστεύοντας ότι ο Άρειος μετά την τιμωρία του δε θα τολμούσε να κηρύξει ξανά τις πλάνες του, εισάκουσε το αίτημα του Ευσεβίου και τον ανακάλεσε από την εξορία περί τα τέλη του 330. Άλλ’ ο Αθανάσιος, που μόλις είχε εκλεγεί παμψηφεί επίσκοπος Αλεξανδρείας μετά το θάνατο του επισκόπου Αλεξάνδρου, δεν τον δέχτηκε στην εκκλησία.
Ο Ευσέβιος έγραψε στον Αθανάσιο να επιτρέψει στον Άρειο να ξαναγυρίσει στη θέση του, άλλ’ ο σοφός Αθανάσιος, γνωρίζοντας το διεστραμμένο νου του Αρείου και όντας βέβαιος πως δεν θα ησύχαζε, αποκρίθηκε αρνητικά.
Ο αυτοκράτορας, ύστερα από νέες παρακλήσεις του Νικομηδείας Ευσεβίου, έγραψε και ο ίδιος στον Αθανάσιο, αλλά και πάλι εκείνος αρνήθηκε. Ο Μέγας Κων/νος ξανάγραψε νέα επιστολή, αλλά και ο Αθανάσιος, ο Μέγας Αθανάσιος, ο μεγαλύτερος θεολόγος της εποχής του, ένας εκ των τεσσάρων μεγαλύτερων θεολόγων όλων των εποχών και «στύλος της Ορθοδοξίας», φάνηκε αμετάπειστος!
Και ενώ ο Άρειος συνέχισε και πάλι να κηρύττει τις πλάνες του και να προκαλεί καινούρια αναταραχή στην Ανατολή, οι αρειανοί φίλοι και προστάτες του άρχισαν τις συκοφαντίες εναντίον του Αθανασίου. Μια από τις συκοφαντίες αυτές, την οποία επισημαίνουν γραπτώς υπέρ του Αθανασίου στη Σύνοδο της Αλεξάνδρειας επίσκοποι από την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Πεντάπολη και τη Θηβαΐδα, και την επαναλαμβάνει ο μεγάλος ιεράρχης στο δεύτερο απολογητικό του λόγο (κεφ. 18, 19), ήταν ότι το σιτάρι που έστειλε ο αυτοκράτορας Κων/νος για τις χήρες της Λιβύης και της Αιγύπτου, ο Αθανάσιος το πούλησε και κράτησε τα χρήματα για τον εαυτό του! Με τέτοιες συκοφαντίες τελικά έπεισαν τον αυτοκράτορα να συγκαλέσει συνοδικό δικαστήριο.
Στο δικαστήριο οι αρειανοί επίσκοποι ήσαν περισσότεροι των ορθοδόξων και ο Αθανάσιος, προβλέποντας ως βέβαιη την καταδίκη του, δεν προσήλθε στη δίκη, παρότι επανειλημμένως είχε διαταχθεί από τον αυτοκράτορα.
Ο Μέγας Κων/νος, παρότι λυπήθηκε για την απείθεια του Αθανασίου, δε θύμωσε, ούτε μεταχειρίστηκε βία εναντίον του. Όρισε όμως νέα σύνοδο στην Τύρο για τον ίδιο σκοπό.
Και πάλι οι αρειανοί, με ιθύνοντα νου τον Νικομηδείας Ευσέβιο πάντοτε, φρόντισαν να έχουν εξασφαλισμένη την πλειοψηφία των δικαστών – επισκόπων. Και πάλι ο Αθανάσιος άρχισε να διαμαρτύρεται με γράμματα στον αυτοκράτορα. Άλλ’ αυτή τη φορά, για να μη δώσει εικόνα στασιαστή και σκανδαλίσει τις συνειδήσεις των χριστιανών, προσήλθε στο δικαστήριο με τη συντροφιά γερόντων και τυραγνισμένων στους διωγμούς ποιμεναρχών.
Κατά τη δίκη διαμαρτυρήθηκε έντονα για την παράνομη σύνθεση του δικαστηρίου, ανασκεύασε όλες τις συκοφαντίες εις βάρος του με αποδείξεις, φέρνοντας το δικαστήριο σε αμηχανία, και την ίδια νύχτα πήρε το δρόμο για την Κων/πολη, να συναντήσει τον αυτοκράτορα Κων/νο. Φυσικά το δικαστήριο τον καταδίκασε σε καθαίρεση και – ούτε λίγο, ούτε πολύ – επανέφερε στους κόλπους της εκκλησίας τον Άρειο! Ο Κων/νος, μη γνωρίζοντας την αλήθεια, εξόρισε τον Αθανάσιο στην πόλη Αυγούστα Τρεβήρων (336), άλλ’ όμως δεν επικύρωσε τα πρακτικά του δικαστηρίου της Τύρου.
Ο Θεοδώρητος επιρρίπτει την ευθύνη της εξορίας του Αθανασίου σε κάποιους επισκόπους που παρέσυραν τον αυτοκράτορα. Και σε μια υπερασπιστική για τον Κων/νο προσπάθεια, γράφει ότι και ο ιερός Δαυίδ, αν και προφήτης, εξαπατήθηκε από ένα σκλάβο χαμάλη, εξηγώντας ταυτόχρονα ότι δεν κατηγορεί τον προφήτη, άλλ’ υπέρ του βασιλέως απολογία προσφέρει».1
Ο αυτοκράτορας Κων/νος Β’, γυιός του Μ. Κων/νου, σε επιστολή του προς τους Αλεξανδρινούς, δικαιολογεί τον πατέρα του για την εξορία του Μ. Αθανασίου, γράφοντας μεταξύ άλλων και τα εξής: «… απεστάλη στη Γαλλία προσκαίρως για να μη κινδυνέψει το κεφάλι του από την αγριότητα των αιμοβόρων εχθρών του, για να μη υποστεί συμφορές από τη διαστροφή των φαύλων».
Η εξορία αυτή του Αθανασίου κάνει τους εχθρούς της εκκλησίας να ερωτούν με χαιρεκακία: Πώς γίνεται ένας άγιος να στέλνει στην εξορία έναν άλλο άγιο; Γίνεται και αυτό κάποτε, γιατί η εκκλησία είναι ασφαλώς θεοΐδρυτος θεσμός, άλλ’ υπηρετείται από ανθρώπους. Και, ως γνωστόν, ουδείς τέλειος, ειμή μόνον ο Θεός. Και οι άγιοι, μολονότι αγωνίζονται σε όλη τους τη ζωή τον καλόν αγώνα της τελείωσης, ως άνθρωποι έχουν τις αδυναμίες τους. Και κάποιοι από αυτούς, όσο ζούσαν στον παρόντα κόσμο, είχαν διαταραγμένες σχέσεις με άλλους ανθρώπους, ακόμη και αγίους, όπως ο άγιος Επιφάνιος, επίσκοπος Κωνσταντίας, με τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ο άγιος Κύριλλος, αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, με το Χρυσόστομο, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως άγιο Ταράσιο κ.ά.*
*Για να μην αφήνουμε τον αναγνώστη ερωτήματα περί της τύχης του Μ. Αθανασίου, παρενθέτως αναφέρουμε και τα εξής εκτός θέματος:
Γράφει ο Θεοδώρητος ότι το Μ. Αθανάσιο ανακάλεσε από την εξορία και αποκατέστησε στο θρόνο του ο καίσαρας Κων/νος Β’, σύμφωνα με την επιθυμία που είχε εκφράσει κατά τις τελευταίες ώρες του ο Μέγας Κων/νος, ο πατέρας του.2
Ο Μ. Αθανάσιος επέστρεψε από την εξορία στην Αλεξάνδρεια ύστερα από παραμονή δύο ετών και τεσσάρων μηνών, εφοδιασμένος με το γράμμα του Κων/νου Β’ προς τους Αλεξανδρινούς, το οποίο διασώζουν στα κείμενά τους πλην του ίδιου του Μ. Αθανασίου και οι Ευσέβιος, Θεοδώρητος κ.ά. Το παραθέτουμε ερμηνευμένο: «Νικητής Κων/νος, προς την εκκλησία και τον λαό των Αλεξανδρέων. Νομίζω πως κανείς από σας δεν αγνοεί τα όσα ήδη έχουν συμβεί σχετικά προς το μεγάλο κήρυκα της ευσέβειας και του θείου νόμου προφήτην (= χαρισματούχο κήρυκα του θείου Λόγου) Αθανάσιο, καθώς και για τον εναντίον του αναίτιο πόλεμο των εχθρών της αλήθειας, και καθώς έχει διαταχθεί να ζει (εξόριστος) κοντά μου στη Γαλλία, ώστε να μετριαστεί ο κίνδυνος κατά της κεφαλής του. Όμως δεν έχει καταδικαστεί σε παντοτινή εξορία, αλλά και αυτόν τον χρόνο μέχρι τώρα πολλές περιποιήσεις έλαβε από εμένα˙ αν και καρτερικός, όσο κανείς άλλος, στέκεται ακούραστος υπέρ της αλήθειας και με το ζήλο του για το Θεό όλα τα βάσανα μπορεί εύκολα να τα υποφέρει. Και ο μακαρίτης Κωνσταντίνος˙ ο πατέρας μου, σκόπευε να τον επανεγκαταστήσει γρήγορα στην ίδια επισκοπή του˙ ο οποίος όντας στο τέλος της ζωής του και μη προλαβαίνοντας να εκπληρώσει το σκοπό του, ανέθεσε την υπόθεση σε μένα, τον πρώτο στη διαδοχή, όταν σκύβοντας μου έδινε τις τελευταίες του εντολές για τον άνδρα. Διατάσσομε λοιπόν να υποδεχθείτε αυτόν με κάθε σεμνότητα και με λαμπρές τελετές και τιμές˙ και μετά από αυτά πάλι θα στείλω προς σας να μάθω αν αυτός έτυχε όσης και από μένα περιποιήσεως και σεβασμού».
Ο Αθανάσιος, καθώς σημειώνει ο Θεοδώρητος, «έγινε δεκτός και από πλουσίους και από φτωχούς, και από τους κατοίκους των πόλεων και από τους κατοίκους των επαρχιών. Και μονάχα οι οπαδοί της τρέλας του Αρείου ήσαν τα μόνα πρόσωπα, που ενοχλήθηκαν από την επιστροφή του».
Και τη βασιλεία του αρειανίζοντος Κων/νου Β’ ο Νικομηδείας Ευσέβιος πέταξε τη μάσκα του και έγινε φθονερός κήρυκας του αρειανισμού και προστάτης δεινός των αρειανών.
Η δεύτερη εξορία του Αθανασίου έγινε στη Ρώμη και σ’ αυτή έδωσε τέλος ο καίσαρας Κώνστας. Μετά όμως το θάνατο του Κώνστα (350) ο Αθανάσιος μπήκε και πάλι σε περιπέτειες από τον Κωνστάντιο. Το 356 εξαφανίζεται στις ερήμους της Αιγύπτου για έξι χρόνια. Το 361 επιστρέφει και πάλι, αλλά για λίγους μήνες. Πέντε φορές συνολικά εξορίστηκε και παρέμεινε 17 χρόνια στην εξορία. Ακόμα και για φόνο του επισκόπου Αρσένιου και για κοπή του ενός χεριού του θύματος έστειλαν σε δικαστήριο τον Μ. Αθανάσιο οι «περί τον Ευσέβιον», αφού πρώτα φρόντισαν να κρύψουν τον Αρσένιο σ’ απόμακρους τόπους, και παρακαλούσαν με δάκρυα στα μάτια τον «θύτη» να τους παραδώσει το σώμα για να το κηδέψουν χριστιανικά! Ώσπου μεταμελημένος για τη συμπαιγνία ο Αρσένιος παρουσιάστηκε στο δικαστήριο και διέψευσε τα πάντα!
Μετά τις αλλεπάλληλες εξορίες, τα υπόλοιπα επτά χρόνια της ζωής του τα πέρασε ειρηνικά, διδάσκοντας με το παράδειγμά του και τους λόγους του την εμμονή του στην Ορθοδοξία και «αποστρέφεσθαι την αρειανήν αίρεσιν χριστομάχον ούσαν και του αντιχρίστου πρόδρομον».3
Υποσημειώσεις.
1. Θεοδώρου εκκλ. ιστορ. Βιβλ. 2 κεφ. 1.
2. Θεοδώρου Εκκλ. ιστορ. Βιβλ. 2 κεφ. 1.
3. Αθανασίου Μ. Β. απολογητικός λόγος, 90. 3
Από το βιβλίο: Μέγας Κωνσταντίνος : Κατηγορίες και αλήθεια, του Κωνσταντίνου Καραστάθη. Αθήναι, Απρίλιος του 2012 Εκδόσεις “ΑΘΩΣ”.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.