ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β.
Κατά Αρείου, Σαβελλίου, Ευνομίου, Μακεδονίου και του δυσσεβούς Απολιναρίου.
Δευτέρα από αυτήν, ή και παρομοία με αυτήν, είναι η δυσέββεια του Σαβελλίου και του Αρείου, αι οποίαι είναι ενάντιαι η μία με την άλλην, επειδή η μία, δηλαδή η αίρεση του Σαβελλίου, αναιρεί τας υποστάσεις και φέρει εις Ιουδαϊσμόν, η δε άλλη, η του Αρείου, εξ εναντίας αθετεί το ομοούσιον των Υποστάσεων και επεισάγει τον Ελληνισμόν. Αυταί λοιπόν είναι αι δόξαι τούτων των ασεβών, και συν αυταίς πολλαί άλλαι, του Ευνομίου, του Μακεδονίου και των λοιπών, τας οποίας ήδη παρατρέχομεν. Επειδή η υπόθεσις του παρόντος λόγου δεν είναι να είπωμεν περί όλων των αιρέσεων αι οποίαι αθετούν το ομοούσιον και συμφυές της αδιαιρέτου και ασυγχύτου Τριάδος, ή, να είπω καλύτερον, αθετούν αυτήν την Αγία Τριάδα. Μετ’ αυτάς είναι και άλλη δυσέββεια, η του Απολιναρίου, κατά της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού, βλασφημούσα ως ατελή την ενανθρώπησιν του Λόγου, ο οποίος λέγει ότι ο Κύριος ενανθρώπισε χωρίς ψυχήν νοεράν, το οποίον δεν λέγεται ενανθρώπησις, μήτε ότι έλαβεν ο Κύριος δούλου μορφήν. Επειδή ο άνθρωπος σύγκειται εκ ψυχής και σώματος. Αθετεί λοιπόν αυτός ο άθλιος και τον ίδιο τον Σωτήρα λέγοντα: «την ψυχήν μου τίθημι υπέρ των προβάτων», και: «εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν». Και «ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού». Και πάλιν: «Πάτερ, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», δηλαδή την ψυχήν.
Ότι είχε ψυχήν σωματικώς, τούτο το μαρτυρεί η νέκρωσίς του και η ανάστασις πάλιν εκ νεκρών, επειδή ηνώθη η ψυχή τω σώματι. Και τούτο έκαμεν ο Σωτήρ μου δια να αναστήση εμέ τον αμαρτωλόν όλον, και ψυχή δηλαδή και σώματι. Δια τούτο με την ανάστασίν του πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ανεστήθησαν, δια να μαρτυρηθή και η ελευθερία των ψυχών, αίτινες ήσαν πρότερον εις τον άδην, και η αφθαρσία των σωμάτων, τα οποία έγιναν δια της κυριακής ψυχής, οπόταν κατήλθεν εις τον άδην και κατήργησε τον θάνατον, και έπειτα ηνώθη με το θείον σώμα, όταν ανεστήθη σωματικώς ο Κύριος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ.
Κατά του Χριστομάχου και ανθρωπολάτρου Νεστορίου.
Από αυτήν την αίρεσιν πολλοί έλαβον αφορμάς της απωλείας των, από τους οποίους πρώτος εστάθη ο Νεστόριος. Αυτός, εναντιούμενος τρόπον τινά εις τον Απολινάριον, εδογμάτιζεν ότι χωριστός είναι ο θείος Λόγος και χωριστός ο Χριστός. Χριστόν μεν λέγων το ανθρώπινον του Σωτήρος, ξεχωριστόν δε υποκείμενον τον λόγον, ο οποίος ενώκει, λέγει, κατά χάριν εις αυτό το σώμα, και όχι ότι ηνώθη καθ’ υπόστασιν, αρνούμενος ο παράφρων την σωτηρίαν και την θέωσίν μας, επειδή, αν δεν εσαρκώθη αυτός ο μονογενής υιός του Θεού, και εάν ο Λόγος δεν εγένετο σαρξ, και δεν εσκήνωσεν εις ημάς, δεν ωφελήθημεν ημείς παντάπασιν. Ή πώς ηθέλομεν λοιπόν αγιασθή; Ή πώς ηθέλομεν αναζήση εάν δεν ηθέλομεν ενωθή με την όντως ζωήν; Ή πώς ηθέλομεν καθαρθή εάν δεν ηνώνετο με ημάς ο μόνος καθαρός και αναμάρτητος;
Αλλά εκείνος μεν απεδείχθη ότι ησέβησε και εξωρίσθη, με ημάς δε συνανεστράφη αληθώς ο Θεός, καθώς λέγει ο Ησαΐας. Και η «Παρθένος έτεκεν Υιόν, ου το όνομα Εμμανουήλ». Το οποίον μεθερμηνεύεται ο Θεός με ημάς. Και «Παιδίον εγεννήθη υμίν Υιός, και εδόθη ημίν ο της μεγάλης βουλής Άγγελος, ο Υιός του Υψίστου, ου η αρχή επί του ώμου αυτού». Ο οποίος είναι θαυμαστός σύμβουλος, ο λόγος του Πατρός. Είναι Θεός ισχυρός, ως ομοούσιος τω Πατρί, είναι με ημάς ομοφυής κατά το ανθρώπινον. Είναι εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος, ως γέγραπται. Είναι τέλος πάντων «ο ην απ’ αρχής», καθώς ο ηγαπημένος βοά περί του λόγου της ζωής, «ο και εωράκαμεν και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, και η ζωή εφανερώθη». Δια τούτο και ημείς είμεθα εκ Θεού. Επειδή «παν Πνεύμα ό ομολογεί Κύριον Ιησούν εληλυθότα εν σαρκί, εκ του Θεού εστί». Ο δε Νεστόριος είναι εκ του Αντιχρίστου. Διότι παν πνεύμα ό μη ομολογεί Κύριον Ιησούν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ εστί», δηλαδή εκ του Αντιχρίστου. Αυτός ο Νεστόριος έγινεν αίτιος και πολλών άλλων ασεβειών εις πολλούς πρόξενος.
Κληρικός: Εις ποίους έγινε, Δέσποτα, πρόξενος ασεβείας;
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ
Κατά εθνικών, ήγουν των Μωαμεθιστών.
Αρχιερεύς: Έγινεν αίτιος ασεβείας ο Νεστόριος εις τους λεγόμενους εθνικούς. Αυτοί πρότερον ελάτρευον το άστρον το εωθινόν. Ύστερον δε απατηθέντες από έναν δυσεβέστατον και μαινόμενον βάρβαρον ομογενή των, ακάθαρτον και ασελγή, και όλον σκεύος του διαβόλου, από τον Μωάμεθ δηλαδή, Θεόν μεν ομολογούσιν, αλλά είναι παντάπασιν άθεοι, καθώς ήταν και το πρότερον. Επειδή δεν γνωρίζουν τον αληθινόν Θεόν, μήτε ομολογούσι τον άναρχον Πατέρα του ζώντος λόγου, τον αγέννητον, τον πανταίτιον, τον αεί όντα, τον γεννήτορα της ζώσης σοφίας, του μονογενούς, και ασωμάτου Υιού, τον προβολέα της αληθινής ζωής, του ζωοποιούντος και αγιάζοντος τα πάντα αγαθού και αγίου πνεύματος.
Αθετούν οι παράφρονες τον ασώματον Υιόν και λόγον του Θεού, και το εξ αυτού του Θεού θείον και ζωοποιόν Πνεύμα, και ενεργούν παν μιαρόν και βέβηλον έργον, και μάλιστα μετέρχονται αναφανδόν και αναισχύντως το πλέον αισχρότερον, ως συγκεχωρημένον από τον νόμον των, δηλαδή το παρά φύσιν και βδελυκτότατον έργον των Σοδομιτών, καταμιαινόμενοι και την ατιμίαν της πλάνης των, ως λέγει ο Παύλος, εν εαυτοίς υπομένοντες. Πλήθος γυναικών λαμβάνουσι, και είναι πλήρεις φόνων και ληστειών. Διότι ζουν με το τόξον και την μάχαιραν, και κινούνται πολεμίως κατά παντός έθνους, διώκοντες, φονεύοντες, αρπάζοντες, ως λησταί, τα αλλότρια, αποχωρίζοντες πατέρας από τέκνα, γυναίκας από άνδρας, χωρίς να λυπηθούν τελείως την φύσιν. Τρελαίνονται δια τα άσπρα, τρελαίνονται δια τας τρυφάς και ασελγείας, και το χειρότερον είναι ότι πλανώνται και πιστεύουν ότι αυτά τα λαμβάνουν ως δίκαιοι και πιστοί, μη ηξεύροντες οι άθλιοι ότι ο κόσμος αυτός παρέρχεται, και τον έχουν οι άνθρωποι ως μίαν παροικίαν και εξορίαν, και ότι εις τούτον τον κόσμον μάλιστα οι αμαρτωλοί και άρπαγες και άδικοι χαίρουν και τρυφούν περισσότερον. Επειδή και ο Δαβίδ πάροικος, καθώς λέγει, ήτο εις την γην, και εθρήνη λέγων: «οίμοι, ότι η παροικία μου εμακρύνθη!». Και ο Αβραάμ δια τον Θεόν περισσότερον την παροικίαν ηγάπησε, και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ και ο Μωυσής και οι Προφήται όλοι, την πτωχείαν και την ταλαιπωρίαν εις τον κόσμον αυτόν εζήτησαν.
Διισχυρίζονται προς τούτοις ότι έχουν και νόμον, ο οποίος είναι πλήρης παρανομίας και παντός είδους ασεβείας και αθεϊας και ασελγείας, όντες πεπλανημένοι οι άθλιοι από άνθρωπον μιαρόν και βάρβαρον, όστις κυριευόμενος από πλάνας δαιμονικάς, ονόμαζε τον εαυτόν του απόστολον θεού, και ότι ανέβη εις τον ουρανόν δια να ανατρέψη, φευ, την ανάληψιν του Χριστού και Θεού μου, και ετόλμα ο ασεβής να ονομάζη τον εαυτόν του ανώτερον και από αυτόν τον Χριστόν, και ότι είδε τον Θεόν κρυσταλλώδη και ολόσφαιρον, ο οποίος προσέτι τους διδάσκει τάχα και προσευχάς, δηλαδή ενθουσιασμούς τινάς προξένους πάσης παραφροσύνης και ανοίας, τους υπόσχεται δε παραδείσους πλήρεις πάσης ακολασίας.
Και τι πρέπει να ομιλώ δι’ αυτήν την αθεϊαν, την οποίαν ο μισόκαλος, ως αλογοτέραν από όλας τας πλάνας, και ως πλέον ακάθαρτον, την εσήκωσε καθ’ ημών των χριστιανών, και μαινόμενος ο πονηρός κατά της ευσεβείας μας, ενεργεί δια μέσου του ασεβούς τούτου έθνους όσα αι θείαι γραφαί προλέγουσι περί του αντιχρίστου, και κατατρέχει την αληθινήν και μόνην του Χριστού πίστιν. Επειδή παραχωρεί ο Χριστός δια να δοκιμασθούν οι εκλεκτοί του και να μάθουν ότι ο κόσμος ούτος παρέρχεται και ότι καθώς αυτός εδιώχθη εις τούτον τον κόσμον, θέλομε διωχθεί και ημείς οι δούλοι του. Όταν όμως έλθη αυτός μετά δόξης εις την εσχάτην ημέραν, θέλομεν ζήσει ομού με αυτόν, και θέλομεν είσθαι αιωνίως ομού με αυτόν και με τους αγγέλους. Οι δε ασεβείς θέλουν καταδικασθή αιωνίως εις την γέενναν ομού με τον πονηρόν διάβολον, διότι εμιμήθησαν το φονικόν αυτού, το αντίθετον, το ακάθαρτον, το αρπακτικόν και μανικόν, το εχθρώδες, το ανήμερον και ψευδές και επίορκον.
Πώς δε έδωκεν εις αυτούς ο Νεστόριος τας αιτίας της ασεβείας, άκουσον. Ο μιαρός ούτος δεν ηθέλησε να ομολογήση τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, Υιόν του Θεού, και λόγον συναΐδιον σαρκωθέντα καθώς ο ηγαπημένος λέγει: «Και ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Αλλά χωριστά εδογμάτιζε τον λόγον και χωριστά τον Χριστόν. Και Χριστόν μεν έλεγεν το πρόσλημμα του λόγου (δηλαδή το ανθρώπινον σώμα το οποίον προσέλαβε) και άνθρωπον κεχαριτωμένον τον ονόμαζε, δια τούτο και χριστοτόκον δυσσεβώς επονόμαζε την Παναγίαν Παρθένον, την Θεοτόκον.
Αυτού λοιπόν του δυσσεβούς Νεστορίου, ο οποίος εξωρίσθη εις Ώασιν, δεξάμενος ύστερον εις εκείνους τους τόπους ο παμμίαρος προστάτης της ασεβείας των εθνικών το δόγμα, και διατρίβων εκεί, μεγαλύτερον με από όλους τους Προφήτας ονόμαζε τον Χριστόν, και ότι αναλήφθη εις τους ουρανούς και εκάθισεν εκεί. Όμως δεν τον ομολογεί Θεόν ο δυσσεβής, μήτε λόγον Θεού, αλλά λόγω Θεού γεγονότα, μη ηξεύρων ο δυσσεβής ότι αφού είναι λόγος Θεού ο Χριστός, δια δε λόγου Θεού εκτίσθη ο ουρανός και η γη και όλη η κτίσις, αυτός ο λόγος ακολουθεί να είναι ο ζων, ο διαμένων εις τους αιώνας, καθώς είπεν ο Δαβίδ: «Δι’ ου και οι ουρανοί εστερεώθησαν». Ος και εν αρχή ην, ως καταγγέλλει το Ευαγγέλιον, και προς τον Θεόν ην. «Και δι’ αυτού τα πάντα εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε». Επειδή «πάντα εν σοφία εποίησας», καθώς ψάλλει ο Δαβίδ προς τον Θεόν. Και ο Σολομών «Θεέ Πατέρων, ο ποιήσας τα πάντα εν λόγω σου, και τη σοφία σου κατασκευάσας τον άνθρωπον». Αυτός είναι περί Ου γέγραπται: «και ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Αλλά περιττόν είναι να εκτεινώμεθα και να λέγωμεν περισσότερα περί αυτής της ασεβείας τούτων των αθέων, η οποία στηλιτεύεται και εξελέγχεται και αυτή ομού με την δυσσέβειαν των ιουδαίων, οι οποίοι ηθέτησαν τον Κύριον και τους Προφήτας του και τον παλαιόν νόμον του. Επειδή όλοι φανερά εκήρυξαν περί του λόγου του Θεού και του Αγίου Πνεύματος και περί της εκ της Παρθένου σαρκώσεως, και όλης αυτού της οικονομίας, των οποίων ιουδαίων είναι συγγενείς οι εθνικοί εις την απιστίαν και θεομαχίαν, και αθετούν τον ζώντα Υιόν του Θεού, την εκ της Παρθένου σάρκωσιν, ήτις έγινε δια την σωτηρίαν του κόσμου, και το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον ζωοποιεί και συνέχει τα πάντα. Από τας βλασφημίας του Νεστορίου και άλλοι πολλοί εξέπεσαν, ως είπομεν, εις άλλας ξένας βλασφημίας.
Κληρικός: Και ποιοι είναι αυτοί, άγιε Δέσποτα;
Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα.
Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη 2001, ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης τετάρτης εκδόσεως.
***
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.