Ελληνορθόδοξες Κοιτίδες Της μικρασίας: Το Λοιβήσι και η Μάκρη – Μητροπ. Μύρων, Χρυσοστόμου Καλαϊτζή.

ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«ΤΟΥ ΣΕΒ. ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ».

Μια εργασία μου ακόμα, που σκοπό της έχει τη διεύρυνση της γνώσης για ότι, το Μικρασιατικό. Ένας οδηγός στα βήματα μας, σωστό «Αναλόγιο», για ν’ ανακαλεί, ν’ αναλογιζόμαστε και να υπενθυμίζει πράγματα που δεν πρέπει να ξεχνιούνται μέσα στο χρόνο! Μ’ αυτό μου τον τρόπο επιχειρώ να στηρίζω τη μνήμη και την συγκίνηση των αιώνων της μακραίωνης ελληνορθόδοξης παρουσίας μας στη Μικρασία.
Γιατί η εργασία μου αυτή, πέραν της Επαρχίας μου, των περιορισμένων δηλαδή ορίων της Λυκίας, περιλαμβάνει ενδιαφέροντες χώρους της Ιωνίας, της Καριάς, της Πισιδείας, της Παμφυλίας και της Κιλικίας, για να μπορέσω να περιλάβω, το περιεχόμενο, που προσφέρεται στο αγαπητό αναγνωστικό κοινό, όσο το δυνατό περισσότερων κοιτίδων, που κατοικούσαν πρόγονοι μας, στις περιοχές που επεκτείνομαι, όπως ήταν φυσικό. Χωρίς να παραμελήσω να σημειώσω ότι υπάρχουν και χώροι που κατοικούσαν Έλληνες και δεν αναφέρθηκαν δια πολλούς και διαφόρους λόγους και ιδίως από έλλειψη αρκετών πληροφοριών σήμερα, όπως είναι για παράδειγμα το Ουλού-Πουρλού, το Σέρβιεν, το Ασάρ, το Ντινέρ, το Τεφενή, ο Στάνος, η Τριμύλια, το Καριγέ, το Καπάγατς, το Παγιάτ, ο Κασαμπάς, τα Σώκια, οι Φούρνοι, ο Κιουμπές της Πισιδείας κ.λπ..
Μ’ άλλα λόγια, με τον τρόπο αυτό επιχειρώ και τη δική μου συγκινησιακή αφήγηση. Και θα παρομοίαζα τον εαυτό μου, αν δεν φοβόμουνα μη παρεξηγηθώ, με τους ιστορικούς εκείνους, που συλλέγουν τα στοιχεία τους, σαν να φυσούνε στάχτες ανάμεσα στις όποιες όμως συναντούν, εδώ κι εκεί, κάποια κάρβουνα, που κρατούν ακόμα τη φωτιά τους!
Παρέα, λοιπόν, αγαπητέ αναγνώστη, έλα να διαβούμε τ’ αγιασμένα αυτά χώματα της μάνας μας Μικρασίας. Με τον τρόπο αυτό θα προσπαθήσουμε, πρώτα εγώ και στη συνέχεια εσύ, να εννοήσουμε και στη συνέχεια να μεταδώσουμε και στους υπόλοιπους, στους πολλούς, τι σημαίνουν οι τόποι αυτοί για μας, οι τόποι στους όποιους έζησαν και διέπρεψαν, κατά τη μακραίωνα ανθρώπινη ύπαρξη, οι πρόγονοι μας!
Και για να ‘μαι πιο σαφής, στο έργο μου αυτό, επιχειρώ αποδελτίωση μερικών γραπτών πληροφοριών και λίγη προφορική προσφυγική μαρτυρία, δηλαδή διασταύρωση αρχειακή και προφορική. Περιγραφή σύντομη, κατ’ ανάγκη, λόγω περιορισμένου υλικού και χώρου, της μάνας γης των προγόνων μας, σ’ ένα απεραίωτο «ανακάλημα», μ’ ότι αυτό μπορεί να σημαίνει, ανάμνηση η μοιρολόι…
Πάντως, αξίζει τον κόπο να καταγράψει κανείς υποθέσεις, που αντέχουν ακόμα στο πέρασμα του χρόνου, και να δώσει μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα του νότου της Μικρασίας. Κι αυτό ισχύει περισσότερο για μένα, μια κι εκεί ανήκει και η θεόδοτη εκκλησιαστική μου Επαρχία, τα Μύρα της Λυκίας.
Γι’ αυτό αποφάσισα να κάμω αυτή την εργασία και δούλεψα αισθανόμενος μια απέραντη ευτυχία γι’ αυτό, μετά την επιτυχημένη εμφάνιση του μικρού θρησκευτικού και εκκλησιαστικού οδηγού των Ορθόδοξων Ενοριακών Ναών και Αγιασμάτων της Περιφέρειας Βλάγκας – Κοντοσκαλίου – Ύψωμαθείων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως (Έκδοση Μητροπόλεως Μύρων, Αθήνα 2004), την οποία, επίσης, φροντίζω με την εντολή της Μητρός Εκκλησίας και του Προκαθημένου αυτής Οικουμενικού Πατριάρχη και Δεσπότη μου κ.κ.Βαρθολομαίου. Η προσπάθεια μου αυτή θα ‘θελα να θεωρηθεί ως μέρος προσφοράς κόπου και μόχθου στη μνήμη της Μικρασίας. Μια οφειλή σ’ αυτούς που έζησαν εκεί και με τον ιδρώτα τους και την ευσυνειδησία τους κράτησαν καρτερικά τη μοίρα τους και τη λαλιά τους και στάθηκαν όρθιοι και περήφανοι στη ζωή και στο θάνατο, δικαιώνοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο τους αγώνες τους για τη δημιουργία μιας όμορφης ζωής, αλλά δυστυχώς ουτοπικής, στην Ανατολή.
Προσπάθησα, όσο μπορούσα πιο απλά να παρουσιάσω το αποκαλούμενο «Αναλόγιο» του νότου, το αφιερωμένο στα βήματα των προσκυνητών μας, τώρα και αρκετά χρόνια. Θέλησα ακόμα να ρίξω τον προβολέα της μνήμης και για τους επόμενους χρόνους, που έρχονται, σ’ ένα περιδέραιο με ολίγιστες πλέον πολύτιμες πέτρες, που απομένουν εκεί κάτω, και που χάνουν, μέρα με τη μέρα, όπως είναι φυσικό, τη λάμψη τους, από την τραχιά επαφή των αιώνων. Και αντιλαμβάνεστε ότι χρειάζεται αρκετή φαντασία, για να ξαναζωντανέψει κανείς την αλλοτινή ακτινοβολία των μνημείων αυτών και να αποκαταστήσει νοερά παλιές δόξες!
Ας εκληφθεί, λοιπόν, και η αδύναμη αυτή προσπάθεια του πετροβράχου στη γέννα και στη Μητρόπολη, Δεσπότη των σημερινών Μύρων, ως όνειρο που πιστεύει να γίνει πολύ γρήγορα πραγματικότητα εμπράγματης συναδέλφωσης και προκοπής του τόπου, που προστατεύει ο Στρατηλάτης του νότου, παρά τη φτώχεια σε πλούτο και βάθος γνώσης, που έχουμε, για το χτες και για το σήμερα του λησμονημένου κόσμου της Μικρασίας. Αλλιώς, και χωρίς γνώση του χώρου, δεν μπορεί να υπάρξει «καρποφόρα ιστορική συγγραφή».
Το σημειωματάριο αυτό, ο οδηγός, ας εκληφθεί, ακόμα, ως ένα έναυσμα, μια προσπάθεια, ώστε ο οποιοσδήποτε φιλίστορας η φιλομαθής να πάρει αυτά, που η περιέργεια του υπαγορεύει και η ψυχή του επιθυμεί.
Ιδιαίτερα οφείλω να ευχαριστήσω, για τη συμβολή του στην έκδοση του βιβλιαρίου, το Δ. Συμβούλιο της Εταιρίας Φίλων του Αγίου Νικολάου Μύρων της Λυκίας.
Και μην ξεχάσω να σημειώσω, και μερικούς συντρέξαντες φίλους, όπως τον Σταύρο Ανεστίδη, Διευθύνοντα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, το Δρα Πάνο Κολιομιχάλη, Πρόεδρο της Εταιρίας Φίλων του cΑγιου Νικολάου Μύρων της Λυκίας, τον Θόδωρο Προφαντόπονλο, Υπεύθυνο της Kodak Ελλάδος, και τον Λάμπρο Κωστάκη, πολιτικό μηχανικό, χωρίς τη συμβολή των οποίων θα ‘ταν σχεδόν αδύνατη η συγκρότηση αυτού, που έχετε μπροστά σας, να τους ευχαριστήσω, όλους ιδιαίτερα και προσωπικά και από τη θέση αυτή για τη διάθεση τους να με συμπαρασταθούν όση αυτών δύναμη!

Μύρα 2004, του Αγίου Νικολάου.
Ο Μύρων Χρυσόστομος

ΤΟ ΛΟΙΒΗΣΙ
(Καρμυλησσός, Kaya)

Πρόκειται για το χωριό φάντασμα σήμερα. Το συναντήσαμε με πολλές και διάφορες γραφές: Λοιβήσι, Λεβίσι, Λειβύσι, Λιβίσι, Λειβήσι και Λιβήσι. Εμείς όμως προτιμήσαμε την επιγραφή, που βρίσκεται σε μια βρύση του, που σώζεται και σήμερα. Το 1912, είχε αμιγή χριστιανικό πληθυσμό 6.500 κατοίκους. Ήταν όλοι χριστιανοί Ορθόδοξοι, οι περισσότεροι αυτόχθονες και άλλοι από τα Δωδεκάνησα και το Καστελόριζο. Άλλοι πάλι σημειώνουν ότι είχε περίπου 4.000 Ρωμηούς, πριν την Ανταλλαγή.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ
Ιεροί Ναοί:
α) Άγια Άννα (Παλιά Παναγιά)
Της μέσης ενορίας. Ταπεινή και μικρή εκκλησία, χωρίς σήμαντρο – απαγορεύονταν, τότε, που χτίζονταν, τα σήμαντρα από τους Τούρκους, με πολύ πλούσια όμως αφιερώματα. Δεν λειτουργούσε το καλοκαίρι, όταν οι ενορίτες της κατέβαιναν στην πεδιάδα, κοντά στη θάλασσα.
β) Παναγιά η Πυργιώτισσα (Κάτω Παναγιά)
Της κάτω ενορίας. Λειτουργούσε και το καλοκαίρι, μια και ήταν πιο κοντά στους παραθεριστές χριστιανούς.
γ) Ταξιάρχες (τον Ταξιάρχη Μιχαήλ)
Της άνω ενορίας. Μεγαλοπρεπής ναός. Το καλοκαίρι δεν λειτουργούσε. Εδώ ήταν το κέντρο της κωμόπολης, με τα εμπορικά καταστήματα και τα καφενεία.
Κάθε ενορία είχε από δύο παπάδες, που λειτουργούσαν εκ περιτροπής.
Γνωστοί ιερείς σε μας είναι: Αρχιερατικός Επίτροπος παπά Διονύσιος Αντωνιάδης, παπά Γρηγόριος (Γεώργιος Εμμ. Τσακήρης), παπά Νεόφυτος Σακελλαρίδης, παπά Αντώνιος Νικολάου.
δ) Μικρός Ναός του Σωτήρος
Στην κοιλάδα. Το προαύλιο του αρχικά χρησιμοποιούνταν για σχολείο. Τον χρησιμοποιούσαν ιδίως το καλοκαίρι, όταν οι Λοιβησιανοί κατέβαιναν στην κοιλάδα για παραθερισμό.
ε) Ναός του Αγίου Κωνσταντίνου, με ψηφιδωτά.
ς) Ναός του Αγίου Ισιδώρου, που μετετράπηκε από τους Τούρκους σε τζαμί.
Κοντά στην εκκλησία, ήταν η πλατεία του «λυχτρού» (πηγαδιού) του Χατζαυγηρινού, όπου ήταν τα περισσότερα καφενεία.
Παρεκκλήσια:
α) του Αγίου Γεωργίου, παλαιότατο και κατερειπωμένο.
β) του Αγίου Στεφάνου, επί αρχαίων ερειπίων, χτισμένο από τον Αντώνη Χατζή Αντωνίου (Άγιασμα).
γ) Παναγιά τα Μάτσα, μετά τον Άγιο Στέφανο (Αγίασμα).
δ) του Αγίου Ιωάννου
ε) της Άγιας Μαρίνας.
ς) του Αγίου Θαρανού (η Θαρρινού).
ζ) του Σωτήρος Χρίστου, στην κορυφή του βουνού προς το νότο.
η) της Παναγιάς της Πετρικιάς (Άγιασμα),
θ) της Παναγιάς τον Χάσπελι (Άγιασμα),
ι) της Αγίας Παρασκευής, στην κορυφή του βουνού, προς το νότο.
ια) Παναγιά του Πυρετού (η Πυρέτου), δυτικά της κοινότητας.
ιβ) το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου, στα χωράφια που λέγονταν «ΑϊΝικολάκια».
ιγ) τα ναΐδρια της Αγίας Παρασκευής, της Αγίας Σιδερής (Ισιδώρου), του Αγίου Ελευθερίου.
ιδ) του Αγίου Ηλιού (Άγιασμα).
ιε) του Αγίου Ελευθερίου (Άγιασμα).
Μονή Αγιάφκουλα:
Ιερά Μονή των Εύκολων. Γινόταν μεγάλη πανήγυρη, την Τετάρτη, μετά το Πάσχα. Εδώ υπήρχε και ο Ναός του Αγίου Ελευθερίου.
«Αϊ μου Ληυτέρη κηι ληυτέρωσί την, κι Αϊ μου Εύκολα κι ηυκόληνί την».
Ο καθεδρικός ναός της Μονής, όμως, το Καθολικό, ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Εδώ υπήρχε και το «μουρμουράκιν» της Παναγίας (το μνημείο της Παναγίας), σπήλαιο μέσα στο οποίο βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας της Πυργιώτισσας, από τούρκο!

Ερείπια:
Του παλιού Ναού της Παναγίας του Συκαμνιού
«Την Παναγιά του Συκαμνιού θε να την κάμου φιλούν να γλέπει τ’ άρφάκι μου χσαν της μηλιάς του μήλουν»

Νεκροταφεία:
Δύο νεκροταφεία είχε το Λοιβήσι:
α) Του Αγίου Παντελεήμονα, στον τουρκικό συνοικισμό. Το νεκροταφείο έγινε με δαπάνες του Παύλου Μακρυκώστα. Το παρεκκλήσι του όμως, του Αγίου Παντελεήμονα, το έχτισε ο Κωστούλης Μαυράκος.
β) Της Παναγιάς του Πυρετού (η Πυρετού), για τις μέση και κάτω ενορίες.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ
Το 1845, δίδασκε ο παπάς στο νάρθηκα της Αγίας Άννας. Αργότερα η διδασκαλία γινόταν δίπλα στην εκκλησία, σε αίθουσα που λέγονταν «στο Μιτόχιν».
– Δάσκαλος ο Παυλίνος Ιωαννίδης (1845-1848),
– – Δάσκαλος ο Μιχαήλ Μουσαίος (αλληλοδιδακτική μέθοδος).
– Το σχολείο σε δύο μορφές, αλληλοδιδακτικό και ελληνικό. Αργότερα, το 1864, το πρώτο σχολείο, στο λόφο «Κουνουσάτα», με τρεις τάξεις: η μεγάλη αλληλοδιδακτική και οι δύο μικρότερες: σε ελληνικά τμήματα.
– Δάσκαλος Α. Σπανός,
– Δάσκαλος Σταματιάδης,
– Δάσκαλος Χατζή Παπάς Κωνσταντίνος η Πουλιτσού,
– Δάσκαλος γέρο-Μπάρμπα Γιάννης (ήταν τυφλός),
Δάσκαλος Κυριάκος Τσακήρης,
Δάσκαλος Γεώργιος Εμμ. Τσακήρης (και παπά Γρηγόρης).
Το 1896, λειτουργούσαν στο Λοιβήσι δύο σχολεία, με 400 παιδιά.
ΑΡΡΕΝΑΓΩΓΕΙΟ (έτη 1910 -1912) 420 – 440 μαθητές, και 5 δάσκαλοι.
ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΟ 240 250 μαθήτριες, και 3 δασκάλες.

ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ :
– Κωνσταντίνος Τουράπης.
– Χατζη-Νικόλαος Λουιζίδης, έμπορος μεταλλείων χρωμίου, που δώρισε το «Λουιζίδειο σχολείο», στην πατρίδα του, το Λοιβήσι.
– Βασίλειος Βασιλειάδης, από τη μεγάλη Λοιβησιανή οικογένεια των Αϊ-Βασίληδων.
– Αδελφοί Κωνσταντίνος και Κυριάκος Κρεμμύδας.
– Αντώνιος Χατζή-Αντωνίου.
– Γεώργιος Θεοδώρου Πανήγυρης.
– Ευαγγελία Ν. Βασιλειάδου, το γένος Γαρουφάλου.
– Αλκιβιάδης Σαράφης.
– Μιχαήλ Μουσαίος. Πασίγνωστη προσωπικότητα της Λυκίας, που οι συμπατριώτες του τον ονόμαζαν «το φως του Λοιβησίου», πάππους του Πλάτωνα Μουσαίου και της Καλλιόπης Μπουγιούκου, που εξέδωσε Τις παροιμίες της Μάκρης και του Λοιδησίου.

Η ΜΑΚΡΗ
(Τελμησσός, Fethiye)

Όμορφη παραλιακή κωμόπολη, στα νότια παράλια της Μικρασίας, κοντά στα όρια των περιοχών Σμύρνης και Ικονίου, στο μυχό του ομώνυμου κόλπου. Η πρώτη της άνθιση χρονολογείται από τη βυζαντινή εποχή. Από τότε, διατηρούσε το έντονο ελληνικό χρώμα της. Οι Έλληνες κάτοικοι κατείχαν όλη την οικονομική και εμπορική ζωή της περιφέρειας.
Οι Έλληνες της Μάκρης γνώρισαν διωγμούς, το καλοκαίρι του 1922, και θρήνησαν αρκετά θύματα, μέχρι που, με την Ανταλλαγή, κατέφυγαν στην Ελλάδα.
Από καταλόγους, που δυνηθήκαμε να ερευνήσουμε, με την ευγενή διάθεση των αρχείων της Εταιρείας των Φίλων του Λαού των Αθηνών, και πιο συγκεκριμένα, με την άδεια του φίλου Καθηγητού κ. Νικολάου Μπρατσιώτη, βλέπουμε ότι το σχολικό έτος 1913 – 1914 η ομιλούμενη γλώσσα στην Μάκρη ήταν η ελληνική.
Είχε 1 νηπιαγωγείο, με 2 τάξεις και 130 νήπια, 1 αρρεναγωγείο, με 6 τάξεις και 240 μαθητές, και 1 παρθεναγωγείο, με 6 τάξεις και 160 μαθήτριες.
Ο πληθυσμός της ήταν πάντοτε, κατά τα γνωστά επίσημα αρχεία της Μητρόπολης Πισιδείας, 3.000 Έλληνες, 400 Μουσουλμάνοι και 300 Αρμένιοι. Σύνολο 3.700 κάτοικοι.
Διαφέρουν οι αριθμοί: Το σχολικό έτος 1919 – 1920, όταν βλέπουμε τη γλώσσα, πάλι, ελληνική με 1 νηπιαγωγείο 2 τάξεων και 80 νηπίων, 1 αρρεναγωγείο με 4 τάξεις και 190 μαθητές, και 1 παρθεναγωγείο με 3 τάξεις και 100 μαθήτριες.
Ο πληθυσμός 2.500 Έλληνες, 340 Μουσουλμάνοι και 260 Αρμένιοι. Σύνολο 3.100 κάτοικοι.
Το 1922, Δήμαρχος της πόλης ήταν ο Οσμάν Μπέης, ο οποίος ήξερε πολύ καλά ελληνικά. Υπήρχε χωροφυλακή στην πόλη, γιατί στα βουνά ληστοσυμμορίες Τούρκων λήστευαν και σκότωναν διαβάτες. Είχε επίσης δικαστήρια και φυλακές. Είχε 4 χριστιανούς δικηγόρους: τον Γιώργη Λαζαρίδη, τον Γιώργη Κόλλια, τον Χατζηγιάννο και έναν Αντώνη.
Δικαστικός χριστιανός ήταν ο Χατζημανώλης Αντωνιάδης.
Συνοικίες της Μάκρης ήταν:
α) Η Καρά-Γκιουλ η Καμμένη Πόρτα, ανατολικά της πόλης,
β) Το Κορδόνι, η παραλία της Μάκρης,
γ) Η Μαχαλέ Καϊφεσί, η περιοχή Παλιό Χάνι,
δ) Η Πεσίχτας, πέτρινη κούπα, και
ε) Η Πασπατούρα.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ
Αν θα ‘θελε κανείς να αναφερθεί στις άγραφες πληροφορίες προσφύγων προς το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, θα μπορούσε να προσθέσει και τα εξής:
«Το 1897 η πόλη είχε 6.000 κατοίκους, από τους οποίους μόνο το 1/4 ήταν Τούρκοι. Λίγο αργότερα, ήρθαν Τουρκοκρητικοί, περίπου 600 οικογένειες, και αλλοίωσαν τον πληθυσμό. Το 1912 είχε 5.500 κατοίκους, από τους οποίους οι 3.000 ήταν Έλληνες ή Ελληνόφωνοι, 100 οικογένειες Εβραίων και λίγοι Αρμένιοι. Οι χριστιανοί της Μάκρης ήταν αυτόχθονες και λίγοι από το Λοιβήσι».
Το 1920 είχε 6.500 κατοίκους, από τους οποίους 3.000 ήταν Έλληνες.
«Οι Έλληνες της Μάκρης μιλούσαν ωραία Ελληνικά, μόνο οι γεροντότεροι μιλούσαν πιο βαριά. Συνηθίζανε μεταξύ τους να βγάζουν παρατσούκλια. Μόνο οι άνδρες γνώριζαν Τουρκικά για τις συναλλαγές τους, ενώ οι γυναίκες μιλούσαν μόνο Ελληνικά. Τα τραγούδια και οι χοροί ήταν μόνο στα Ελληνικά.
Η Εκκλησία τους ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Στα χρόνια, πριν την Ανταλλαγή, είχε δύο παπάδες γραμματισμένους, τον παπά Αντώνη και τον παπά Νεόφυτο. Είχε και Πρωτοσύγκελο τον π. Διονύσιο. Αυτός ήταν και στη θέση του Δεσπότη, φρόντιζε για το διορισμό των παπάδων και έδινε και άδειες για γάμους και βαφτίσια. Ο Δεσπότης, στον οποίο ανήκε η περιοχή, έμενε μακρυά. Στη Μάκρη, ερχότανε μια φορά το χρόνο και γινότανε μεγάλο πανηγύρι και υποδοχή. Ο τελευταίος δεσπότης λεγότανε Κωνσταντίνος, άνθρωπος σεβάσμιος και ηλικιωμένος, αλλά και πολύ σπουδαγμένος. Στην υποδοχή δεν πήγαινε όλος ο κόσμος, παρά μόνο οι προύχοντες, η Δημογεροντία, οι επίτροποι, η Εφορεία του Σχολείου, οι δάσκαλοι, ο Πρωτοσύγκελος, οι παπάδες και πρώτος, σε τιμητική θέση, ο Χατζηνικόλας Λουϊζίδης. Ο κόσμος ο πολύς έβλεπε τον Δεσπότη, μόνο στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Περίμεναν με χαρά, άμα τελείωνε η Εκκλησία, να πάνε κοντά, να τον προσκυνήσουν και να του φιλήσουνε το χέρι. Έδινε συμβουλές να τηρούνε την Ορθοδοξία και να μαθαίνουν καλά τη γλώσσα τους στα παιδιά τους.
Η Εκκλησία της Μάκρης ήταν ο Άγιος Νικόλαος, βρισκόταν ακριβώς στη ρίζα του βουνού. Έξω από το Ναό, υπήρχε επιγραφή που έλεγε: «Άγιος Νικόλαος. Ιερός Ναός Μάκρης.» Η συνοικία του Αγίου Νικολάου λεγότανε Τε-Καβάτι (Μοναχό Πλατάνι). Κοντά στην Εκκλησία και μπροστά στον πλάτανο, υπήρχε μαρμάρινη βρύση του Κωνσταντίνου Τουράπη, με το καλύτερο νερό της Μάκρης. Μέσα στον περίβολο της Εκκλησίας, 3 μέτρα ψηλά, είχε χτιστεί δεξαμενή, που γέμιζε νερό από τη βρύση. Με ένα σωλήνα από την τρύπα του καναλιού -στο πάνω μέρος του σωλήνα υπήρχαν μικρά σωληνάκια-ερχόταν με πίεση το νερό από τη δεξαμενή και έκαμε σιντριβάνι μέσα στο καζάνι. Εκεί έκαμε ο παπάς τον Αγιασμό και πήγαινε ο κόσμος και έπαιρνε Αγίασμα από το καζάνι. Όλα ήταν όμορφα, γιατί τα φώτιζε ο πολυέλαιος.
Νεκροταφειακός Ναός της Μάκρης ήταν ο Άγιος Παντελεήμων. Ανηφορικά από τον Άγιο Νικόλαο, 100 μέτρα προς το βουνό, υπήρχε μονοπάτι, που έφτανε στο Ελληνικό νεκροταφείο. Στη συνέχεια το μονοπάτι ενώνονταν, με τον αμαξωτό δρόμο Μάκρης – Λοιβησίου.
Στην πόλη υπήρχε και Εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, το οποίο γκρέμισαν οι Τούρκοι στον πόλεμο».

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ
Υπήρχε Αναγνωστήριο, στη Μάκρη, με το όνομα «Τελμησσός» (ίδρυση 1873).
Το 1896, στη Μάκρη λειτουργούσαν δύο σχολεία, με 100 παιδιά. Τα Λουϊζίδεια Εκπαιδευτήρια, στο Λοιβήσι, και στη Μάκρη, στο λόφο του Αγίου Γεωργίου (ίδρυση 1886).
Η Μάκρη είχε δύο σχολεία:
ΑΡΡΕΝΑΓΩΓΕΙΟ (έτη 1910 -1912)
Μεγάλο σχολείο, με 6 αίθουσες, διευθυντήριο και γυμναστήριο, εγκαινιάστηκε στις 7 Ιανουαρίου 1907 : 325 – 350 μαθητές και 5 δάσκαλοι.
ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΟ
Σε μεγάλο σπίτι, δωρεά Βασιλείου Βασιλειάδου. 210 – 230 μαθήτριες και 3 δασκάλες.

ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ:
Καλλιόπη Λουιζίδου, Βασίλειος Βασιλειάδης, το ζεύγος Χατζη Νικολάου.
Μια μικρή αναφορά: «Ο Μεγάλος Δωρητής ο Χατζηνικόλας Λουϊζίδης είχε δικά του μεταλλεία στην περιφέρεια της Μάκρης και κέρδιζε πολλά χρήματα. Έκαμε πολλές δωρεές, όπως το σχολείο το λεγόμενο Λουϊζίδειος Σχολή, Εκκλησίες, τζαμί Τουρκικό και χάβρα Εβραίων. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Ε τον έκαμε πασά και τον έστειλε στολή και παράσημο. O Νικόλας ήταν σωματώδης, ψηλός και ωραίος και όταν φορούσε την στολή έμοιαζε με πασάς. Παιδιά δεν έκαμε. Όταν πέθανε, η γυναίκα του η Καλλιόπη και οι προύχοντες της Μάκρης τον έθαψαν στο προαύλιο της Εκκλησίας το 1911».
Η πόλη είχε επίσης 2 φάμπρικες των αδελφών Θεοδοσιάδη, Στέλιου και Βασιλάκη, που άλεθαν σιτηρά, καθώς και ένα βυρσοδεψείο χριστιανικό.
Τοπική παροιμία για την οικονομία: Όποιος έχει δύο μάτια παίρνει σιτάρι, όποιος έχει ένα παίρνει αλεύρι και όποιος είναι στραβός παίρνει ψωμί!

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Οι Ελληνορθόδοξες Κοιτίδες της Μικρασίας. Οδηγός Ιστορικός Θρησκευτικός και Εκκλησιαστικός.»
Μητροπολίτου Μύρων
Δρος Χρυσοστόμου Καλαϊτζή
Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Μύρων
Αθήνα 2007

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.