Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας.
Προς Εφεσίους επιστολής Παυλου: Δ. 7 – 13.
Αδελφοί, ενί εκάστω ημών εδόθη η χάρις, κατά το μέτρον της δωρεάς του Χριστού. Διό λέγει: αναβάς εις ύψος, ηχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν και έδωκε δόματα τοις ανθρώποις. Το δέ ανέβη, τί εστίν, ει μή ότι και κατέβη πρώτον εις τα κατώτερα μέρη της γής? Ο καταβάς, Αυτός εστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα. Και Αυτός έδωκε τους μέν αποστόλους, τους δέ προφήτας, τους δέ ευαγγελιστάς, τους δέ ποιμένας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμόν των αγίων, εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού’ μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού.
Απόδοση.
Αδελφοί, Στον καθένα μας δόθηκε χάρισμα σύμφωνα με το μέτρο που δωρίζει ο Χριστός. Γι’ αυτό λέει η Γραφή.
Ανέβηκε ψηλά,
Πήρε μαζί του αιχμαλώτους
έδωσε δώρα στους ανθρώπους
Το «ανέβηκε» όμως, τι άλλο σημαίνει παρά πως προηγουμένως κατέβηκε εδώ κάτω στη γη; Αυτός που κατέβηκε είναι ο ίδιος που ανέβηκε πάνω απ’ όλους τους ουρανούς, για να γεμίσει με την πα¬ρουσία του το σύμπαν. Αυτός σε άλλους έδωσε το χάρισμα του απο¬στόλου, σε άλλους του προφήτη, σε άλλους του ευαγγελιστή και σ’ άλλους του ποιμένα και δασκάλου, για να καταρτίζουν και να δια¬κονούν τους πιστούς, ώστε να οικοδομείται το σώμα του Χριστού. Έτσι θα καταλήξουμε όλοι στην ενότητα που δίνει η πίστη κι η βα¬θιά γνώση του Υιού του Θεού, θα γίνουμε ώριμοι και θα φτάσουμε στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός.
Επιμέλεια κειμένων, Ιωάννης Τρίτος.
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΕΝΑ ΦΩΣ
«Και αυτός έδωκεν τους μεν αποστόλους, τους δε ποιμένας και διδασκάλους εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού».
Βαθυστόχαστα, υπεύθυνα, διαφωτιστικά τα λόγια που γράφει σήμερον προς τους Εφεσίους ο Απόστολος Παύλος, αγαπητέ αναγνώστα. Μέσα εις τα επαγγέλματα και τα ποικίλα λειτουργήματα με τα οποία απασχολούνται οι άνθρωποι, ξεχωρίζει ο Απόστολος εκείνα που παρουσιάζουν ιδιαιτέρως μεγίστην σημασίαν. Αφορούν τον αγιασμόν των πιστών, την εξύψωσιν της κοινωνίας, την ακτινοβολίαν της Εκκλησίας του Χριστού. Και τα λειτουργήματα αυτά αποκτούν ξεχωριστήν αξίαν, διότι δεν τα προσφέρει άνθρωπος αλλά ο ίδιος ο Θεός.
Είναι ανάγκη να μελετήσωμεν βαθύτερα την πλευράν αυτήν. Θα αναπηδήσουν αλήθειαι με ηθικόν μεγαλείον, όπως επίσης θα ανακύψουν και πραγματικότητες με ευθύνας και ιερά χρέη.
1. Η μεγάλη αποστολή.
Πρόκειται, αγαπητοί μου, δια τους διδασκάλους, τους ποιμένας της Εκκλησίας, τους οδηγούς των πιστών. Αυτούς, σημειώνει ο Απόστολος Παύλος, τους καλεί ο ίδιος ο Θεός. Αρκεί και μόνον αυτό δια να αντιληφθή ο καθείς το μέγεθος της τιμής. Και αυτή η τιμή φαίνεται καλύτερα όταν ληφθή υπ’ όψιν ότι αποστολή των είναι ο καταρτισμός και ο αγιασμός των χριστιανών, η οικοδομή και η ακτινοβολία της Εκκλησίας, η οποία είναι το σώμα του Χριστού.
Στάσου δυο λεπτά, αδελφέ. Εσκέφθηκες ποτέ καλά αυτό το θέμα; Να γίνουν οι άνθρωποι άγιοι, να αποκτήσουν χαρακτήρα ακέραιον, ειλικρινή, τίμιον, στοργικόν, αφωσιωμενον εις το καθήκον, πλουτισμένον με αγάπην, εφωδιασμένον με θέλησιν και σταθερότητα; Να γίνουν έπειτα οικογένειες ενάρετες και δημιουργικές, εργαστήρια πολιτισμού και ανωτερότητος, δεξαμενές ειρήνης και ομονοίας; Να συγκροτηθούν, εν συνεχεία, κοινωνίες με δικαιοσύνην και αγάπην, με πνεύμα κατανοήσεως και συνεργασίας, χωρίς συγκρούσεις, χωρίς δολιότητες, χωρίς ταραχάς και πολέμους; Και στο τέλος να παρουσιασθή μία Εκκλησία ακτινοβολούσα, όπου θα είναι τα πάντα και εν πάσι Χριστός; Είναι δυνατόν να φαντασθή κανείς ιδανικώτερον κόσμον από αυτόν; Και υπάρχει άλλη μεγαλυτέρα υπηρεσία την οποίαν θα ηδύνατο να προσφέρη ο άνθρωπος εις την γην, από αυτήν; Αυτό το ηθικόν θαύμα καλείται, αδελφέ, να πραγματοποιήση, με την χάριν του Θεου, ο ποιμήν της Εκκλησίας, ο ιερεύς, ο διδάσκαλος του Ευαγγελίου. Ποιος άλλος ημπορεί να συγκριθή μαζί του και να διεκδικήση τίτλον υψηλοτέρας αποστολής από αυτήν; Κανένας απολύτως. Όλοι, και οι μεγαλύτεροι εκτός της Εκκλησίας ηγήτορες, ωχριούν εμπρός εις αυτήν την θείαν όντως αποστολήν. Είναι η αποστολή δυναμίτις, που ανατινάσσει τους ογκολίθους των κακιών και των μικροτήτων. Είναι η αποστολή σμίλη, που καλλιτεχνεί τα ψυχικά αριστουργήματα. Είναι η αποστολή θείον εργαλείον, που οικοδομεί τον νέον κόσμον. Αντιλαμβάνεσαι τώρα τι αξίζουν αυτοί οι άνθρωποι εις την κοινωνίαν, και τι υπηρεσίας ημπορούν να προσφέρουν όταν είναι γεμάτοι από ιερά σκιρτήματα και ενθουσιασμόν δια την μεγάλην αυτήν αποστολήν των.
2. Ναι αλλά…
Σε βλέπω συνωφρυωμένον. Είσαι έτοιμος να αρχίσης την επίθεσιν. Σε προλαμβάνω. Γράφουν τόσα αι εφημερίδες δια τον κληρικόν, δια τον άνθρωπον της Εκκλησίας. Ακούεται τούτο το πράγμα δι’ αυτόν τον εφημέριον, εκείνο δια τον άλλον άγαμον ή έγγαμον ιερέα. Προχθές έγινεν ολόκληρο σκάνδαλον εις τον ναόν, διότι ο εφημέριος είπεν αυτό, φέρθηκε σκληρά, ωμίλησεν απότομα… Αυτά δεν θέλεις να μου πης; Δεν χρειάζεται όμως να κουρασθής. Βλέπεις, τα λέγει νωρίτερα και χωρίς τάσιν συγκαλύψεως αυτό το φυλλάδιον, που το εκδίδει η ίδια η Εκκλησία. Είπες εσύ τα ιδικά σου. Τώρα θα πρέπη να ακούσης και την άλλη πλευρά. Λοιπόν:
α) Είναι όλα αληθή;
Λέγουν αυτά και αυτά δια τους ιερείς, τους ποιμένας. Άραγε να είναι όλα αληθή; Και αν δεν είναι; Και αν από κακίαν κάποιοι τα διέδωσαν, δια να χτυπήσουν την υπόληψιν του ιερέως; Και αν εχθροί της θρησκείας, με αντίθετον ιδεολογίαν, υφαίνουν συκοφαντίες δια να καταρρίψουν το κύρος της Εκκλησίας μας; Και αν ίσως κάποιοι άλλοι, από εσφαλμένας πληροφορίας ή κακήν εκτίμησιν των πραγμάτων, κατηγορούν τον ιερέα, χωρίς να πταίη; Αν, λοιπόν, ο διδάσκαλος και ποιμήν της Εκκλησίας είναι εν τάξει με τον Θεόν και τον νόμον Του, έπεσεν όμως θύμα κακότητος ή πλάνης των άλλων, τι λες, αδελφέ, είναι τίμιον να πάρης κι εσύ πέννα και να υπογράψης την καταδίκην του αναπολογήτου κληρικού, ή είναι δίκαιον να τον αφήσης ανυπεράσπιστον, όταν οι άλλοι —δεν ερωτώ με ποια ελατήρια— στρέφουν τα πυρωμένα βέλη των εναντίον ενός, που ίσως το μόνον του λάθος είναι που δεν είναι, βεβαίως, ότι κοιτάζει να κάμη το έργον του με προσοχήν και δεν ευκαιρεί να ασχολήται με τα λόγια του ενός ή του άλλου που αυτοχειροτονείται εισαγγελεύς και κατήγορος όλων; Και η εντολή του Θεού «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε», τι γίνεται; Πώς κρίνεις και κατακρίνεις τον αδελφόν σου, τον κληρικόν μάλιστα, με ελαφράν την συνείδησιν, χωρίς να είσαι βέβαιος περί των λεγομένων;
β) Έστω όμως ότι είναι.
Αλλά έστω, παραδέχομαι, ότι είναι ένοχος εις τούτο η εις εκείνο. Πόσον ακριβώς, και αν δικαιολογήται ή όχι, δεν είναι του παρόντος να εξετάσωμεν. Είναι, λοιπόν, σωστά αυτά που λέγονται. Δεν θα αρνηθή κανείς ότι ενίοτε οι ιερείς, οι ποιμένες της Εκκλησίας, κάνουν λάθη. Κάποτε και σοβαρά. Δεν θα έπρεπε, βέβαια. Αν κάθε πιστός πρέπη να αγωνίζεται να είναι «άγιος», πολύ περισσότερο ο διδάσκαλος. Δεν τον αμνηστεύει ασφαλώς κανείς. Είναι λυπηρόν ότι υπάρχουν «αδόκιμοι» ποιμένες, οι οποίοι σκανδαλίζουν τας συνειδήσεις των χριστιανών. Και αλλοίμονον, θα είναι, πίστευσε, αδυσώπητος η κύρωσις του Θεού κατά των «κακών γεωργών του αμπελώνος», της Εκκλησίας Του. Αλλά, αδελφέ, μη βιάζεσαι. Γιατί συνδέεις την πίστιν με τον διδάσκαλον; Άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Θα έπρεπεν, ασφαλώς, να είναι πρώτα ο διδάσκαλος τέλειος. Και είναι τέτοιοι. Πολλοί. Δεν κάνουν θόρυβον ίσως. Είναι όμως. Λευκοί καθ’ όλα, αφωσιωμένοι, άγιοι. Που υψώνουν με πίστη και καθαρή ψυχή τον Σταυρόν, το Άγιον Ποτήριον. Που ζουν μέχρι γήρατος ακλόνητες λεύκες στην πνοή του κακού, στης αμαρτίας το παγερό ξεροβόρι. Υπάρχουν. Θα έπρεπε, λοιπόν, να είναι όλοι τέτοιοι. Αλλά τώρα, που δεν είναι, δεν δίδει το δικαίωμα εις σε να πετάξης την πίστιν, την αλήθειαν του Ευαγγελίου! Ευτυχώς που η χάρις των Μυστηρίων δεν εξαρτάται από την εκάστοτε αγιότητα του ιερέως. Η χάρις είναι δωρεά του Θεού. Δεν είναι καρπός της ανθρωπίνης αρετής. Συνεπώς, όταν ο κληρικός σου δίδει την αλήθειαν του Χριστού με το χέρι, που ξέρεις ότι δεν είναι καθαρό, εσύ σκύψε και πάρε την. Δεν θέλεις να φιλήσης το χέρι αυτό; Εν τάξει. Μην το φιλάς. Δικαίωμά σου είναι. Αλλά, άκου, δεν είναι δικαίωμά σου να πετάξης την αλήθειαν, την δωρεάν του Θεού. Ο κληρικός είναι ο ταχυδρόμος. Η χριστιανική αλήθεια είναι το γράμμα που περιέχει την χάριν, την οποίαν σου προσφέρει ο Θεός, ο μέγας Δικαστής, και σε απολύει από την φυλακήν της αμαρτίας, και σε σώζει από την ψυχικήν λαιμητόμον. Δεν σου αρέσει ο Ταχυδρόμος; Έχεις δίκαιον, ίσως. Αλλά το γράμμα, την χάριν; Θα τα πετάξης κι’ αυτά; Έγκλημα!
Αγαπητέ μου! Το ξέρω, σκανδαλιζόμεθα. Και στην αγανάκτησή μας παρασύρομε και εκείνα που δεν πρέπει. Τον Σταυρόν, την Εκκλησίαν, την αλήθειαν της πίστεως, την σωτηρίαν. Θέλεις μίαν συμβουλήν; Άσε τους κακούς κληρικούς να λογαριασθούν με τον Θεόν και με την δικαιοσύνην της Εκκλησίας. Εσύ και εγώ ας γινώμεθα μιμηταί των αγίων, των μαρτύρων, του Αρχηγού της πίστεώς μας. Όταν υπάρχουν εμπρός μας πεντακάθαροι χείμαρροι με ολόδροσο νερό, γιατί να σκύβουμε στα στάσιμα νερά με τα κουνούπια. Γιατί;
3. Και τώρα;
Και τώρα που είδες πόσο καλό ημπορεί να κάμη ένας άγιος κληρικός, πόσο δε, αντιστρόφως, κακό ένας ακατάλληλος, θέλω να σου κάμω μίαν ερώτησιν. Τι σκέπτεσαι, λοιπόν, να κάμης; Θα αφήσης τα πράγματα έτσι, χωρίς καμμίαν αλλαγήν; Δεν πρέπει. Δεν συμφέρει. Η λύσις είναι μία. Να δώσης κι εσύ ένα σου παιδί στην Εκκλησία. Να το μορφώσης, να το προετοιμάσεις καταλλήλως. Να το διαφυλάξης απο λάθη, να του εμπνεύσης την αγάπην προς την μεγάλην αποστολήν του ποιμένος και διδασκάλου της Εκκλησίας. Και μίαν ημέραν, ολοφώτεινον και μεγαλειώδες, να το χαρής εμπρός εις το Άγιον Θυσιαστήριον, εις τον άμβωνα της Εκκλησίας. Και να είσαι εκεί και συ, πατέρας ή μητέρα. Να βλέπης το παιδί σου θερμόν και φλογερόν διδάσκαλον της αληθείας, σμιλευτήν του κοινωνικού αγάλματος, που θα πρέπη κάποτε να γίνη καλλιτέχνημα. Ή να πλησιάζης με δέος εις την Ωραίαν Πύλην, δια να κοινωνήσης και να πάρης το Σώμα και το αίμα του Χριστού από τα χέρια εκείνου που εσύ, με το δικό σου αίμα, εμεγάλωσες. «Σώμα και αίμα Χριστού εις άφεσίν σου αμαρτιών…»! Πες μου, αδελφέ; Υπάρχουν μεγαλύτερες στιγμές από αυτές; Δεν απαντάς; Είσαι συγκινημένος;
Θεέ και Κύριε! Χάριζε στην Εκκλησία μας ποιμένας φωτεινούς, αγίους διδασκάλους!
Αγαπητοί, υπάρχει κάπου ο εξής θρύλος. Ένας λαός κάποτε εβάδιζε μέσα σε πυκνό δάσος. Έπρεπε, πριν πέση το σκοτάδι, να έχη βγει στην πεδιάδα. Το δάσος είχεν απότομες πλαγιές, χαράδρες και φαράγγια. Αλλοίμονον όμως! Ενύχτωσε. Ο κόσμος έμεινε στη μέση αυτού του δάσους. Αν ήταν, αλήθεια, ένα φως, που να φωτίση το σκοτάδι, θα είχαμε σωθή, είπε σε μια στιγμή ο αρχηγός. Πώς όμως να βρεθή; Και πού;
Αίφνης ένας από το πλήθος εβγήκε πιο μπροστά. Άνοιξε το στήθος του μ’ ένα μαχαίρι που κρατούσε στο δεξί του χέρι και εξεκόλλησε αμέσως την καρδιά Του. Την ύψωσε όσο μπορούσε πιο ψηλά. Φωτίστηκε το δάσος τότε όλο. Ο κόσμος επροχώρησε και βγήκε από εκεί στην πεδιάδα. Όταν επέρασε και ο τελευταίος οδοιπόρος, η καρδιά του ανθρώπου μας είχε πλέον καεί και έσβησε απαλά. Και ο άγνωστος έγειρε κάπου εκεί στη ρίζα κάποιου δένδρου κι εξεψύχησε μ’ ένα χαμόγελο γλυκό.
Αδελφέ! Αυτή είναι του ποιμένος η μεγάλη αποστολή. Να σβήνη, να πεθαίνη, καθώς οι άλλοι στη ζωή φωτίζονται και ζουν από το δικό του φως…
Από το βιβλίο «Φως ταις τρίβοις μου», του Μητροπολίτου Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου, σελίς 308 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.
Παράβαλε και:
Κυριακή Μετά τα Φώτα – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, περί μετανοίας.