Νικηφόρος Φωκάς: «ο λευκός θάνατος των Σαρακηνών». Η πολιορκία του Χάνδακα, 07 Μαρτίου 961 μ. Χ. – Δημητρίου Θαλασσινού.

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Από το 823 που η Κρήτη κατακτήθηκε από τους μωαμεθανούς, έγιναν πολλές απόπειρες για την ανάκτησή της, όλες όμως ανεξαιρέτως απέτυχαν. Οι Άραβες της Κρήτης, σε συνεργασία με τους ομοθρήσκους τους της Ασίας, της Αφρικής και ιδιαίτερα της Ταρσού, καθώς και με την πρόθυμη σύμπραξη πολλών αρνησίθρησκων, δεν έπαψαν να λεηλατούν τα νησιά και τα παράλια του κράτους, κυριεύοντας μεγάλες πόλεις και κατά καιρούς κυριαρχώντας στο Αιγαίο.

Η αποτυχία του Γογγύλη

Η ναυτική δύναμη των Αράβων της Κρήτης είχε υποστεί δεινή συμφορά το 924 με τη νίκη κοντά στη Λήμνο με ναύαρχο τον Ιωάννη Ραδινό, το 956. Όμως, επί Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου η εκστρατεία που έγινε για την ανάκτηση της Κρήτης με ηγεμόνα τον Κωνσταντίνο Γογγύλη απέτυχε παταγωδώς, διότι ο βασιλιάς εκείνος διέπραξε το λάθος να την αναθέσει σε άνδρα παντελώς ανάξιο. Από τότε φαίνεται ότι ο Νικηφόρος Φωκάς σχεδίαζε να επαναλάβει το εγχείρημα και άρχισε να προετοιμάζεται για το σκοπό αυτό, διότι στην αρχή του έτους 960 υπήρχαν έτοιμα 2.000 πυρφόρα χελάνδια, 1.000 δρόμωνες και 307 φορτηγά, τα οποία οι χρονογράφοι ονομάζουν «φορτηγά πλοία που έχουν τροφή και όπλα πολεμικά». Εκτός τούτων, υπήρχε πεζικό από Θράκες, Μακεδόνες, Ανατολικούς και Σλάβους.

Οι τελικές αποφάσεις για το νησί

Εντούτοις, στο συμβούλιο που συγκροτήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να αποφασίσει οριστικά για την εκστρατεία, οι περισσότεροι από τους συγκλητικούς την καταψήφισαν, υπενθυμίζοντας τις προηγούμενες αποτυχίες και το πλήθος των αδικοχαμένων ανθρώπων και των χρημάτων, περιγράφοντας τους θαλάσσιους κινδύνους και τη μεγάλη επιπλέον βοήθεια που θα μπορούσαν να πάρουν οι μωαμεθανοί στην Κρήτη από την Αφρική και την Ασία. Ανέφεραν μάλιστα και κάποιον άλλο λόγο, ιδιαίτερα σημαντικό τα χρόνια εκείνα, ότι, σύμφωνα με φήμη που κυκλοφορούσε, ο πορθητής της Κρήτης θα καταλάμβανε τη βασιλεία. Να ήταν άραγε η φήμη αυτή μία από τις συνήθεις προφητείες που οι προληπτικοί με προθυμία ασπάζονταν ή να ήταν κάτι πιο συγκεκριμένο, διότι πολλοί από το στενό περιβάλλον του Ρωμανού φοβούνταν μήπως ο Φωκάς, ο οποίος και πριν από αυτό είχε αποκτήσει μεγάλη δόξα, θα μπορούσε μετά την ανάκτηση της Κρήτης να γίνει τόσο ισχυρός, ώστε να πάρει πλησίον του Ρωμανού Β’ την ίδια θέση που είχε σφετερισθεί από τον πατέρα του ο Ρωμανός
Λεκαπηνός; Το βέβαιο είναι ότι οι περισσότεροι από τους συγκλητικούς, είτε για το λόγο αυτό είτε για άλλους, διαφωνούσαν με την εκστρατεία.

Αλλά με τη μειοψηφία που επέμενε να επαναληφθεί ο αγώνας, συντάχθηκε ο Ιωάννης Βρίγγας. Ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ, λέει η χρονογραφία του Πορφυρογέννητου, αφού στάθηκε στο μέσον είπε: «Εμείς βασιλιά, γνωρίζουμε όλοι όσα δεινά μας προκάλεσαν οι αρνητές του Χριστού. Είναι δίκαιο να αναλογιστούμε τις σφαγές και τους βιασμούς των θυγατέρων και τις καταστροφές των εκκλησιών και τους αιχμαλώτους που συνέλαβαν από τα παραθαλάσσια θέματα. Και είναι πρέπον υπέρ των χριστιανών και των ομοφύλων να αγωνιστούμε και να μη φοβηθούμε την απόσταση, τη θάλασσα και το άδηλο της νίκης, ούτε τη φήμη για το αδύνατο της εκστρατείας. Πρέπει μάλιστα εμείς να πειθαρχήσουμε στη θεόπεμπτη σκέψη και προσταγή, διότι αυτό σου έρχεται στο νου από το Θεό. Διότι και η καρδιά του βασιλιά στα χέρια του Θεού βρίσκεται. Γι’ αυτόν το σκοπό να σταλεί ο σωστός και πιστός δούλος σου, ο δομέστικος των σχολών της βασιλείας σου που έχει κυβερνήτη το Θεό». Αυτά είπε ο παρακοιμώμενος και απέμενε ή να επιμείνει ο βασιλιάς στην αρχική του γνώμη ή να την
αλλάξει. Θα μπορούσε βέβαια να διστάσει, καθώς οι περισσότεροι από τους συγκλητικούς του υπεδείκνυαν εκτός των άλλων ότι σε περίπτωση επιτυχίας, πιθανόν να διακινδύνευε ο θρόνος του. Άλλος θα δίσταζε, ο Ρωμανός όμως δεν το έκανε και, αφού συντάχθηκε με τη γνώμη του παρακοιμώμενου, διέταξε να ολοκληρωθούν οι τελευταίες αναγκαίες προετοιμασίες. Πράγματι, πολύ σύντομα ο Νικηφόρος αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη και βάδισε προς τα Φύγελα της Λυδίας, τα οποία βρίσκονται νότια της Εφέσου, εκεί όπου θα συγκεντρωνόταν όλος ο στόλος. Απέστειλε στο μεταξύ κάποια ταχυδρομικά πλοία, τα οποία διέταξε «κατασκοπήσαι και κρατήσαι γλώσσαν», όπως λέει η χρονογραφία, όπου το «κρατήσαι γλώσσαν», που σημαίνει τη λήψη πληροφοριών, θυμίζει παραδόξως τον ανάλογο γαλλικό ιδιωματισμό “prendre langue”. Αφού πληροφορήθηκε ότι ο εμίρης της Κρήτης Αβδούλ Αζίζ και οι ανώτεροι άρχοντες του φρουρίου του Χάνδακα ζούσαν αμέριμνοι στις αγροτικές τους επαύλεις, τον Ιούλιο του 960 απέπλευσε από τα Φύγελα με όλη τη στρατιωτική δύναμη και
προσορμίστηκε κοντά στην πρωτεύουσα του νησιού.

Η πολιορκία του Χάνδακα

Ο εχθρός είχε προφθάσει να παραταχθεί σε κάποια απόσταση από τη θάλασσα, αλλά δεν τόλμησε να αντισταθεί στην απόβαση, επειδή φοβήθηκε εξαιτίας του καινούργιου τρόπου με τον οποίο έγινε. Διότι, σύμφωνα με το σύγχρονο Λέοντα το Διάκονο, ο οποίος περιέγραψε λεπτομερώς τα της εκστρατείας αυτής, ο Νικηφόρος έριξε κλίμακες ή καλύτερα γέφυρες και αφού τις συνέδεσε από τα πλοία με την παραλία, αποβίβασε ταχύτατα τη στρατιά, ένοπλη και έφιππη. Ύστερα από αυτό, διαίρεσε στα τρία τη φάλαγγα και, αφού ήχησε το πολεμιστήριο σάλπισμα, επιτέθηκε εναντίον των εχθρών με το τρόπαιο του σταυρού να προπορεύεται. Η μάχη δεν κράτησε πολύ. Οι εχθροί δεν μπόρεσαν να αντέξουν την ορμή των αυτοκρατορικών ταγμάτων και των ιλών, τράπηκαν σε φυγή και κατέφυγαν στο φρούριο έχοντας μεγάλες ανθρώπινες απώλειες. Τότε ο Νικηφόρος επιχείρησε την πολιορκία του Χάνδακα. Ασφάλισε το στρατόπεδο του και συγκέντρωσε το στόλο σε απάνεμο σημείο του επινείου, δίνοντας διαταγή να εμποδίζουν κάθε εξωτερική βοήθεια. Συγχρόνως άλλοτε στέλνοντας
αποσπάσματα στο εσωτερικό του νησιού και άλλοτε φεύγοντας ο ίδιος και οδηγούμενος από τους ντόπιους, απέτρεπε κάθε απόπειρα βοήθειας, την οποία οι μωαμεθανοί της Κρήτης σκέπτονταν να δώσουν στους πολιορκημένους στο φρούριο.

Εντούτοις, αν και ο Χάνδακας αποκλείσθηκε από παντού και εγκαταλείφθηκε στις δικές του δυνάμεις από τους εμίρηδες της Αιγύπτου και του Χαλεπίου, από τους οποίους ο Αβδούλ Αζίζ μάταια ζητούσε βοήθεια, οι πολιορκημένοι αντιστέκονταν σθεναρά. Πέρασαν πολλοί μήνες και όταν ήλθε ο χειμώνας, ο στρατός υπέφερε από τις κακουχίες, από το κρύο και την έλλειψη τροφίμων και με πεσμένο το ηθικό άρχισε να απαιτεί την επιστροφή στις εστίες του. Η καρτερικότητα όμως του Νικηφόρου και η πειθαρχία στην οποία συνήθισε τα τάγματά του υπερκίνησαν τη δυσκολία και σε αυτό βοήθησε και ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ, που φρόντισε να στείλει άφθονες ποσότητες σιτηρών. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η χρονογραφία που γράφτηκε με εντολή του Πορφυρογέννητου με σκοπό να παραθέσει όσα ο Νικηφόρος εκφώνησε για να ανεβάσει το πεσμένο ηθικό των στρατιωτών, αντιγράφει κατά λέξη το λόγο, που, σύμφωνα με τον Θεοφάνη, είχε εκφωνήσει κάποτε ο Ηράκλειος στους στρατιώτες του, όταν βρισκόταν γύρω από τη Γάζα της Ατροπατινής Μηδίας, αποδεικνύοντας
παραδόξως την πνευματική στειρότητα του συγγραφέα της. Το ατόπημα αυτό δεν το βρίσκουμε στον Λέοντα το Διάκονο, διότι ο λόγος που αποδίδει σε κάποια άλλη φάση της πολιορκίας στον Νικηφόρο Φωκά είναι πολύ πιο συναφής με τα γεγονότα.

Η πτώση του Χάνδακα.

Τελικά, έπειτα από οκτάμηνη πολιορκία, ο Χάνδακας κυριεύθηκε στις 7 Μαρτίου 961 ύστερα από αιματηρή έφοδο. Ο Νικηφόρος φύλαξε για το βασιλιά τα πολυτιμότερα από τα λάφυρα και επέτρεψε στο στρατό του την υπόλοιπη λεηλασία της πόλης, η οποία ήταν γεμάτη θησαυρούς από την πειρατεία. Αφού πήραν τα πάντα από το φρούριο, κατεδάφισαν το τείχος του. Έπειτα ο στρατός προχώρησε στο εσωτερικό της χώρας και, αφού υπέταξε με μεγάλη ευχέρεια τους μωαμεθανούς που βρίσκονταν εκεί, επέστρεψε στο Χάνδακα. Στην πόλη αυτή πάνω σε λόφο ψηλό και απότομο, που είχε άφθονους πίδακες νερού, πολύ κοντά στην εντελώς ερειπωμένη πόλη, έχτισε ο Νικηφόρος ένα οχυρό φρούριο, στο οποίο έδωσε το ελληνικό όνομα Τέμενος και το ασφάλισε με αξιόμαχη φρουρά, για να χρησιμεύει ως ορμητήριο της ανανεωμένης ελληνικής κυριαρχίας στην Κρήτη. Δεν αρκέστηκε όμως μόνο σε αυτό, αλλά προσκάλεσε στο νησί πολλούς νέους χριστιανούς αποίκους, Αρμένιους και Έλληνες, και έτσι εξηγείται το ότι μέχρι σήμερα σώζονται στις επαρχίες Αποκορώνου και Ρεθύμνης κάποια
χωριά που ονομάζονται Αρμένι. Επιπλέον προνόησε για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης στους μωαμεθανούς του νησιού, καθώς και για την αναζωπύρωσή της και στους ντόπιους, στους οποίους είχε ποικιλοτρόπως νοθευτεί από τη μακρόχρονη εκείνη μωαμεθανική κυριαρχία. Για το σκοπό αυτό ήρθε στην Κρήτη ο όσιος πατέρας Νίκωνας, ο επικαλούμενος Μετανοείτε, ο οποίος κήρυξε το λόγο του Θεού, επισκεύασε τις ερειπωμένες εκκλησίες και ανέγειρε άλλες νέες, από τις οποίες η πλέον ονομαστή ήταν της αγίας Φωτεινής, που κατασκευάστηκε στα ερείπια αρχαίου ναού και απείχε από τη Γόρτυνα δρόμο τριών ημερών. Όμως πολλοί από τους Άραβες που παρέμειναν στην Κρήτη, διατήρησαν τη θρησκεία τους και μέχρι και σήμερα υπάρχουν στην επαρχία Αμάρι κάποια χωριά των οποίων οι μωαμεθανοί κάτοικοι θεωρούνται απόγονοι των Αράβων εκείνων, καθώς φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά που δηλώνουν την αραβική καταγωγή τους, ενώ οι περισσότεροι άλλοι μωαμεθανοί της νήσου είναι Έλληνες που εξαναγκάστηκαν να αλλάξουν θρησκεία επί τουρκοκρατίας.

Η επιστροφή του Νικηφόρου

Ο Νικηφόρος Φωκάς, όταν έκανε αυτά και «αφού έφερε την ηρεμία σε όλο το νησί», όπως λέει ο Λέοντας ο Διάκονος, επέστρεψε στο Βυζάντιο με τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους. Εκεί ο αυτοκράτορας Ρωμανός τον υποδέχθηκε μεγαλοπρεπώς και θριαμβευτής δια μέσου της βασιλεύουσας έφτασε στον Ιππόδρομο ακολουθούμενος και επευφημούμενος από ολόκληρο το δήμο, που συγκεντρώθηκε για να θαυμάσει το θέαμα, που ήταν πράγματι λαμπρό. Προπορεύονταν οι άμαξες που μετέφεραν τα λάφυρα, άφθονο χρυσό και άργυρο σε άκοπο βαρβαρικό νόμισμα, πέπλους χρυσοκέντητους, τάπητες βαμμένους με πορφύρα, καθώς και κειμήλια κάθε είδους, αριστοτεχνικά επεξεργασμένα, που έλαμπαν από το χρυσό και τους πολύτιμους λίθους. Οι πανοπλίες, τα ξίφη, οι θώρακες ήταν όλα διακοσμημένα με χρυσό, ενώ τα δόρατα, οι ασπίδες και τα τόξα ήταν αμέτρητα. Όσοι παρακολούθησαν την παρέλαση αυτή νόμιζαν ότι έβλεπαν να περνά μπροστά από τα μάτια τους όλος ο πλούτος της βαρβαρικής χώρας και να εισρέει άφθονα σαν ποταμός. Ακολουθούσαν οι πολυάριθμοι αιχμάλωτοι, μεταξύ των
οποίων διακρίνονταν ο Αβδούλ Αζίζ, οι γυναίκες και τα παιδιά του, ταπεινωμένοι, στενάζοντας και οδυρόμενοι. Η Κωνσταντινούπολη από πολύ καιρό δεν είχε αξιωθεί ένα τέτοιο δείγμα της δύναμης του κράτους, ενώ η οικτρή τύχη του τελευταίου εμίρη της Κρήτης φαινόταν να προαναγγέλλει την ολοσχερή πτώση των μωαμεθανών.

Μετά τον θρίαμβό του ο βασιλιάς φέρθηκε με επιείκεια.

Μετά το θρίαμβο του όμως ο βασιλιάς φέρθηκε με επιείκεια στον ηττημένο αντίπαλό του, δίνοντας του πλούσια δώρα και ένα προσοδοφόρο κτήμα κοντά στην πρωτεύουσα, όπου ο πρώην εμίρης έζησε το υπόλοιπο της ζωής του με άνεση και τιμή, διατηρώντας την πάτρια θρησκεία του. Οι απόγονοι του όμως δέχθηκαν το άγιο βάπτισμα και κατά διαστήματα τους συναντάμε στην ιστορία με την επωνυμία Ανεμάδες. Ο γιος του εμίρη Ανεμάς ήταν ένας από τους βασιλικούς σωματοφύλακες και διέπρεψε το 972 στον πόλεμο κατά των Ρώσων. Πολύ αργότερα ο απόγονος του, Μιχαήλ Ανεμάς, συνωμότησε με τους αδελφούς του Αλεξίου Α’ Κομνηνό, συνελήφθη και φυλακίστηκε σε κάποιον πύργο κοντά στις Βλαχέρνες, που ονομάστηκε έπειτα πύργος του Ανεμά και χρησίμευε ως δεσμωτήριο για τους κατηγορουμένους για εσχάτη προδοσία.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Η Ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά υπήρξε ασφαλώς ένα από τα πιο σπουδαία γεγονότα της μεσαιωνικής μας ιστορίας. Αν η Κρήτη παρέμενε υποταγμένη στους μωαμεθανούς μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα, όταν καταλήφθηκε από τους Βενετούς, πιθανώς δεν θα απέμενε ούτε ίχνος ελληνισμού στο νησί. Όμως, επειδή αναζωογονήθηκε το 961 και μέχρι το 1205, δηλαδή για 250 περίπου χρόνια, και ενισχύθηκε με πολλούς τρόπους από τη μοναρχία της Κωνσταντινούπολης, κατόρθωσε να αντέξει και στη βενετική και στη νέα μωαμεθανική κυριαρχία. Παραλείποντας όλα τα υπόλοιπα, τον ελληνισμό, παρόντα αιώνα να αγωνίζεται επανειλημμένως και γενναία για την ανεξαρτησία του. Δικαίως λοιπόν το κατόρθωμα εκείνο υμνήθηκε και από την ποίηση με πέντε ακροάσεις του διακόνου Θεοδοσίου όπως πριν από 300 χρόνια είχαν υμνηθεί οι νίκες του Ηρακλείου από έναν άλλο διάκονο, τον Γεώργιο Πισίδη. Δυστυχώς, η ποίηση του Θεοδοσίου, όπως και του Πισίδου, δεν είναι αντάξια του κατορθώματος το οποίο επιχείρησε να υμνήσει. Το μόνο προτέρημα που έχει είναι
ότι μαρτυρεί, όπως και εκείνη, τη διαρκή επίδραση των αναμνήσεων και παραδόσεων του αρχαίου κόσμου, ιδίως του ελληνικού, διότι συνεχώς μνημονεύει τον Όμηρο και τους ήρωες του, καθώς και τον Ξενοφώντα, τον Δημοσθένη, τον Φίλιππο, τον Αλέξανδρο και τον Πλούταρχο.

Η ανακατάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά ήταν σπουδαίο γεγονός για τη μεσαιωνική ιστορία.

Από το βιβλίο: Μάχες, του φιλολόγου, Δημητρίου Θαλασσινού.

Ο Δημήτριος Θαλασσινός γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και διοίκηση επιχειρήσεων στα ΚΑΤΕΕ Πάτρας. Έχει γράψει πολλά άρθρα, κυρίως για το Βυζάντιο αλλά και για την εποχή της Αναγέννησης. Συνεργάτης των περιοδικών «Εικονογραφημένη Ιστορία» και «Ιστορικά Θέματα». Είναι Πατέρας της Άννας Μαρίας.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.