Κλήση από το Ράδιο Ταξί. Διαδρομή από Πειραιά για εκτός Αθηνών με επιστροφή. Οι συνάδελφοι μού έκαναν πλάκα.
-Άντε, τυχερή, σου έφεξε σήμερα. Καλό ταξίδι!
-Το ταξίδι ήταν για την Πελοπόννησο. Βρίσκομαι στο ακριβές σημείο. Με πλησιάζει μια κυρία γύρω στα σαράντα πέντε.
-Καλημέρα σας. Έχω πολλές αποσκευές, πειράζει; με ρωτάει γλυκά.
-Όχι βέβαια. Αρκεί να χωράνε, της απαντώ με το ίδιο ύφος.
Οι αποσκευές ήταν τόσο πολλές, που αναγκάστηκα να γεμίσω και το πίσω κάθισμα. Η κυρία πολύ ευγενική, μου ζητούσε συνέχεια συγγνώμη για τις αποσκευές της.
-Ξέρετε, παντρεύω την κόρη μου που θα μείνει στην επαρχία και της πάω τα προικιά της, μου λέει γελώντας.
-Μην ανησυχείτε, αρκεί που χώρεσαν.
Μπήκαμε στο ταξί και ξεκίνησα. Έκανα τον σταυρό μου και είπα:
Καλό μας ταξίδι. Έκανε το ίδιο και η κυρία.
Ταξίδι όμως στα μουγκά δεν γίνεται- τη ρώτησα:
-Πήρατε μαζί σας καφέ για τον δρόμο;
-Όχι, δεν πήρα, θα σταματήσουμε στην Κόρινθο και θα πιούμε. Και στον γυρισμό θα σας κάνω και το τραπέζι. Και απ’ όσα χρήματα μου είπε το κέντρο σας, εγώ θα σας δώσω άλλα μισά, γιατί οι αποσκευές είναι πάρα πολλές.
-Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Τη ρώτησα τα συνηθι¬σμένα, αν έχει καλό σύζυγο, πόσα παιδιά έχει κ.λπ. Δεν εί¬χα συναντήσει ως τώρα, στα οκτώ χρόνια που εργάζομαι στο ταξί, ευτυχισμένο ζευγάρι. Εδώ πιστεύω πως το συνά¬ντησα. Θα σας μιλήσω στη συνέχεια για την ευτυχία αυτής της οικογένειας.
Ο διάλογος μας μέσα στο ταξί:
-Με τον σύζυγο σας πώς τα πάτε;
-Πολύ καλά.
-Δηλαδή;
-Δεν υπάρχει δηλαδή… Είμαστε πολύ καλά.
-Νιώθετε ευτυχισμένη;
-Αρκετά.
-Ωραία… Μπορείτε, τώρα, να μου πείτε και το μυ¬στικό της ευτυχίας; της λέω γελώντας.
-Η καλή διάθεση, η κατανόηση και, το κυριότερο, η αγάπη και η συγγνώμη και το Εγώ να γίνεται Εμείς.
Είναι γεγονός πως στο πρόσωπο της κυρίας έβλεπες την ευτυχία. Τα μάτια της και το πρόσωπο της έλαμπαν, όπως και το χαμόγελο της.
-Μάλιστα! ωραίο συναίσθημα η αγάπη! Πόσα χρόνια είστε παντρεμένοι;
-Παντρεμένοι είμαστε είκοσι επτά, και ένα χρόνο γνωριμία και αρραβώνα, εικοσιοκτώ.
-Εικοσιοκτώ χρόνια ευτυχίας;
-Σου φαίνεται περίεργο, ε;
-Δεν είναι;
-Κοίταξε να σου πω. Εμείς αγαπηθήκαμε και οι δύο, όχι ο ένας. Τον Νίκο τον γνώρισα σε μια γιορτή. Ήμουν τότε δεκαεπτά ετών και εκείνος είκοσι ένα. Ήταν το πιο μαζεμένο, το πιο όμορφο, το πιο ντροπαλό και το πιο σοβαρό αγώρι. Μου άρεσε από την πρώτη ματιά. Εδώ γελάει.
-Γιατί γελάτε;
-Εκείνο το βράδυ δεν ήθελα να χορέψω με κανέναν άλλο, παρά μόνο μ’ εκείνον. Σε όσα αγόρια μού ζητούσαν να χορέψουμε, εγώ έλεγα όχι. Όμως ούτε εκείνος σηκώθη¬κε. Πέρασαν δύο ώρες χωρίς να κινηθούμε από τις θέσεις μας. Όλοι οι άλλοι χόρευαν, μιλούσαν, γελούσαν… Εμείς απλά χαμογελούσαμε. Κάποια στιγμή ακούστηκε ένα τρα¬γούδι, που άρεσε και στους δύο μας .
Ήρθε δειλά, μου άπλωσε το χέρι και μου ζήτησε να χορέψουμε. Αμέσως σηκώθηκα. Η παρέα μάς πείραζε: «Τόση ώρα δεν μας λέγατε πως θέλατε αυτό το κομμάτι, για να χορέψετε;» Οι φίλοι του Νίκου άρχισαν «εγώ θα σε παντρέψω», έλεγε ο ένας, «όχι εγώ», ο άλλος και γινόταν χαμός! Εγώ περίμενα να απαντήσει: «Έλα, σταματήστε τώρα, τέλος ο χαβαλές!» Εκείνος με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε στ’ αυτί: «Θέλεις να παντρευτούμε;» «Θέλω», του απαντάω, κοιτώντας τον στα μάτια. Από εκείνο το βράδυ μέχρι σήμερα είμαστε μαζί.
-Ε, απότομα μου φτάσατε στο τέλος! Μια ολόκληρη ζωή μού την χωρέσατε σε μια βραδυά;
-Ε, τι άλλο θέλεις να σου πω;
-Όλα! Τι συνέβη στην πορεία των εικοσιοκτώ ετών, της λέω γελώντας.
-Α, εσύ θέλεις να μάθεις όλη τη ζωή μου, μου α¬παντάει και αυτή στον ίδιο τόνο.
-Ρώτα με και θα σου απαντάω σ’ ό,τι θέλεις• αλλά, πριν αρχίσεις τις ερωτήσεις, πες μου πώς σε λένε;
-Ράνια. Εσένα;
-Μαρία.
-Λοιπόν, Μαρία! Πώς σου έκανε την πρόταση γά¬μου;
-Πολύ απλά, με ρώτησε τι ζητάω από έναν άνδρα και του είπα.
-Τι του είπες;
Εδώ την έπιασαν δυνατά γέλια. -Ε, ότι ζητάει η κάθε κοπέλα, να μ’ αγαπάει, να με προσέχει, κλπ.
-Εκείνος τι σου είπε;
-Α! Εκείνος μου είπε πολύ απλά- θέλω να μου φέρε¬σαι, όπως θα σου φέρομαι. -Δηλαδή;
-Ο Νίκος είναι πολύ ήπιων τόνων δεν του αρέσουν οι φωνές, οι καβγάδες, τα κουτσομπολιά. Μια φορά εγώ είχα θυμώσει με τη μητέρα μου και, όταν ήρθε ο Νίκος σπίτι, του μίλησα απότομα. Χωρίς να μιλήσει, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Το βράδυ που ήρθε, τον ρώτησα: «-Γιατί το έκανες αυτό;» «-Τι έκανα;» «-Έφυγες, χωρίς να μου πεις τίποτε!» «-Και πάλι θα το κάνω, αν δεν τηρήσεις αυτό που είπαμε: Όπως σου φέρομαι, θα μου φέρεσαι. Σου έχω φωνάξει ποτέ, σ’ ό,τι λάθος έχεις κάνει;» «-Όχι!» «-Πάντα το συζητάμε, σωστά;» «-Συγγνώμη» του είπα, του έδωσα ένα φιλί, κι έτσι δεν ξανάγινε ποτέ.
-Πόσο κράτησε το ειδύλλιο; ρώτησα.
-Ένα χρόνο- στους τέσσερις μήνες αρραβωνιαστή¬καμε, στον χρόνο παντρευτήκαμε και στους εννέα μήνες είχαμε το πρώτο μας παιδί.
-Πόσα παιδιά έχετε;
-Τέσσερα. Δύο κορίτσια και δύο αγόρια.
-Τέσσερα! Μπράβο!
-Θέλεις να μου πεις για τις οικογένειες σας;
-Οι οικογένειες μας ήταν και οι δύο πολύ φτωχές από χρήματα- αλλά από αγάπη πιο πλούσιες δεν γινόταν. Στην οικογένεια του μπήκα δεκαοκτώ ετών, τους αγάπησα πάρα πολύ, τους ένιωσα δικούς μου, τα κουνιάδια μου αδέλφια, τους γονείς του γονείς μου. Το ίδιο και εκείνοι. Βλέπεις, ήμουν η πρώτη νύφη που μπήκε μέσα. Όταν παντρεύτηκαν οι υπόλοιποι, πήρα την πεθερά μου σπίτι μου, ο πεθερός μου είχε πεθάνει.
Είκοσι χρόνια έμεινα με την πεθερά μου στο ίδιο σπίτι- ποτέ δεν ανταλλάξαμε μια κουβέντα άσχημη. Η πε¬θερά μου μου μεγάλωσε τα τρία παιδιά- εκείνη είχε αναλάβει τα πάντα μέσα στο σπίτι. Εγώ βοηθούσα το Νίκο στη δουλειά.
-Μπράβο. Με τι ασχολείστε;
-Έχουμε χρυσοχοείο. Όμως έγινε με μεγάλο κόπο και πολλές στερήσεις. Ξεκινήσαμε από μια τρύπα, όπου επισκευάζαμε χρυσά και ρολόγια. Και σιγά-σιγά, με υπο¬μονή και συνεννόηση, ανοίξαμε ένα μικρό μαγαζάκι, με λίγα χρυσά στην αρχή και ύστερα μεγαλύτερο. Οι δουλειές πήγαιναν πάρα πολύ καλά, μας ευλογούσε ο Θεός.
Να σου πω, γιατί μας ευλογούσε;
-Και βέβαια να μου πεις.
-Κάποια μέρα η κόρη μου ήταν άρρωστη, είχε πολύ υψηλό πυρετό και είπα στον Νίκο να μη πάω μαζί του. Τό¬τε λέει η πεθερά μου: «Όχι, κόρη μου, να πας- το παιδί θα το προσέχω εγώ, μην ανησυχείς». «Καλά» της είπα και φύ¬γαμε. Όμως είχα ανησυχία και έφυγα πιο νωρίς από το μα¬γαζί. Πήγα σπίτι, άνοιξα την πόρτα και τι να δω! Την πεθε¬ρά μου γονατισμένη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας να προσεύχεται και το παιδί να κοιμάται. Έκλεισα την πόρτα σιγά και γύρισα πίσω στο μαγαζί. «Όλα καλά» είπα στον άντρα μου και σε κανένα δεν είπα τι είδα. Αυτό το έκανα αρκετές φορές στη συνέχεια. Είτε μαγείρευε είτε σφουγγάριζε είτε έπλενε, ό,τι και αν έκανε, προσευχόταν. Γι’ αυτό ήμασταν ευλογημένοι, γι’ αυτό αποκτήσαμε αρκε¬τή περιουσία. Βέβαια και εμείς πιστεύουμε πάρα πολύ στον Θεό. Αν ρωτήσεις τον άνδρα μου, τίνος παιδί είσαι, θα σου πει της Παναγίας. Όμως δεν προσευχόμαστε όσο εκείνη. Το μεγάλο ευχαριστώ, βέβαια Του το λέμε συνέ¬χεια, δεν είμαστε αγνώμονες απέναντι Του.
-Η περιουσία, που έχετε αποκτήσει από την εργασία σας, είναι στα δύο ονόματα;
-Όχι, όλα είναι στο όνομα του Νίκου.
-Να κάνω τον συνήγορο του διαβόλου;
-Να τον κάνεις.
-Εκείνος το θέλει να είναι όλα στο όνομα του;
-Όχι, κάθε φορά που γινόταν κάποια αγορά, μου έλε¬γε: Μαρία θα πας να κάνεις τα συμβόλαια. Κι εγώ του έλε¬γα- όχι πήγαινε εσύ, το ίδιο είναι.
-Έχετε κάνει μεγάλη περιουσία;
-Αρκετή.
-Δεν σκέφθηκες, όμως, πως οι άνθρωποι τρελαίνο¬νται, όταν αποκτήσουν χρήμα, και διαλύουν την οικογέ¬νεια, προκειμένου να ζήσουν ελεύθεροι, να χαρούν -και καλά!- τα χρήματα τους; Δεν σου πέρασε αυτό από το μυαλό ποτέ;
-Όχι, ποτέ! Άκου Ράνια, τον άνδρα μου τον αγάπη¬σα, όπως με αγάπησε κι εκείνος. Για ό,τι αποκτήσαμε, αγωνιστήκαμε και οι δύο, αλλά πιο πολύ εκείνος. Ποτέ δεν σκέφθηκα δικά σου, δικά μου. Όλα είναι δικά μας. Με τον Νίκο μέχρι σήμερα είμαστε το ίδιο ερωτευμένοι, όπως στην αρχή, μπορώ να σου πω και περισσότερο. Αν ποτέ τρελαθεί από το χρήμα και μας εγκαταλείψει, δεν θα πονέ¬σω, γιατί θα μείνω στον δρόμο με τα παιδιά μου. Θα πονέ¬σω γιατί θα έχω χάσει εκείνον. Εκείνον, που είναι η ίδια μου η ζωή. Κατάλαβες; Δεν με συγκινούν τα χρήματα. Η κόρη μου παντρεύεται σε ένα μήνα και θα μείνουν, όπως σου είπα, στην επαρχία, γιατί η δουλειά του γαμπρού και η οικογένεια του είναι εκεί.
-Τι δουλειά κάνει ο γαμπρός;
-Οικοδόμος.
-Έχει περιουσία;
-Όχι.
-Πώς και δεν ζητήσατε από την κόρη σας να βρει πλούσιο γαμπρό;
-Να τον κάνει τι; Αγάπη να βρει της μάθαμε, όχι πλούτη. Τους αγοράσαμε σπίτι εκεί, στο χωριό που πάμε, κι έβαλε λίγα χρήματα κι ο γαμπρός μου.
-Το σπίτι είναι στης κόρης σας το όνομα ή και στων
δύο;
-Όχι, είναι γραμμένο στο όνομα του γαμπρού μου.
-Του γαμπρού σου;
-Ναι! Γιατί σου φαίνονται παράξενα αυτά που σου λέω;
-Γιατί η κοινωνία μας έχει βρομίσει, ο ένας κοιτάει να βγάλει το μάτι του άλλου και, όσο πιο βαθιά του το βγάλει, τόσο πιο ικανοποιημένος αισθάνεται. Και εσείς μου μιλάτε σαν να ζείτε σε έναν κόσμο…
-Ράνια, τι νομίζεις πως θα μας πονέσει περισσότερο, αν η κόρη μου αύριο χωρίσει; το σπίτι που θα χάσουμε ή ο πόνος που θα έχει το παιδί μας γι’ αυτήν την αγάπη που πέθανε; Γιατί τον αγαπάει πάρα πολύ και αυτός τη λατρεύ¬ει. Αυτό θα μας πονέσει, όχι το σπίτι, ένα άψυχο πράγμα!
Συζητήσαμε πολλά ακόμη, μέχρι που φτάσαμε στο χωριό. Εκεί μας περίμεναν το ζευγάρι και τα πεθερικά. Όλοι τους ωραίοι άνθρωποι. Η αγάπη και η καλοσύνη ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους. Αγκάλιασαν και φίλη¬σαν τη Μαρία, το ίδιο έκαναν και σε μένα. Αφού ξεφόρτω¬σαν από το ταξί τα πράγματα, οι γονείς του μας κάλεσαν στο σπίτι τους, για να μας κεράσουν. Η Μαρία με ρώτησε αν έχω χρόνο. Πριν προλάβω όμως να απαντήσω, απάντη¬σε ο πεθερός για μένα:
-Κοπέλα μου, δεν μπορείτε να φύγετε έτσι, χωρίς να σας τρατάρουμε. Για γάμο ετοιμαζόμαστε, πρέπει να σας γλυκάνουμε!
-Δεν θα σας χαλάσω το χατίρι, του απαντώ γελώντας.
Το σπίτι ήταν κοντά κι έτσι πήγαμε με τα πόδια. Το χωριό μέσα στο πράσινο, με κάτασπρα σπίτια, με κόκκινες κεραμοσκεπές και πανέμορφους κήπους, με κάθε λογής λουλούδια. Τα θαύμαζα και μονολογούσα: Θεέ μου! όσο όμορφα είναι στολισμένα, τόση αγάπη δώσε στις καρδούλες τους!
Φτάσαμε στο σπίτι. Και εδώ η ίδια ομορφιά, παντού λουλούδια, μοσχομύριζε όλος ο τόπος. Θεέ μου, ευλόγησε τους και κατοίκησε μαζί τους, ψιθύρισα. Με το που μπήκα¬με στο σπίτι, βρήκαμε το τραπέζι στρωμένο με όλα τα κα¬λά του Θεού. Το είχε ετοιμάσει η αδελφή του γαμπρού, έτσι μας είπαν. Καθίσαμε όλοι στο τραπέζι, αφού ο πατέ¬ρας έκανε πρώτα προσευχή. Ωραία εικόνα, ζεστή οικογέ¬νεια. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια με το κρασί και ευχηθήκα¬με τό ζευγάρι.
Εγώ, επειδή είχα ταξίδι, μόλις που ακούμπησα το ποτήρι στα χείλη μου. Ο πεθερός το πρόσεξε και μου λέει γελώντας:
-Κοπέλα μου, θα πιεις λίγο κρασάκι μαζί μας. -Δεν γίνεται, έχω δρόμο να κάνω, απάντησα απολο¬γητικά εγώ.
-Μην στενοχωριέσαι, κι αν σου δώσουν κλήση, θα στην πληρώσω εγώ. Σηκώθηκε και έβγαλε από την τσέπη του εκατό ευρώ.
-Να! Πάρτο προκαταβολικά.
-Σας παρακαλώ, μην το κάνετε αυτό… Να! θα πιω, δεν θα σας χαλάσω την καρδιά!
Σήκωσα το ποτήρι μου, το τσούγκρισα μαζί του και το ήπια μονορούφι, κάτι που δεν έχω κάνει ποτέ μου. Εκείνος όμως μου έβαλε τα χρήματα στην τσέπη. Πήγα να αντιδράσω, όμως με σταμάτησαν όλοι.
-Έτσι είμαστε εμείς οι χωριάτες, μου είπε ο πεθερός, σας αγαπάμε όλους.
-Το τραπέζι αυτό κράτησε τρεις ώρες. Συζητήσαμε πολλά ωραία πράγματα. Μου μίλησαν για την οικογένεια τους, για το χωριό τους, για την αγάπη τους, για την πίστη τους στον Θεό. Γλυκύτατοι άνθρωποι! Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, τους είπα:
-Δεν θα σας ξεχάσω ποτέ, είστε όλοι σας υπέροχοι άνθρωποι. Δύσκολα σήμερα συναντάει κανείς ανθρώπους σαν κι εσάς. Είστε ευλογημένοι από τον Θεό.
Μπήκαμε με την Μαρία στο ταξί και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.
Ξέχασα να σας πω, πως την ώρα του φαγητού κτύ¬πησε το κινητό της Μαρίας. Ήταν ο Νίκος. Ενώ μου μι¬λούσε ο πεθερός, ταυτόχρονα άκουγα τη συνομιλία της Μαρίας με το Νίκο. Του μιλούσε τόσο γλυκά, τόσο τρυφε¬ρά, που η απορία μου μεγάλωνε. Είναι δυνατόν να υπάρ¬χουν ακόμη τέτοιοι άνθρωποι;
Το ίδιο σκεπτόμουν οδηγώντας στην επιστροφή.
Η Μαρία μπήκε στη σκέψη μου.
-Μην κουράζεις το μυαλό σου… Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι!
-Μπήκες στη σκέψη μου, της λέω γελώντας.
Είπαμε πάρα πολλά και στον γυρισμό. Όμως εγώ, οκτώ χρόνια μέσα στο ταξί, έχω ακούσει πάρα πολλά άσχημα από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, που δυσκολευόμουν να πιστέψω αυτά που άκουσα και είδα αυτή την ημέρα. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι μπορεί να υπάρχει ακόμη τόση αγάπη και ευτυχία.
Είχε σουρουπώσει, όταν φτάσαμε στον Πειραιά. Τη Μαρία την πήγα στο χρυσοχοείο.
-Έλα, κατέβα να γνωρίσεις τον Νίκο και να πληρωθείς.
Κατέβηκα. Πράγματι ο Νίκος ήταν, όπως μου τον εί¬χε περιγράψει. Με πλήρωσαν αρκετά καλά, τους καληνύ¬χτισα και έφυγα.
Πέρασε ένας χρόνος από εκείνη την ημέρα, όταν ψά¬χνοντας για να βρω σπίτι να νοικιάσω, βρέθηκα να μιλάω στο τηλέφωνο με τον Νίκο, χωρίς να το γνωρίζω. Κλείσαμε συνάντηση να βρεθούμε στο σπίτι, στις δέκα το πρωί της άλλης ημέρας.
Έτσι κι έγινε. Στις δέκα ακριβώς κτυπούσα το κου¬δούνι. Μου άνοιξε η Μαρία. Η έκπληξη μας ήταν τόσο με¬γάλη, που λες και γνωριζόμασταν από χρόνια, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε συγκινημένες.
-Δεν είναι δυνατόν, δεν το χωράει ο νους μου! Μετά από ένα χρόνο να ξαναβρεθούμε! Καλά, δικό σου είναι το σπίτι; τη ρώτησα γεμάτη χαρά.
-Όχι, της κόρης μου, που πήγαμε τα προικιά, θυμά¬σαι;
-Δεν θα μπορούσα να το ξεχάσω, όπως δεν έχω ξε¬χάσει και όλους εσάς.
-Και αυτό προίκα της είναι- εσύ θα το νοικιάσεις; με ρώτησε η Μαρία με τον ίδιο τόνο χαράς κι έκπληξης.
-Ναι, για μένα είναι.
-Ωραία, χαίρομαι που θα έρθεις εσύ εδώ!
-Μη χαίρεσαι ακόμη, διότι ο άνδρας σου δεν μου εί¬πε πόσο το νοικιάζετε.
-Μη σε νοιάζει, θα τα βρούμε, μου απάντησε όλο γλύ¬κα. Έλα να το δεις όλο και μετά θα πάμε στον Νίκο, να πι¬ούμε καφέ και να τα πούμε. Θα χαρεί πολύ, όταν σε δει- του έκανες ωραία εντύπωση τότε που σε γνώρισε.
Αφού είδα το σπίτι, πήγαμε στον Νίκο. Όταν με είδε, δεν πίστευε στα μάτια του.
-Ο Θεός είναι μεγάλος, είπε. Λες και το σπίτι αυτό περίμενε εσένα!
-Μην βιάζεσαι, Νίκο… Πες μου πρώτα πόσο ενοίκιο θέλετε; ρώτησα εγώ ψιλοαγχωμένη.
-Εσύ πόσο δίνεις; με ρώτησε δήθεν με καχυποψία.
-Άσε εγώ τι δίνω, εσύ πες μου.
-Όσα μπορείς να δώσεις, τόσα θα δώσεις, μου α¬πάντησε γελώντας.
Το κλείσαμε στα χρήματα που μπορούσα να δώσω, αν και το σπίτι άξιζε πολύ περισσότερα.
Κάτω από το διαμέρισμα που μένω εγώ μένει η μη¬τέρα του Νίκου. Αυτή η αγία γυναίκα με δέχθηκε σαν κό¬ρη της. Κι εγώ, σαν να είναι μητέρα μου, της έδωσα κλειδί του σπιτιού από την πρώτη στιγμή για παν ενδεχόμενο.
Αυτή η γλυκιά γυναίκα, και λόγω του δύσκολου επαγγέλματος που κάνω, φροντίζει κάθε μέρα, την ώρα που σχολάω και πάω σπίτι, να βρω πάνω στο τραπέζι ένα πιάτο φαγητό. Της έχω ζητήσει επανειλημμένως να μην το κάνει αυτό, να μην κουράζεται για μένα, γιατί είναι ηλι¬κιωμένη και άρρωστη.
-Παιδί μου, εσύ κουράζεσαι πολύ με το επάγγελμα που διάλεξες- πού χρόνος και κουράγιο να μαγειρέψεις! Θα μαγειρεύω εγώ και για τις δυο μας. Άλλωστε τώρα μέ¬νω μόνη- δεν μου κάνει κόπο, αντί για μία μερίδα να κάνω δύο. Δεν σε ξεχωρίζω από παιδί μου, μου απαντά πάντα γλυκά.
Ένας χρόνος πέρασε από τότε που ήρθα σ’ αυτό το σπίτι. Και διαπίστωσα πως, όσα μου είχε πει η Μαρία στο ταξίδι που κάναμε, ήταν λίγα. Πράγματι! Ο Θεός κατοικεί σ’ αυτές τις οικογένειες. Γι’αυτό ζουν την ευτυ¬χία σ’ όλο το μεγαλείο της!
Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.