Άφησε τον νουν σου να τρέξη όσον θέλει και να επεκταθή προς τα επάνω. Θα τον εύρης έπειτα να έχει περιπλανηθεί πάρα πολύ και να έχει αεροβατήσει πολύ και πάλιν να ξαναγυρίζει εις τον εαυτόν του, διότι δεν ημπορεί να κάμη κατωτέραν του εαυτού την αρχήν. Διότι πάντοτε η αρχή ευρίσκεται έξω και είναι ανωτέρα από αυτό το οποίον γίνεται κατανοητόν. Λοιπόν «εν αρχή ην ο Λόγος».
Ω τι θαύμα! Πως όλαι αι λέξεις συνεδέθησαν ισαξίως η μία με την άλλην! Το «ην» ισοδυναμεί με το «εν αρχή». Που είναι αυτός που βλασφημεί; Που είναι η γλώσσα που μάχεται τον Χριστόν; Αυτή η οποία λέγει: υπήρχε κάποτε εποχή κατά την οποίαν δεν υπήρχε. Να ακούεις την γλώσσαν του Ευαγγελίου «εν αρχή ην». Εάν δε υπήρχεν ανέκαθεν, τότε, πότε δεν υπήρχε;
Να αναστανάξω διά την ασέβειαν των ή να σιχαθώ την αγραμματωσύνην των; Αλλά προτού γεννηθή, δεν υπήρχε. Γνωρίζεις δηλαδή πότε εγεννήθη, διά να ημπορέσεις να προσδιορίσης τον χρόνον; Διότι το προτού είναι λέξις που σημαίνει χρόνον και η οποία εις αρχαιότητα τοποθετεί άλλο εμπρός από άλλο. Πως είναι σωστόν η γέννησις του ποιητού του χρόνου να υπόκηται εις τας χρονικάς κατηγορίας; Λοιπόν «εν αρχή ην». Εάν δεν απομακρυνθής από το «ην», δεν θα επιτρέψης καμία διείσδυσιν της πονηράς βλασφημίας.
Διότι όπως οι θαλασσοπόροι, όταν στηρίζωνται εις δύο αγκύρας, περιφρονούν την τρικυμίαν, έτσι και εσύ θα χλευάσης την πονηράν αυτήν ταραχήν που προκαλείται εις την ζωήν από τα πονηρά πνεύματα και κλονίζει την πίστιν των περισσοτέρων, εάν με την ασφάλειαν των λόγων τούτων οδηγήσης εις το λιμάνι την ψυχήν σου. Επιζητεί η διάνοιά μας, ποίος «ην εν αρχή»; Ο Λόγος, λέγει. Ποίος λόγος; Ο ανθρώπινος λόγος ή ο λόγος των αγγέλων; Διότι ο απόστολος μας υπαινίχθη ότι και οι άγγελοι έχουν ιδίαν γλώσσαν, με το να ειπή: «εάν ομιλώ τας γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων» (Α΄Κορ. 13, 1).
Αλλά και η έννοια του λόγου είναι διπλή. Διότι ο ένας λόγος είναι αυτός που προφέρεται με την φωνήν και που χάνεται εις τον αέρα αμέσως μετά την προφοράν του. Ο άλλος δε είναι «ενδιάθετος», διότι υπάρχει μέσα εις τας καρδίας. Αυτός είναι διανόημα. Και διάφορος είναι ο τεχνικός λόγος. Να προσέχης να μη σε ξεγελάσει ποτέ η συνωνυμία της λέξεως. Διότι πως θα υπήρχεν ανέκαθεν ο ανθρώπινος λόγος, εφ’ όσον ο άνθρωπος έλαβε την αρχήν της δημιουργίας του κάπου εδώ κάτω; Πριν από τον άνθρωπον υπήρχαν θηρία. Πριν από τον άνθρωπον υπήρχαν κτήνη. Δηλαδή, όλα τα ερπετά, όλα τα χερσαία ζώα και όλα τα ζώα που ζουν εις το νερόν, τα πετεινά του ουρανού, τα άστρα, ο ήλιος, η σελήνη, τα βότανα, τα σπέρματα, η γη, η θάλασσα, ο ουρανός. Δεν υπήρχε λοιπόν ανέκαθεν ο ανθρώπινος λόγος, αλλ’ ούτε ο λόγος των αγγέλων.
Ολόκληρος η κτίσις είναι κατωτέρα από τους αιώνας, διότι έλαβε την αρχήν της από τον Κτίστην. Και ο λόγος που υπάρχει εις την καρδίαν και αυτός είναι νεώτερος από καθένα από τα νοητά. Ομιλών προς χάριν σου διά τον Μονογενή, τον ωνόμασε Λόγον. Όπως λοιπόν και το φώς θα τον ειπή ολίγον παρακάτω και ζωήν και ανάστασιν. Και όπως όταν ακούσης φως δεν κατεβαίνης εις το φως τούτο που γίνεται αισθητόν εις τα μάτια, ούτε όταν ακούσης ζωήν δεν εννοείς την κοινήν αυτή ζωήν, την οποίαν ζουν και τα άλογα ζώα, έτσι και όταν ακούης Λόγον, να προσέξης μήπως εξ’ αιτίας της αδυναμίας της διανοίας κατέλθεις εις χαμερπή και ταπεινά νοήματα. Αλλά να εξετάσης το νόημα της λέξεως. Διατί όμως λέγεται Λόγος; Διά να δειχθή ότι έχει προέλθει από τον νουν. Διατί Λόγος; Διότι εγεννήθη χωρίς πάθος. Διατί Λόγος; Διότι είναι εικών αυτού που τον εγέννησε και τον φέρει εις τον εαυτόν του ολόκληρον. Δεν απέσπασε κομμάτι απ’ εκείνον, αλλ’ υπάρχει από μόνος του τέλειος, όπως και ο ιδικός μας λόγος απεικονίζει ολόκληρον την έννοιά μας.
Αυτά δηλαδή που εσκέφθημεν εις την καρδίαν μας, αυτά επροφέραμεν διά του λόγου μας και αυτόν το οποίον προφέρεται είναι απεικόνισμα του νοήματος, που υπάρχει εις την καρδίαν. Διότι ο λόγος προφέρεται από το περίσσευμα της καρδίας. Και είναι η καρδία μας ωσάν κάποια πηγή, ο δε λόγος που προφέρεται ωσάν κάποιο ρυάκι που ρέει από την πηγήν αυτήν. Τόσον λοιπόν είναι αυτόν το οποίον απορρέει, όσον είναι αυτόν το οποίον πρώτα αναδύεται από μέσα. Και ότι λογής είναι αυτόν το οποίον είναι κρυμμένον, τέτοιο είναι και αυτόν το οποίον φαίνεται.
Είπε λοιπόν Λόγον, διά να παραστήση την απαθή γέννησιν από τον Πατέρα και διά να θεολογήση προς χάριν σου την τελείαν ύπαρξιν του Υιού και δια να υποδηλώση μ’ αυτά την άχρονον συνάφειαν του Υιού προς τον Πατέρα. Άλλωστε και ο ιδικός μας ο λόγος, που είναι γέννημα του νου, γεννάται απαθώς, δηλαδή δεν τέμνεται, ούτε μερίζεται, ούτε ρέει αλλά παραμένων ολόκληρος ο νους εις την σύστασίν του, παράγει ολόκληρον και τέλειον τον λόγον. Και ο λόγος ο οποίος εξεπορεύθη περιέχει εντός του ολόκληρον την δύναμιν του νου που τον εγέννησεν.
Όσον λοιπόν είναι ευσεβές, αυτό να λάβωμεν από την λέξιν Λόγος διά την θεολογίαν του Μονογενούς. Αυτό που τυχόν εύρης να είναι σφαλερόν και φαίνεται ανάρμοστον, να το αφήνης και με κάθε τρόπον να το υπερπηδάς. «Εν αρχή ην ο Λόγος». Εάν δε έλεγεν «εν αρχή ην ο Υιός», με την ονομασίαν του Υιού θα υπησείρχετο μαζί και η έννοια του πάθους. Επειδή λοιπόν εις ημάς, αυτά τα οποία γεννούν μέσα εις τον χρόνος και με πάθος, διά τούτο επρόλαβε και είπε Λόγον διά να διορθώση εκ των προτέρων τας αναρμόστους αντιλήψεις και διά να σου διαφυλάξη άτρωτον την ψυχήν.
Και ο Λόγος ην προς τον Θεόν. (Ιωάν. 1,1). Πάλιν εδώ το «ην» λέγεται δι’ αυτούς που βλασφημούν ότι δεν υπήρχε. Που ήταν ο Λόγος; Όχι βέβαια εις κάποιον τόπον. Διότι τα απερίγραπτα δεν περιέχονται εις τόπν. Αλλά που ήταν; Πλησίον εις τον Θεόν. Ούτε ο Πατήρ καταλαμβάνει κάποιον τόπον ούτε ο Υιός κάποιαν περιοχήν που να γίνεται παραδεκτή διά της περιγραφής. Αλλ’ άπειρος είναι ο Πατήρ, άπειρος είναι και ο Υιός. Καθετί που θα μπορούσες να εννοήσεις, και όπου θα ημπορούσες να πορευθής με το πνεύμα σου, θα το εύρης να είναι γεμάτον από την παρουσίαν του Θεού. Παντού εις όλα θα εύρης να επεκτείνεται συγχρόνως και η ύπαρξις του Υιού. «Και ο Λόγος ην προς τον Θεόν». Πρέπει να θαυμάσης την ακρίβειαν κάθε λέξεως. Δεν είπεν «εν τω Θεώ ην ο Λόγος» αλλά «προς τον Θεόν», διά να παραστήση το ιδιαίτερον γνώρισμα της υποστάσεως.
Δεν είπεν «εν τω Θεώ» διά να μη δώση λαβήν διά σύγχισην της υποστάσεως. Διότι πονηρά είναι και εκέινη η βλασφημία αυτών, οι οποίοι επιχειρούν και συγχέουν τα πάντα, και οι οποίοι λέγουν ότι ο Πατήρ και ο Υιός και το άγιον Πνεύμα είναι ένα υποκείμενον και εις ένα και το αυτό πράγμα αποδίδονται διάφορα ονόματα.1 Η ασέβεια είναι πονηρά και ημπορή να αποφεύγεται όχι ολιγώτερον από όσον και εκείνη αυτών, οι οποίοι βλασφημούν και λέγουν ότι ο Υιός του Θεού κατά την ουσίαν του είναι ανόμοιος προς τον Θεόν Πατέρα.
«Και ο Λόγος ην προς τον Θεόν». Έπειτα με το να χρησιμοποιήσει συγχρόνως την λέξιν Λόγος διά να παραστήση την απαθήν γέννησιν, γρήγορα κατέπαυσεν και την ζημίαν που γίνεται ης ημάς από τον Λόγον. Και τρόπον τινά αφού τον αποσπά από την συκοφαντία των βλασφήμων, τι πράγμα, λέγει είναι ο Λόγος; «Θεός ην ο Λόγος». Να μη, παρακαλώ, επινοής διαφοράς λόγων, διά να μην προσάψης κάποιαν βλασφημίαν εις την διδασκαλίαν περί του Αγίου Πνεύματος εξ’ αιτίας των κακών επινοημάτων. Έχεις την απόφασιν. Υποτάξου εις τον Κύριον. «Θεός ήταν ο Λόγος. Αυτός ήταν ανέκαθεν κοντά εις τον Θεόν» (Ιωάν. 1, 1-2). Πάλιν ανακεφαλαιώνεται με ολίγας λέξεις ολόκληρος η θεόλογία, που ο ευαγγελιστής μας παρέδωκε περί του Μονογενούς. Αυτός ποιος είναι; Αυτός είναι ο Λόγος, ο Θεός. Αφού δηλαδή σου εσχημάτισεν την έννοιαν σχετικά με Αυτόν, με το να εντυπώση τρόπον τινά εις την ψυχήν σου με την διδασκαλίαν αυτά που είναι άγνωστα και με το να θρονιάση εις την καρδίαν σου τον Λόγον Χριστόν, έπειτα λέγει «Αυτός».
Ποιος είναι αυτός; Να μη παρατηρήσεις έξω, εξετάζων προσεκτικώς αυτό το οποίον σου υποδηλώνει η δεικτική λέξις, αλλά να εισέλθης εις τα απόκρυφα της ψυχής σου και τον Θεόν. Που εδιδάχθης ότι υπάρχει «εν αρχή», δηλαδή αυτόν ο οποίος προήλθεν ως Λόγος, που ήταν κοντά εις τον Θεόν, αυτόν αφού γνωρίσης και θαυμάσης και προσκυνήσης τον Δεσπότην σου, αυτόν ο οποίος εγκατεστάθη εις σε διά της διδασκαλίας, να γνωρίζης ότι αυτός ήταν «εν αρχή», δηλαδή πάντοτε πλησίον εις τον Θεόν, τον Πατέρα του.
Αυτάς τας ολίγας λέξεις, παρακαλώ, να διατηρήσετε, με το να τας εντυπώσετε ωσάν σφραγίδαν εις την μνήμην σας. Αυταί θα είναι απόρθητον τείχος εις τας επιθέσεις αυτών οι οποίοι σκευωρούν. Αυταί είναι φυλακτήριον των ψυχών, σωτηρία δι’ αυτούς οι οποίοι τας προτάσσουν. Αν κάποιος σε επλησίαζε και σου έλεγε: εγεννήθη, ενώ δεν υπήρχε, διότι εάν υπήρχε τότε πως εγεννήθη;, να αποκρούης την βλασφημίαν εναντίον της δόξης του Μονογενούς, ωσάν δαιμονική φωνή. Εσύ δε να επαναλαμβάνης τα ευαγγελικά λόγια: «εν αρχή ήταν ο Λόγος και ο Λόγος ήταν προς τον Θεόν και Θεός ήταν ο Λόγος. Αυτός υπήρχεν ανέκαθεν πλησίον του Θεού».
Να ειπής διά τετάρτην φοράν το «ην» και θα καταργήσης τα δικά τους ουκ ην. Αυτά τα θεμέλια της πίστεως να παραμείνουν ασάλευτα. Επάνω εις αυτά θα κτίσωμεν επιπλέον, εφ’ όσον το επιτρέψη ο Θεός, και τα υπόλοιπα. Διότι δεν ημπορούμεν να σας τα είπωμεν όλα διά μιας, δια να μην αχρηστεύσωμεν με την υπερβολική έκτασιν του λόγου αυτά τα οποία με κόπον έχετε συλλέξει. Διότι η διάνοια αδυνατούσα να συλλάβη όλα μαζί, παθαίνει το ίδιον με την κοιλίαν, η οποία αδυνατή να χωνεύση, εξ’ αιτίας του υπερβολικού κόρου, αυτά τα οποία έφαγε.
Σας εύχομαι λοιπόν να γλυκαθήτε μεν κατά την γεύσιν, να ωφεληθείτε δε κατά την χώνευσιν. Εγώ δε στέκομαι έτοιμος προς χάριν σας διά την διακονίαν των υπολοίπων, με την βοήθειαν του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.
1. Υπονοεί τον Σαβέλλιον και τους οπαδούς του, οι οποίοι εδέχοντο ότι ο εις Θεός φανερώνεται άλλοτε ως Πατήρ, άλλοτε ως Υιός και άλλοτε ως Άγιον Πνεύμα. Ότι δηλαδή τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι τρόποι φανερώσεως. Προσωπεία, με τα οποία η απρόσωπος θεότης εφανερώθη εις τον κόσμον.
Από τη σειρά βιβλίων Μ. Βασιλείου Έργα, τόμος 7, εκδ. ΕΠΕ. Απόδοση στα νέα ελληνικά Βασίλειος Ψευτόγκας.
Πηγή: Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», Τεύχος 266, Ιανουάριος 2015
Η/Υ επιμέλεια Νεκταρίας Κυριακούλη.