Βρισκόμαστε στα 1824. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός επιστρέφει στην Ελλάδα απ’ την Ιταλία. Τον είχε στείλει η Συνέλευση της Επιδαύρου στον πάπα και στην αυλή της Ρώμης, για ν’ αναπτύξει φιλικές σχέσεις, πριν δυο χρόνια. Εργάστηκε εκεί με απαράμιλλο ζήλο και παρά τις αντιξοότητες και τις εχθρικές διαθέσεις του πρώην μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιου, καταφέρνει ν’ αλλάξει την εχθρική στάση πολλών παραγόντων της Ιταλίας έναντι της επαναστατημένης χώρας μας. Φροντίζει και για την χορήγηση δανείου, μα δεν τα καταφέρνει. Δάνειο δε χορηγεί η Ιταλία, μα η Αγγλία. Μα αυτό δεν διατίθεται «εις τας πραγματικάς ανάγκας της πατρίδος, αλλά εις χείρας αρπάγων», όπως γράφει ο ίδιος. Και προσθέτει: «Τι ωφελούν τα χρήματα μη καλώς οικονομηθέντα;»
Πληροφορείται ο Γερμανός πως τα χρήματα του δανείου όχι μόνο κατασπαταλούνται άσκοπα από τους άρπαγες, αλλά γίνονται αιτία και για εμφύλιο σπαραγμό. Η διχόνοια έχει ριζώσει στις καρδιές των κυβερνώντων και η αναστημένη μόλις πατρίδα μας κινδυνεύει ξανά να νεκρωθεί. Ανησυχεί και θλίβεται, βλέποντας τον μεγάλο κίνδυνο. Γράφει και νουθετεί για να αποτρέψει τον μεγάλο κίνδυνο του έθνους, σε «άνδρας, τους οίακας ολοκλήρου του έθνους διοικούντας και πείραν έχοντας» και συστήνει εις ομόνοιαν αλλά εκείνοι έρχονται στα μαχαίρια για τη μοιρασιά του θησαυρού. Αυτό τον αναγκάζει να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα αφήνοντας την πετυχημένη του αποστολή να προπαγανδίζει σε δικούς μας και ξένους στην Ιταλία για τα δίκαια του Αγώνα μας. Φτάνει στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1824. Αποβιβάζεται στη Γαστούνη και τα πρώτα νέα που μαθαίνει είναι απελπιστικά. Ολόκληρος ο Μοριάς έχει μεταβληθεί σ’ ένα τεράστιο καζάνι που βράζουν τα πιο φοβερά πάθη. Τον τραντάζει ο σίφουνας του εμφυλίου σπαραγμού. Προσπαθεί και πάλι με την πειθώ και την ασυνήθιστη ευγλωττία του να κατασιγάσει τα πάθη, νουθετώντας εχθρούς και φίλους. Παρακαλεί, εξορκίζει τον καθένα απ’ τους ηγέτες χωριστά, αλλά χαμένος κόπος. Και τότε θλιμμένος, απογοητευμένος και αηδιασμένος, φεύγει για τα Νεζερά και από το μοναστήρι της Χρυσοποδαρίτισσας παρακολουθεί με πίκρα τον σπαραγμό του έθνους.
Από το μοναστήρι που βρίσκεται ο Γερμανός, δεν ανακατεύεται σε τίποτα. Δεν παίρνει το μέρος καμιάς από τις αλληλοσπαραζόμενες φατρίες. Εκείνες όμως υπολογίζουν την προσωπικότητα του. Ο Κωλέτης και ο Παπαφλέσας φοβούνται τη δύναμη του και ανησυχούν ιδιαίτερα. Δε βγαίνει απ’ το νου τους η παλιά συνεργασία του Γερμανού με τους εχθρούς τους, Ζαίμη και Λόντο, με τους οποίους παλιότερα είχαν αποτελέσει την «Αχαϊκή τριανδρία». Και γι’ αυτό, όπως γράφει ο Σπ. Μελάς, ο πρώτος (Κωλέτης) ακούει με πολλή ευχαρίστηση τις διαβολές των εχθρών του Γερμανού και ο δεύτερος -ο Παπαφλέσσας- δεν εναντιώνεται στον κατατρεγμό του». Και τα πάθη βρίσκουν εφαρμογή.
Έτσι μια παγωμένη γεναριάτικη νύχτα εκείνης της χρονιάς, ένα στρατιωτικό απόσπασμα με επικεφαλής τον Νικολέτο Σοφιανόπουλο, σταλμένο από το Γκούρα, χτυπάει την πόρτα του κελιού του μοναστηριού της Χρυσοποδαρίτισσας, όπου έμεινε ο Γερμανός. Μπαίνουν μέσα, αρπάζουν τα λεφτά του και ό,τι άλλο πολύτιμο βρίσκουν, ακόμα και τα άμφια του και ύστερα δεμένον και πεζό τον παίρνουν μαζί τους από χωριό σε χωριό, και τον πάνε στο Γκούρα. Διηγείται ο αυτόπτης μάρτυρας Βέριος για το μαρτύριο εκείνο του Γερμανού:
«Περί τα τέλη του 1825, αρχάς του χειμώνος, απέρασεν από το χωρίον Δροβολοτόν του Α. Τζούνη, επαρχίας Καλαβρύτων, ο Νικολέτος Σοφιανόπουλος μ’ ένα μέρος στρατιωτών, φέρων μαζί του τον επίσκοπον Παλαιών Πατρών Κύριον Γερμανόν, τον οποίον εσυνέλαβεν εις ένα μοναστήριον των Νεζερών, δια διαταγής του στρατηγού Γκούρα, ως κακούργον και ως τοιούτον τον έφεραν πεζόν εις το Δροβολοτόν και τον εφύλαττον, μήπως φύγη. Ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εσέβοντο πολύ τον ειρημένον Κύριον Γερμανόν, δια τούτο η μήτηρ μου Μαρία, αδελφή του Α. Τζούνη, εκάθησεν όλη την νύχτα και έκαμε επίτηδες παξιμάδι δια να το δόση κρυφίως εις τον Κύριον Γερμανόν εις τον δρόμον. Ο δε πατήρ μου επιθυμούσε να δόση το άλογόν του εις τον Κύριον Γερμανόν, να υπάγη και ο ίδιος εις την Δίβρην, δίνοντας με και έν γράμμα προς τον εκεί αδελφόν του Ασ. Βέριον, να περιποιηθή όπως ημπορέση τον Σεβαστόν Γερμανόν. Τέλος ανεχωρήσαμεν από το Δροβολοτόν προς το μεσημέριον και εφθάσαμεν εις την Νουσάν, χωρίον Κυλληνίας. Εις όλον το διάστημα της οδοιπορίας, έβρεχεν επάνω μας χιονόνερο. Την ακόλουθον ημέραν ανεχωρήσαμεν προς την Δίβρην, όπου αναγκασμένος να περιπατή πεζός ο Σ. Γερμανός, επειδή ο δρόμως ήτο χιονοσκέπαστος».
Έχομε όμως και τη μαρτυρία για το ταξίδι εκείνο του ίδιου του Γερμανού, από ένα γράμμα που στέλνει κρυφά από τη Δίβρη προς την κυβέρνηση: «Αίφνης σήμερον – γράφει – ήλθον τίνες στρατιώται του Γκούρα και με ήρπασαν ως κατάδικον. Αν είναι διαταγή της κυβερνήσεως – καθότι τοιαύτη δεν μοι επαρουσιάσθη – ή του Γκούρα, ας γράψη προς τούτον να με αφήση να έλθω αυτόσε, ίνα απολογηθώ, αν έσφαλα κατά τι. Ειδεμή, ας με αφήση ελεύθερον».
Από τη Δίβρη τον πάνε στη Γαστούνη όπου, όπως σημειώνει ο Βέριος: «έπαθε πολλά από την κακομεταχείριση των στρατιωτών». Τον πίεζαν να τους φανερώσει αν έχει άλλα χρήματα και άλλα πράγματα, για να του τα πάρουν. Ευτυχώς που πέθανε κείνες τις μέρες ο αρχιβασανιστής του Σοφιανόπουλος, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο που θεωρήθηκε σαν θεία τιμωρία: «Ω του θαύματος!» σημειώνει ο Βέριος. «Ενώ ο κ. Σοφιανόπουλος έχαιρεν άκρας υγείας, εξεκενώθη όλον του το αίμα από λυσεντερίαν και εντός τεσσάρων ημερών απέθανε. Το εφνήδιον τούτο συμβάν, έφερε τον Γκούραν και τους στρατιώτας εις συναίσθησιν και έπαυσαν από του να τον κακομεταχειρίζονται, φοβούμενοι μην τυχόν πάθουν τα αυτά και εκείνοι».
Το μαρτύριο του Γερμανού σταμάτησε. Ίσως πράγματι να έπαιξε ρόλο ο θάνατος του Σοφιανόπουλου, ίσως να ήταν αυτή η παραγγελιά της κυβέρνησης, σίγουρα όμως συνετέλεσε σ’ αυτό η γενναία θέση ενός παλικαριού, του Σουλιώτη Δράκου, που παρουσιάστηκε στον Γκούρα και του είπε θαρρετά πως, ήταν ντροπή στ’ άρματα τους να φέρνονται έτσι σ’ έναν ιεράρχη.
Στο μεταξύ, ο Ιμπραήμ αλωνίζει το Μοριά και η Επανάσταση ψυχοραγεί. Ο Γερμανός βλέπει τον κίνδυνο και γράφει παντού, συνιστώντας ομόνοια και θάρρος. Σ’ ένα γράμμα του στους πατριώτες του Δημητσανίτες, που του ζητούν τη συμβουλή του, γράφει ανάμεσα στα άλλα και τούτα:
«Όσον δε περί της συμβουλής που μου ζητάτε, εις τοιαύτας περιστάσεις μηδέ και ημείς τι να σας συμβουλεύσωμεν δεν ηξεύρομεν. Ημείς λέγομεν, αν το εγκρίνετε και η τιμιότης σας, ν’ ασφαλίσετε τας φαμίλλιας σας εις ένα τόπον οχυρόν, φθάνει να έχετε τα αναγκαία και να είστε και αρκετά άρματα, να είστε προσεκτικοί και εις μίαν έφοδον του εχθρού, παρατηρούντες μακρόθεν τα κινήματα του, ν’ αντιπαραταχτήτε όλοι ενωμένοι, και όχι μόνον τας φαμίλλιας σας θέλετε διασώσει από την αιχμαλωσίαν, αλλά και τους εχθρούς θέλετε τρέψει εις φυγήν, μάλιστα όπου οι εχθροί δεν διαμένουν πολύ εις κανέν μέρος, αλλ’ είναι περαστικοί- το να καταλήγετε δε εις άλλο μέρος, είναι και δύσκολον και δια τα δεινά του δρόμου και αχρειότητα των ανθρώπων και δια τους πτωχούς πατριώτας, δεν θέλουν ημπορέσει ν’ ακολουθήσουν, επειδή και ο τρόπος και όλα τα βοηθητικά μέσα λείπουν… Προσέτι πρέπει, ως καλοί χριστιανοί οπού είστε, επειδή και μερικοί από τους πατριώτας και λοιπούς χριστιανούς είναι πτωχοί και δεν έχουν μήτε πόρον οικονομίας, οι έχοντες να τους συνδράμετε και να τους βοηθήσετε ό,τι δύναται έκαστος, εις αυτάς τας περιστάσεις».
Δεν άργησαν οι κυβερνώντες να καταλάβουν την αδικία που έκαναν σε βάρος του Ιεράρχη Γερμανού. Έδωσαν διαταγή να αφεθεί ελεύθερος. Και κείνος δε μνησικάκησε σε βάρος κανενός. Όλους τους συγχώρησε και όλα τα ξέχασε. Στο μεταξύ, η τρίτη συνέλευση της Επιδαύρου τον διορίζει πρόεδρο μιας επιτροπής, που κανόνιζε όλα τα σχετικά με τα δάνεια και τις εξωτερικές βοήθειες του έθνους. Αυτή θα οργάνωνε και την νέα εθνική συνέλευση. Με πάθος και αφοσίωση αφιερώθηκε ο Επίσκοπος Γερμανός και στη νέα του αποστολή. Εργαζόταν νυχτόημερα για να αντιμετωπισθούν οι μεγάλες δυσκολίες που παρουσιάζονταν. Έτσι εξαντλημένος από κόπους, αγρυπνίες και στενοχώριες, πέφτει βαρέιά άρρωστος από εξανθηματικό τύφο, που θέριζε τότε το Ναύπλιο. Και το μοιραίο δεν αργεί. Πεθαίνει στις 30 Μαίου 1826 τη νύχτα. Η «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος» έγραψε την άλλη μέρα την είδηση: «Κατά την 30 Μαΐου την νύκτα, επλήρωσε το κοινόν χρέος, μετά ολίγων ημερών ασθένειαν, ο πανιερώτατος μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Κύριος Γερμανός και την 31 ετάφη λαμπρώς και εκκλησιαστικώς και πολιτικώς. Η πατρίς εστερήθη ενός καλού πολίτου και η επιτροπή της Συνελεύσεως έχασε τον πρόεδρόν της. Ο καλός ούτος πατριώτης εφάνη πολλάκις χρήσιμος εις την πατρίδα και δια της φρονήσεως, της παιδείας και της υπολήψεώς του, συνήργησε εις πολλών καλών κατόρθωσιν. Λυπούμεθα ότι δεν γνωρίζομεν τας περιστάσεις του βίου του Πατρός, δια να ομιλήσωμεν διεξοδικώτερον περί τούτου».
Ο Παπούλιας στα «Απομνημονεύματα» γράφει πως: «ο ιεράρχης απέθανε εξ υπέρμετρου δόσεως ιατρικού της εμετικής τρυγός. Το τοιούτον διήγειρεν υπόνοιαν περί δηλητηριάσεως, ήτις ενισχύθη έπειτα και εκ του ότι ο Γιάννης, ο καφεντζής του, πιστός αυτού υπηρέτης, απώλετο δολοφονηθείς μετ’ ου πολύ, εις Γαστούνην, άδηλον παρα τίνος, και εκ τούτου, ενισχύθη η υπόνοια, ότι και τούτο ίσως εγένετο προς εξάλειψιν πάσης ενδεχομένης αποκαλύψεως». Η παραπάνω εκδοχή δεν έχει επιβεβαιωθεί, δεν είναι όμως και απίθανο να συνέβη κάτι τέτοιο, αν υπολογιστεί το μίσος που έδειξαν κάποιοι εχθροί του και στον τρόπο που θα γινόταν η κηδεία του ιεράρχου. Γράφει σχετικά ο Παπούλιας:
«Γενομένου λόγου περί της κηδείας αυτού, (του Γερμανού) ως προέδρου της εθνοσυνελεύσεως, καθ’ ο δε και αρχιερεύς, κατά τας δια τους τοιούτους εκκλησιαστικά έθιμα, να κηδευθή εις τον καθεδρικόν ναόν του εν Ναυπλίω Αγίου Γεωργίου, πολλοί τίνες, φθονερώς προς αυτόν και δυσμενώς δι’ αντιπολίτευσιν διακείμενοι, κατέκρινον και εμπόδιζον τούτο και άλλοι ηδιαφόρουν, ώστε εκινδύνευσε να στερηθή ο νεκρός αυτού, της επιταφίου εκείνης συνήθους εκκλησιαστικής τιμής και η κοινή γνώμη να προσβληθή».
Πρόλαβαν όμως αυτό το κακό οι στρατιωτικοί που κατάγονταν απ’ τα Εφτάνησα και σήκωσαν ανταρσία, απαιτώντας να γίνει η κηδεία του ιεράρχη όπως έπρεπε1 και έγινε. Το ξόδι του, το ακολούθησαν με δάκρυα στα μάτια πλήθη λαού. Ιδιαίτερα οι αναρίθμητοι ευεργετημένοι απ’ αυτόν. Ο Ανδρέας Ζαίμης «εθρήνησε τον θάνατον του μέχρι κοπετού».
Όταν σε λίγες μέρες οι κληρονόμοι του άνοιξαν το μπαούλο του, όπου έκρυβε τα χρήματα, βρήκαν μονάχα εικοσιέξη χρεωστικές ομολογίες- τίποτε άλλο. Και το τελευταίο του γρόσι, όπως γράφει ο Σ. Μελάς, το είχε δανείσει σε φίλους. Συγκεκριμένα βρέθηκαν:
«I ποσάδα ασημένια από εν κουτάλι, εν πηρούνι και εν μαχαίρι. Ένας σταυρός χρυσός. Δύο ταμπακιέρες χρυσές. Ένας μικρός φάκελλος και εν καλαμάρι ασημένιον. Περιείχε ο φάκελλος 26 χρεωστικές ομολογίες διαφόρων ατόμων».
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.