Η απόρριψη της πέτρας από τα νεφρά.
Ο Γιώργος, μια φορά έπαθε ένα κολικό και επρόκειτο να χειρουργηθεί, γιατί κάποιες πέτρες φαίνεται είχαν προχωρήσει. Εγώ είχα αρχίσει να παίρνω τηλέφωνο, να βρούμε τον κατάλληλο γιατρό. Πήρα τότε ένα τηλέφωνο στα καλά καθούμενα μεσ’ το βράδυ (οχτώ το βράδυ, εννιά, πρέπει να ήτανε) από τον Γέροντα: «Έτσι, λέει, σας πήρα. Τι κάνετε, πώς είστε; Μη φοβάσαι δεν είναι τίποτα. Έ, πονάς… Θα περάσει». Κι αμέσως ούρησε τέσσερις πέτρες ο Γιώργος, με το που κλείσαμε το τηλέφωνο.
«Βλέπει» το κτήμα.
Ή, όταν έψαχνε εκείνος για να βρει εδώ το κτήμα για το Ησυχαστήριο, ψάχναμε κι εμείς γι ένα εξοχικό. Κι εμείς βρήκαμε ένα κομμάτι. Με παίρνει τηλέφωνο δυο μέρες μετά. Λέει: «Έμαθα ότι βρήκατε». Λέω: «Πώς το μάθατε;». «Α, το ξέρω, το ξέρω» μου λέει, «κάτσε να δούμε». Λέω εγώ: «Να το δούμε, να το δούμε».
«Α, λέει από κει δεξιά υπάρχει μία ελιά, αριστερά υπάρχει μια μεγάλη συκιά, εκεί». «Όχι, όχι, του λέω, λάθος κάνετε. Δεξιά είναι η ελιά κι αριστερά η συκιά». «Βρε Όλγα, λέει, εγώ το βλέπω απ’ την κάτω μεριά. Κατέβα κι εσύ από κάτω», απ’ το τηλέφωνο τώρα αυτά. «Να το δούμε μαζί από κάτω». Κι άρχισε να μου λέει που είναι η ελιά, που είναι η συκιά, ένα μέρος που ποτέ δεν είχε πάει. Να μας λέει τι αρχαία βρέθηκαν, που υπάρχει μια εκκλησία. Η εκκλησία αυτή, λέει, πράγματι υπάρχει, αλλά, αυτό δεν το ξέραμε εμείς, είναι χτισμένη πάνω σ’ έναν αρχαίο ναό. Δηλαδή, λέει, δεν είναι η εκκλησία που είναι μια βυζαντινή. Τα θεμέλια λέει είναι ενός αρχαίου ναού.
Και έχουμε τόσα πολλά να θυμόμαστε.
Η θεραπεία της Μ.
Την Μαίρη την Μ. που την πήρε τηλέφωνο. Είχε δισκοπάθεια και επρόκειτο να φύγει για Αγγλία, να χειρουργηθεί και της δίνανε πενήντα – πενήντα τοις εκατό πιθανότητες, να περπατήσει ή όχι. Είχε μείνει μήνες στο κρεββάτι με παράλυτο το ένα της πόδι.
Και ετοιμαζόταν να πάει στην Αγγλία, να της κάνουνε μια πολύ δύσκολη επέμβαση στην σπονδυλική στήλη, για την οποία της είχανε πει ήδη εξαρχής ότι οι πιθανότητες είναι πενήντα – πενήντα. Ότι ή θα διορθωθεί και θα γίνει καλά ή θα μείνει παράλυτη σε όλη της τη ζωή. Και η κοπέλα που είχε και κάποια οικονομική άνεση κ.λ.π., ήταν έτοιμη να φύγει για την Αγγλία, είχανε κάνει τα χαρτιά όλα.
Και παραμονές τον πήραμε τηλέφωνο και του είπαμε: «Παππούλη, η Μαιρούλα η Μ. θα φύγει για την Αγγλία, θέλει να την πάρετε, αν μπορείτε, ένα τηλέφωνο απλώς έτσι για κουράγιο». Την παίρνει τηλέφωνο: «Γειά σου παιδί μου, τι κάνεις;» κι αυτά.
Λέει:
-Παππούλη, να φύγω για την Αγγλία;
-Α, κάτσε να δούμε τώρα… Σε ποιο σπόνδυλο. Κι αρχίζει να της λέει σε ποιον σπόνδυλο είναι το πρόβλημα, τι ακριβώς έχει.
-Ναι, του λέει εκείνη, Ναι, γέροντα αλλά να πάω να το κάνω;
-Δεν πας να δεις και τον τάδε γιατρό;
-Γέροντα, του λέει, δεν περπατάω, είμαι παράλυτη έξι μήνες και ετοιμάζομαι…
-Λοιπόν να πας να δεις τον τάδε γιατρό.
-Παππούλη, του λέει, έχω πάει κι έχω δει όλες τις κορυφές.
-Λοιπόν καλά. Άντε, τώρα, σ’ αφήνω. Αύριο να πας να δεις τον τάδε γιατρό.
Και την άλλη μέρα σηκώθηκε και περπάτησε και πήγε και βρήκε το γιατρό που της είπε. Και βέβαια η Μαιρούλα η Μ. ποτέ δεν έκανε την εγχείρηση, γιατί σηκώθηκε και περπάτησε και τελείωσαν όλα αυτά.
Μαρτυρεί ότι είναι θαύμα.
Ο πατέρας της όμως, ο οποίος ησχολείτο με μεταφράσεις ινδουϊστικών βιβλίων κι όλα αυτά κι είχε μία υπεροψία με την χριστιανοσύνη, που ήτανε κι ένας αξιόλογος άνθρωπος…
Γ. Πραγματικά και καλός άνθρωπος.
Ο. Μια μέρα που είχε πάρει πάλι ο Παππούλης την Μαίρη, το σήκωσε εκείνος κι άρχισε να του λέει του Παππούλη με πολύ ύφος διάφορα πράγματα, ότι εκείνοι που κάναν αυτό και το άλλο. Και του λέει ο Παππούλης, αφού τον άκουσε: «Βρε καημένε, δεν κατάλαβες ότι με την κόρη σου έγινε θαύμα».
Ο άλλος τα έχασε. Δεν φανταζότανε να του μιλήσει τόσο ίσια. Γιατί ποτέ δεν το έλεγε τόσο ευθέως ο γέροντας.
Σ. Θα μπορούσε ίσως να το εκλάβει κανείς σαν ένα, ας πούμε, φυσικό γεγονός, ότι σηκώθηκε, αλλά του διευκρίνισε ότι δεν ήτανε φυσικό.
Ο. Όχι δεν ήτανε φυσικό.
Σ. Ο Γέροντας μαρτυρεί εδώ ότι έγινε θαύμα.
Ο. Γι’ αυτό σας το ανέφερα κιόλας, ότι, ενώ δεν το έλεγε συχνά, θύμωσε με τον πατέρα της Μαίρης, θύμωσε…
Σ. Τρόπος του λέγειν.
Ο. Βέβαια, τρόπος του λέγειν.
Σ. Αναγκάστηκε, για να τον βοηθήσει να καταλάβει την Χάρη του Θεού, να του πει ότι…
Ο. Στην κόρη του έγινε θαύμα, δεν ήτανε τυχαίο.
Ο Γιώργος θέλει να σας τα γράψει, γιατί έχουμε πολλά.
Καταγραφή αναμνήσεων.
Γ. Θα προτιμούσα πράγματι να τα γράψω με την ησυχία μου, γιατί ξέρετε και λόγω επιστημονικού υποβάθρου, επειδή είμαι θετικός επιστήμων, αναζητών σε όλα τα πράγματα την πραγματική όψη τους.
Σ. Την διατύπωση την ακριβολόγο.
Γ. Ναι. Και βέβαια είχαμε πολύ συχνά κόντρες με τον Παππούλη ουκ ολίγες.
Σ. Αν επιτρέπετε τι είναι η ειδικότητά σας;
Γ. Είμαι χημικός. Και ε, βέβαια είχαμε συζητήσεις πάντα για θέματα μεταφυσικά. Με απασχολούσαν πάντα αυτά, το ένα, το άλλο κι έτσι έχω κάποιες ωραίες ιστορίες με τον Παππούλη, αλλά έτσι θα προτιμούσα να τις σκεφτώ και να τις γράψω. Καλύτερα έτσι, παρά προφορικά, γιατί ήπτοντο ορισμένων περίεργων θεμάτων.
Σ. Ναι, ναι, είναι πολύ ενδιαφέρον να τα φέρετε στη μνήμη σας και να τα διατυπώσετε, ώστε να διασωθούν. Διότι θα δείτε και στο βιβλίο αυτό ότι πράγματα που έζησε ένας άνθρωπος, τώρα έμμεσα τα ζούνε όλοι, διότι γνωστοποιούνται. Ενώ προηγουμένως ο Γέροντας, έχοντας δώσει εντολή «Μη μιλάς, μη μιλά, μη μιλάς» έκανε να είναι γνωστά σε σας τα δικά σας και σε μένα τα δικά μου. Με την δημοσίευση όμως γίνονται τώρα κοινό κτήμα οι εμπειρίες όλων.
Ο Παππούλης χαρούμενο παιδί.
Ο. Υπήρχε, όμως και η άλλη πλευρά του Παππούλη που ζήσαμε, αυτή του χαρούμενου παιδιού.
Σ. Ναι.
Ο. Σε μία από τις εκδρομές που είχαμε πάει, για να βρούμε κτήμα, θυμόμαστε κιόλας εκείνη την αγάπη του για τα φυτά και για τα εκχυλίσματα και τα αρώματα. Επειδή κι εγώ είχα μια πολύ ευαίσθητη μύτη και μου άρεσαν όλα αυτά, σταματούσαμε στο δρόμο, κόβαμε λουλουδάκια ή φυτά, μου τα ‘δινε, τα μυρίζαμε, μου έλεγε: «Πες τι μυρίζεις». Κάποια στιγμή, περπατώντας στο βουνό, φτάσαμε σ’ ένα μέρος φραγμένο με συρματόπλεγμα και έπρεπε να το διασχίσουμε, για να βγούμε στην άλλη μεριά, που ήθελε ο Παππούλης να πάει. Ήτανε σ’ αυτό… Πώς το λέμε αυτό το χωριό που είναι εδώ στην Εθνική οδό, αμέσως μετά τα διόδια αριστερά; Το λένε Αφίδνες τώρα.
Σ. Τα Κιούρκα.
Ο. Ναι, στα Κιούρκα.
Λέει ο Γιώργος: «Θα περπατήσω να βρω ένα άνοιγμα, για να μπούμε μέσα» γιατί είχε πει ο Παππούλης: «Θα βγούμε στην άλλη μεριά, θέλω να δω κάτι συγκεκριμένο». Λέω εγώ: «Παππούλη, να βρούμε καμιά τρύπα να πηδήξουμε το συρματόπλεγμα, για να βγούμε. Τώρα να κάνουμε, το γύρο που θέλει ο Γιώργος, πολύ δεν είναι;».
Ο Γιώργος έφυγε όμως. Προχωρήσαμε εμείς. Βλέπουμε ένα σημείο του συρματοπλέγματος που ήταν χαμηλό. «Πηδάμε; Μου λέει, εμείς οι δυο; Κι ασ’ τον τον Γιώργο». Τι να κάνω εγώ, σκαρφαλώνω, πηδάω. Του λέω: «Να σας πιάσω. Παππούλη». «Τι να με πιάσεις, ευλογημένη, λέει, που θα πέσουμε κι οι δυο κάτω, αν με πιάσεις».
Σήκωσε τα ράσα, σκαρφάλωσε κι εκείνος, ψόφιοι στα γέλια και οι δυο. Χτυπιόμαστε σαν δυο παιδιά που κάνανε μια ζημιά. Περάσαμε και μετά ο Γιώργος, ύστερα από αρκετή ώρα, ήρθε και μας βρήκε περπατώντας και θυμάμαι τα γέλια που κάναμε έτσι μ’ αυτήν την σκηνή. Αυτό το χαρούμενο τρόπο και την παιδικότητα είχε ο Παππούλης.
Τόπος θεϊκής δύναμης και προσευχής.
Ο. Όπως επίσης είχε πει στο Γιώργο: «Να φέρνεις την Όλγα να περπατάει τον δρόμο από εκεί που αφήναμε τ’ αυτοκίνητο στα Καλλίσια μέχρι το εκκλησάκι. Το χρειάζεται, της κάνει καλό». Λέει ο Γιώργος: «Σ’ όλους κάνει καλό, όταν περπατάνε στην εξοχή». «Όχι λέει ο Παππούλης, δεν κάνει σ’ όλους. Η Όλγα το ‘χει περισσότερο ανάγκη… γυρίζει, και του προσθέτει: «Άλλωστε αυτός εδώ είναι τόπος δύναμης».
Το ‘πε για το Γιώργο βέβαια αυτό. Για όλους μας όμως ήτανε καλός περίπατος. «Ακόμα κι αν δεν είμαι εγώ, να έρχεστε και να περπατάτε, είναι τόπος θεϊκής δύναμης, αντλείτε θεϊκή δύναμη από εδώ».
Σ. Γιατί είναι η χάρις που έχει αγιάσει από τις προσευχές των ανθρώπων, που έχουν ζήσει εκεί και του Γέροντα και των προηγουμένων. Αιώνες προσευχών.
Γ. Μου έλεγε για τον τόπο που έχει γίνει εδώ η εκκλησία, εδώ στο Ησυχαστήριο. Εδώ όταν μπήκαν τα θεμέλια της εκκλησίας και έγινε η αρχή. Έχω να ‘ρθω πάρα πολύ καιρό και δεν έχω μπει στην εκκλησία τώρα, πώς είναι δεν ξέρω. Αλλά τότε ήταν απλώς ένα θεμέλιο και κατέβαινες κάτω σε ένα σκάμμα.
Σ. Έντεκα μέτρα βάθος.
Γ. Ναι, σ’ ένα πολύ μεγάλο βάθος. Και του λέω: «Μα, τι είναι αυτά που κάνεις, ρε Παππούλη, καταφύγιο, αντιατομικό καταφύγιο έχεις κάνει εδώ πέρα, έντεκα μέτρα βάθος». Τον πείραζα έτσι συνήθως. Και γυρνάει και μου λέει: «Δεν κατάλαβες. Αυτό το σημείο δεν επελέγη τυχαία. Αυτό είναι ένα σημείο εδώ που επελέγη ύστερα από πάρα πολύ ψάξιμο. Και να ξέρεις ότι εδώ, όταν θα χτιστεί η εκκλησία, θα κατεβαίνετε κάτω να προσεύχεστε. Διότι εδώ θα γίνεται άσκηση στην νοερά προσευχή».
Σ. Θα ‘ρχονται, λέει, κι άλλοι και θα είναι ένας τόπος άσκησης και προσευχής.
Γ. Δεν το θυμάμαι.
Ο. Πρέπει να το βρει ο Γιώργος πως ακριβώς του το είπε.
Γ. Η έννοια ήταν, εν πάση περιπτώσει, σ’ αυτό εδώ το σημείο η προσευχή θα έχει πολύ μεγαλύτερο αποτέλεσμα και πολύ μεγαλύτερη ένταση απ’ ό,τι αν γίνεται κάπου αλλού. Αυτό ήτανε το νόημα, χωρίς όμως να μου εξηγήσει βεβαίως τι και πως και γιατί.
Σ. Από όσα έχει πει σε πολλούς βγαίνει το συμπέρασμα ότι θα γίνεται η διδασκαλία και η άσκηση της νοεράς προσευχής και θα είναι κατάλληλα διαρρυθμισμένος ο τόπος.
Γ. Μάλιστα.
Σ. Δηλαδή θα είναι απομονωμένος ηχητικά και οπτικά, ώστε να μην υπάρχουν περισπασμοί. Λοιπόν θα συνδυάζεται η αγιότητα του τόπου και το περιβάλλον το κατάλληλο διαρρυθμισμένο που να βοηθάει, να μην έχει ο προσευχόμενος περισπασμούς εξωτερικούς, γιατί θα είναι στο βάθος, ούτε από πάνω θ’ ακούγεται, ούτε από δεξιά ούτε από αριστερά, ήχος ενοχλητικός. Έχει τρία υπόγεια η εκκλησία.
Γ. Μου το ‘χε πει εμένα ότι θα γίνεται στο υπόγειο. Έχω πάει, έχω κατέβει εκεί κάτω. Τρία υπόγεια είχε πει.
Υπόδειξη ενός Ιερέως: «να τα λέμε προς ωφέλειαν».
Σ. Λοιπόν ό,τι άλλο θυμηθείτε, θα το γράψετε είτε στο χαρτί είτε στην κασέτα.
Ο. Είχαμε συναντήσει μια φορά φεύγοντας, έναν ιερέα εδώ. Νέος ιερέας, έτσι ακριβώς σοβαρός, μας παρακάλεσε λοιπόν να τον πάρουμε μαζί μας, για να τον πάμε ως την Αθήνα. Είχαμε χώρο βέβαια, οι δυο μας είμαστε, και στο δρόμο δεν είχαμε να πούμε τίποτα. Ήταν άγνωστός μας. Άρχισε έτσι να μας ρωτάει πολύ ευγενικά, πως τον γνωρίσαμε, τι ξέρετε… Του είπα λοιπόν εγώ αμέσως την εμπειρία μου, γιατί του χρωστούσα την ζωή μου και μου ‘πε έτσι πολύ ήπια κι ευγενικά: «Παρακαλώ, ας τα λέτε αυτά προς ωφέλειαν όλου του κόσμου». Και ρώτησε: «Μπορώ να το χρησιμοποιήσω;» «Μα βέβαια, λέω. Εγώ το λέω όπου σταθώ κι όπου βρεθώ, γιατί είναι κάτι που το έζησα, δεν είναι απλώς που το άκουσα. Και μου είχε κάνει εντύπωση αυτή η φράση του ιερέως «Προς ωφέλειαν και των άλλων ανθρώπων».
Σ. «Και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός», λέει κάπου στο Ευαγγέλιο (Λουκά 8, 39).
Βλέπει αρχαία, βλέπει νοερά…
Ο. Είχε επίσης αγάπη, στο ποίημα εκείνο του Δροσίνη, για το Βοριά και τον ήλιο. Διάβασέ το, μου έλεγε, διάβασέ το. Κατάλαβες τώρα τι γίνεται εδώ πέρα; Η δύναμη της αγάπης, ο ήλος που ζεσταίνει κι όχι η βία και ο Βοριάς είναι αυτό που κερδίζει τον άνθρωπο.
Άλλη φορά μας μίλησε για το νερό που υπήρχε μέσα στο κτήμα μας. «Εκεί υπάρχει νερό, από εκεί υπάρχουν αρχαία». «Πώ πώ! Λέω, αρχαία και δεν θα μπορέσουμε να χτίσουμε». «Δεν θα τα βρείτε ποτέ» μου λέει. «Πού θα χτίσεις;» «Εκεί». «Δεν θα τα βρεις, εντάξει».
Γ. Και πράγματι ξέρετε δουλεύοντας με τις μπουλντόζες για να διαμορφώσουμε το χώρο βρήκαμε κάτι σπασμένα ψιλοπράγματα, τα οποία τα κουκουλώσαμε και γρήγορα – γρήγορα, όπως αντιλαμβάνεστε, για να μην έρθει η αρχαιολογία.
Ο. Εκεί όμως που είπε ότι υπάρχουν αρχαία, συμπτωματικά δεν σκάφτηκε ποτέ και δεν θα σκαφτεί ποτέ, για να μην ενοχληθούμε ποτέ.
Γ. Με τα νερά είχε αγάπη, επειδή μπορούσε και τα έβλεπε, ξέρετε…
Σ. Ναι, ναι.
Ο. Είχε έτσι μια μεγάλη αγάπη στο να τα βλέπει και αυτό το συζητούσε πάντα με το Γ. Όταν ήθελε να βρουν, τον έπαιρνε και του έλεγε: «Πάμε να δούμε την γεώτρηση που γίνεται εκεί».
Γιατί ο ευεργετημένος θέλει να βλάψει τον ευεργέτη.
Ο. Θυμάμαι και το άλλο που μας είχε πει. Ήθελε να μου εξηγήσει, πως είναι δυνατόν να ευεργετείς κάποιον, κι εκείνος να φέρεται όχι απλώς με αχαριστία, αλλά να κοιτάει να σου κάνει κακό από πάνω. Και λέει: «Μα αυτό είναι το φυσικό». Του λέω: «Φυσικό;» «Ναι, καλέ. Αυτό είναι το φυσικό, γιατί όσο, λέει, ζεις εσύ εκείνος θυμάται το χρέος του, επομένως πρέπει να σε αφανίσει για να σταματήσει να υπάρχει το χρέος.
Και μου είπε το παράδειγμα που χρωστούσε χρήματα κάποιος στον ίδιο τον Πατέρα Πορφύριο, τότε που έφτιαχνε τα πλεχτά για το Μινιόν (μου είχε πει όλη την ιστορία), πως εκείνος προσπάθησε να τον βλάψει, να φύγει από τη μέση.
«Αυτός, λέει, όσο σε βλέπει εσένα μπροστά του, θυμάται το χρέος του και θυμούμενος το χρέος του αισθάνεται άσχημα. Άρα ψάχνει να βρει κάθε τρόπο να σε αφανίσει».
Γ. Πραγματικά είχα κάνει μεγάλες προσπάθειες να βοηθήσω κάποιον. Όταν εγώ έφτασα σε δύσκολη θέση με πούλησαν, δεν κάνανε τίποτα. Αυτό το πράγμα με είχε πειράξει πάρα πολύ και του είπα: «Παππούλη, οι άνθρωποι που χρωστάνε τα πάντα σε μένα, όταν εγώ βρέθηκα σε ανάγκη με πουλήσανε» και τότε μου είπε αυτό.
Σ. Ότι είναι φυσικό;
Γ. Ναι. Έτσι είναι μου λέει. Φυσικό είναι, αυτό είναι φυσική συμπεριφορά. Γι’ αυτό τις περισσότερες φορές, όταν κάνει κανείς ευεργεσία, πρέπει να την κάνει αφανώς, να μην αισθάνεται ο άλλος υποχρέωση, να μην ξέρει κι από πού προέρχεται η ευεργεσία, γιατί μπορεί να μεταβληθεί η ευγνωμοσύνη σε εκδίκηση, σε κακό, ας πούμε.
Προτίμησε μια δουλειά μέσω της οποίας θα βοηθάς.
Ο. Μια φορά του είχε πει πάλι του Γ. «Να πας εκεί. Σε εκείνη την δουλειά». Δεν φαινότανε και ιδιαίτερα καλή. Εκείνη την εποχή, είχε δύο προτάσεις, του είπε: «Όχι, θα πας σε κείνη». Λέει: «Αλλά… εκεί δεν μου φαίνεται τόσο καλά». Και λέει ο Παππούλης: «Όχι, θα πας εκεί, γιατί εκεί θα βοηθήσεις κόσμο». Λέει: «Πώς θα βοηθήσω;» «Τίποτα δεν θα κάνεις, του λέει, εσύ απλώς θα είσαι εκεί. Και με την παρουσία σου μόνο θα βοηθάς. Τίποτα δεν θα κάνεις».
Και πράγματι πήγε. Δεν είχε καλή κατάληξη, αλλά ήτανε μια θετική παρουσία στο χώρο εκείνο.
Γ. Έτσι ελπίζω.
Ο. Ήτανε. Γιατί στη συνέχεια περάσαμε μια δύσκολη περίοδο και μας έκανε αυτό πάρα πολύ καλό. Μας άλλαξε πάρα πολύ. Πρώτον ότι είχαμε την ευτυχία, μη έχοντας δουλειά, να ερχόμαστε σχεδόν κάθε μέρα στο Γέροντα. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα να μας παίρνει τηλέφωνο και να παίρνουμε το αυτοκίνητο να ερχόμαστε, καθ’ ότι άνεργοι και να γυρίζουμε όλη μέρα μαζί. Ήταν μια ευλογημένη περίοδος στη ζωή μου.
Σ. Δόξα τω Θεώ. Πάντων ένεκεν.
Ο. Δόξα τω Θεώ. Δόξα τω Θεώ. Ελπίζω να μας παρακολουθεί και να μας ακούει.
Σ. Το μόνο βέβαιο.
Ο Παππούλης είναι κοντά μας και τώρα.
Γ. Πήγα προηγουμένως απάνω στο κελλί του. Και είχα πραγματικά την αίσθηση κύριε Σ. ότι ήτανε ζωντανός, ότι ήτανε εκεί. Δηλαδή εγονάτισα, θυμάμαι όταν ερχόμουνα, γονατίζαμε δίπλα στο κρεβάτι και έβαζε το χέρι του απάνω στο κεφάλι μας, σε μένα και στης Ο. το κεφάλι. Και των παιδιών μου, όταν ερχόντουσαν και τα παιδιά. Και είχα λοιπόν την αίσθηση κυριολεκτικά ότι ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι μου. Εντάξει θα μου πείτε, είναι η υποβολή, είναι…. Ξέρω γω.
Σ. Δεν ξέρει κανείς να διακρίνει τα όρια της υποβολής από την πραγματικότητα. Η φαντασία από την πραγματικότητα δεν απέχει πολύ.
Γ. Έκανα συχνά τέτοιες συζητήσεις εγώ επιστημονικές. Υπάρχει ζωή στ’ αστέρια; Τον ερώταγα. Άλλες ζωές και άλλες μορφές κλπ. Και τότε θύμωνε λοιπόν και μου έλεγε: «Ωχ, εσένα θα σε φάει το κεφάλι σου και το μυαλό σου. όλο ερωτήματα είσαι. Πάψε πια να σκέφτεσαι και να διαβάζεις».
Γιατί εγώ όλο ξέρετε τον ετσίγκλαγα – ας πούμε – και είχαμε κάνει κάποιες τέτοιες συζητήσεις. Αλλά θα σας τα γράψω καλύτερα.
Σ. Πολύ ωραία.
Από το βιβλίο: Θαυμαστά γεγονότα και συμβουλές του Γέροντος Πορφυρίου. Αθήναι, Σεπτέμβριος 2009.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.