Πρώτος που ασχολείται με το βίο του οσίου Δαβίδ (του Αμυγδαλίτου) είναι ο Ιωάννης Μόσχος, στο Λειμωνάριό του που περιέχει συλλογή ιστοριών περί των μοναχών της Ανατολής. Ο ίδιος μαζί με τον μετέπειτα πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρόνιο Σοφιστή, τον υμνογράφο της Μεγάλης Εβδομάδος, επισκέφτηκαν, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Τιβερίου 578 – 582, τα μοναστήρια της Αιγύπτου, και συγκεκριμένα στην Αλεξάνδρεια πήγαν στο Λιθαζόμενο, σ’ ένα μοναστήρι όπου εκεί ήταν ηγούμενος ο αββάς Παλλάδιος, που καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Σε ερώτηση των δύο προς τον αββά «ποίησον αγάπην, πάτερ, είπον ημίν πόθεν και εκ ποίων λογισμών ήλθες εις το μοναστικόν» ο γέροντας τους είπε τα εξής: «έξω από τη Θεσσαλονίκη στα τείχη, μόναζαν δύο άγιοι μοναχοί ο Δαβίδ και ο Αδολάς. Ήταν μεσοποταμηνοί στο γένος, πολύ ενάρετοι και εγκρατευτές. Ο όσιος Δαβίδ εβδομήντα χρόνια ήταν κλεισμένος στο ασκητήριό του, το οποίο βρισκόταν κοντά στα τείχη. Επειδή τη νύχτα τα τείχη φυλάγονταν από στρατιώτες λόγω των συχνών επιδρομών των βαρβάρων, συνέβη ένα βράδυ οι στρατιώτες που φύλαγαν τα τείχη στο σημείο που ήταν το εγκλειστήριο του οσίου γέροντος, να βλέπουν φωτιές να βγαίνουν απ’ όλα τα σημεία του εγκλειστηρίου του. Νόμιζαν τότε πως οι βάρβαροι έβαλαν τη φωτιά, αλλά μόλις ξημέρωσε βρέθηκαν έκπληκτοι μπροστά στον αβλαβή όσιο όπως και στη θέα του κελλιού του που δεν είχε πάθει την παραμικρή ζημιά. Για μεγάλο χρονικό διάστημα συνέβαινε το παράξενο αυτό γεγονός και πολλοί ήταν αυτοί που αγρυπνούσαν στο τείχος, μεταξύ αυτών κι εγώ, για να δούμε το παράδοξο θαύμα. Αυτή ήταν η αιτία που εμόνασα».
Περισσότερες πληροφορίες περιέχονται στην εκτενή βιογραφία του οσίου, έργο ανωνύμου συγγραφέως. Μπορεί να μην διαθέτει την αρχαιότητα της πιο πάνω μαρτυρίας του αββά Παλλαδίου, είναι όμως αξιόπιστη πηγή, γιατί καταγράφει όλες τις λεπτομέρειες που διασώζονταν προφορικά στη μονή που ασκήτευε και ενταφιάστηκε.
Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή την εκτενή βιογραφία, ο Όσιος αρχικά εισήλθε στην ιερά μονή των αγίων μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου ή ιερά μονή των Κουκουλλιατών, ή των Απροΐτων, της οποίας η τοποθεσία προσδιορίζεται «εν τω αρκτικώ μέρει της πόλεως πλησίον του τείχους εν ώ εστί το παραπόρτιον των Απροΐτων». Σ’ αυτή τη μονή ο Όσιος ζούσε πάρα πολύ αυστηρά «πολλήν έθετο σπουδήν εν τη ασκήσει». Τα παραδείγματα των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαίτερα του Προφητάνακτα Δαβίδ, ο οποίος «τριετή χρόνον ητήτατο ίνα δοθή αυτώ χρηστότης και παιδεία και σύνεσις, «ώθησαν τον Όσιο να αποφασίσει να ασκητέψει πάνω σε δένδρο τρία συνεχόμενα χρόνια, ώσπου να του αποκαλύψει ο Κύριος βλέποντας την προσπάθειά του «όπως δώση μοι σύνεσιν και ταπείνωσιν του δουλεύειν αυτώ εν φόβω και τρόμω». Πράγματι, αφού σκέφτηκε αυτά τα λόγια και προσευχόμενος πολλές ώρες, ανέβηκε επάνω σε μια αμυγδαλή που βρισκόταν κοντά στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας, και από τη θέση αυτή πιο έντονα και αποφασιστικά συνέχισε την άσκησή του. Πολλές ήταν οι δοκιμασίες και οι θλίψεις που υπέστη ο άγιος καθήμενος επί του δένδρου…
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.