ΚΑΤΗΧΗΣΗ 1η
Αποταγή και ξενιτεία
Αδελφοί και πατέρες, γράφει ο Απόστολος Παύλος για τον εαυτό του και το μεταφέρω και εγώ στην ευτέλειά μου- «σε μένα δεν είναι οκνηρό, σε σας όμως είναι ασφαλές» (Φιλ. γ΄, 1), να υπενθυμίζω συνεχώς το σκοπό της σωτηρίας μας, αφού αυτός είναι και ο προορισμός μας.
Η αφετηρία μας, κατά τη Γραφή και τη γνώμη των Πατέρων μας, είναι η αποταγή, η ξενιτεία, η αναχώρηση. Και δικαίως αφού ο Κύριός μας, μας τονίζει: «Πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ. ι΄ 33). Τα υπάρχοντά μας κατά τη διπλή μας υπόσταση- είναι και αυτά διπλά. Αλλα ανήκουν στον κόσμο των πραγμάτων και άλλα ανήκουν στον κόσμο των νοημάτων.
Και τα πρώτα του κόσμου των πραγμάτων και των υλών- και αυτόν ακόμη ο δεσμό της συγγένειας, με τη Χάρη του Χριστού, τα αφήσαμε. Μένουν τώρα σε μας οι λεγόμενες «προλήψεις», δηλαδή τα νοήματα του κόσμου των πραγμάτων και των υλών.
Το κύριο μέσο και όργανο της επαφής και επικοινωνίας με τον κόσμο μας είναι ο νους. αν θέλουμε να ανασυρθούμε από την πτώση και αιχμαλωσία του παλαιού ανθρώπου, η προσπάθειά μας πρέπει να στραφεί στον έλεγχο και την τήρηση του νου.
Ως προς τα πράγματα του κόσμου, τα οποία προκαλούν και ερεθίζουν, επειδή τα εγκαταλείψαμε, έχουμε σχετική ελευθερία. Ως προς τα νοήματα και τις μνήμες όμως, που είναι τυπωμένα στη φαντασία, χρειάζεται διανοητική εργασία και αγώνας για να απαλλαγούμε απ αυτά. Γι αυτό όταν οι παλαιοί φιλόσοφοι ρώτησαν τον πρώτο μας αρχηγέτη και γενάρχη Αββά Αντώνιο «τι περισσότερο κάνετε σεις σαν μοναχοί» έλαβαν την απάντηση: «Ημείς νουν τηρούμεν», πράγμα που ομολόγησαν ότι δεν μπορούσαν να καταφέρουν.
Τα δυό στοιχεία τα οποία συνιστούν την ανθρώπινη φύση, η ψυχή και το σώμα- αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπιδρούν και στην πρόοδο και στην ήττα, και στη ζωή και στο θάνατο. «Τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;» (Ψαλμ. ρστ΄ 43).
Οι θεοφόροι και θεόσοφοι Πατέρες μας, που χάραξαν με το φωτεινό τους παράδειγμα το σωτήριο αυτό δρόμο της κατά Θεόν πορείας, στην οποία βρίσκεται η κάθαρση, ο φωτισμός, η ανάπλαση και σωτηρία, μας ενθαρρύνουν σ αυτή για να μην αποθαρρυνόμαστε όταν αισθανόμαστε κόπωση και παράξενα συναισθήματα. Τα περισσότερα από τα συναισθήματα αυτά οφείλονται στην απειρία μας και γι αυτό χρειάζεται επιμονή και καρτερία, ώστε να μην υποχωρούμε στην πρόθεση και τον προγραμματισμό, γνωρίζοντας ότι το προκείμενο στάδιο δεν είναι σκέψη και απόφαση ανθρώπου, αλλά μάλλον αποκάλυψη, πρόσκληση και ευδοκία αυτού που καλέι «τα μη όντα εις όντα». Είναι επίνοια και βουλή αυτού που είπε και πάντοτε λέει: «Ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν φέρητε» (Ιω. ιε΄ 16). Και πάλι: «Ουδείς δύναται ελθείν προς με ει μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν» (Ιω. στ΄ 44).
Έχοντας ισχυρή βάση και θεμέλιο της ιερής μας προσέλευσης, ότι είμαστε κατά κάποιο τρόπο «θύματα της θείας παναγάπης», γιατί μας έχει προσκαλέσει ο ίδιος ο Κύριος για να πάρουμε μέρος έμπρακτα και θεάρεστα, ας μη λυγίσουμε, ας μη μικροψυχήσουμε, ας μη νυστάξουμε, ας μην υποδουλωθούμε στα δαιδαλώδη πανουργεύματα του εχθρού μας, γιατί «μείζων εστίν ο εν υμίν» -αυτός που έχει όλη την εξουσία- «η ο εν τω κόσμω» (Α΄ Ιω. δ΄, 4), ο πονηρός δραπέτης των ουρανών.
Με προθυμία και με όλη τη θέλησή μας, ας γίνουμε σαν τους επαινετούς εκείνους δούλους του Ευαγγελίου, που αναμένουν συνεχώς και άγρυπνα τον Κύριό τους. Ας επιστρατεύσουμε όλες τις δυνάμεις, του σώματος και της ψυχής, με την πράξη και τη θεωρία στον επιδιωκόμενο στόχο και σκοπό.
Δίκαιως προηγείται η πρακτική με τα εξωτερικά μας μέλη και τις αισθήσεις, αφού και κατά τη δημιουργία μας το πήλινό μας σώμα κατασκευάστηκε πριν την ψυχή. Η έννοια και μορφή της νέας μας ιδιότητας και αγωγής είναι η πρακτική μετάνοια, αφού πρώτο μας ιδίωμα το «κατ εικόνα και ομοίωσιν»- συντρίφτηκε με την πτώση.
Ευλογητός ο Θεός, που με το πολύ του έλεος ανέχτηκε την επιστροφή και τη θεραπεία μας με τη μετάνοια και άρα όλη μας η προσπάθεια, θέληση και σπουδή ισόβια θα εκφράζεται με αυτήν.
Η πρώτη απόδειξη της θέλησής μας αυτής έγινε με την αποταγή, αφού τα αφήσαμε όλα και ακολουθήσαμε αυτόν, που μας κάλεσε. Η τυπική όμως απάρνηση του κόσμου, χωρίς την ολοκληρωτική απάρνηση των θελημάτων, νοημάτων, επιθυμιών και συστημάτων του κοσμικού φρονήματος, δεν μας απαλλάσσει από τα δεσμά του παλαιού ανθρώπου στον οποίο βρίσκεται όλο ο «αντιστρατευόμενος νόμος της διαστροφής», που είναι φυτεμένος στα μέλη μας.
«Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε εισελεύσεται» (Ματ. ζ΄, 21), λέγει ο Κύριος, αλλά μόνον «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς» Ιω. ιδ΄, 21). Και όντως αυτός είναι ο ακριβής όρος και νόμος της μετάνοιας.
Μια καλή αρχή, σαν βάση της ιερής μετάνοιας, ας γίνει από αυτά τα τρία θεμέλια. Της απλότητας και ακακίας, της νηστείας και της σωφροσύνης.
Ω μακάρια απλότητα, αθωότητα και ακακία!
Πόση δύναμη έχεις, πόση επιβολή, πόση βοήθεια δίνεις στο ενάρετο πεδίο της προκοπής αλλά και πόση συντριβή εξουθένωση και ήττα των σατανικών προσβολών και επιτηδευμάτων προσφέρεις! Αυτήν την ακακία, αθωότητα και απλότητα μακάρισε ο Κύριος στα «παιδία» και τη θεώρησε ότι εισάγει στη βασιλεία του. «’φετε τα παιδία έρχεσθαι προς με,… των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού. Αμήν λέγω υμίν, ος εάν μη δέξηται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν» (Μαρκ. ι΄ 14 15).
Ως εύκολο τρόπο προβάλαμε την απλότητα και ακακία την οποία γεννά η πίστη. Αλλωστε «δια πίστεως περιπατούμεν, ου δια είδους» (Β΄ Κορ. ε΄, 7). Μήπως αμφιβάλλει κανείς ότι με την πίστη βαδίζουμε και άρα δεν ζητούμε αποδείξεις;
Ποιός μας χάρισε το δώρο της αποταγής και αυταπάρνησης, ώστε να βρισκόμαστε μακρυά από τα κοσμικά συστήματα εξόριστοι στις ερήμους; Να λοιπόν, που είμαστε θύματα της πίστης προς το σωτήρα μας «ότι αυτώ μέλει περί υμών» (Α΄ Πέτ. ε΄, 7). Ποτέ να μη λείπει αυτή η πίστη απ αυτόν, που θέλει να σωθεί. Αυτή η πίστη είναι ο στύλος το στήριγμα στην ψυχή που σηκώνει όλο το βάρος της περιεκτικής φιλοπονίας, που είναι το κύριο νόημα ολόκληρης της αγωνιστικότητας.
Το δεύτερο στοιχείο του τρίπτυχου, είναι η νηστεία. Πως μπορούμε να περιγράψουμε τη δύναμη και ιδιότητα αυτού του πανίσχυρου όπλου; Αλλωστε δεν είναι και το πρώτο, που παρέδωσε και δίδαξε ο Κύριός μας, στον πνευματικό αγώνα; «Δια βρώσεως εξήγαγε του Παραδείσου ο εχθρός τον Αδάμ». Με τη νηστεία χαράζει την αρχή της πάλης ο Χριστός μας. Η μητέρα του θανάτου ηδονή, δεν αρχίζει απ εδώ τον όλεθρόν της με πρόβαση τη βιολογική μας σύσταση και μας κατρακυλά στη μεριά της κτηνωδίας; Εάν η γαστριμαργία χαρακτηρίζεται ο γίγαντας των παθών, ποιο άλλο μέσο θα δαμάσει αυτόν τον κίνδυνο; Πόσο εύστοχα ο προφήτης Δαυΐδ αντιμετωπίζει αυτόν τον πόλεμο! «Εγώ δε εν τω αυτούς (τους δαίμονας) παρενοχλείν μοι, ενεδυόμην σάκκον, και εταπείνουν εν νηστεία την ψυχήν μου και η προσευχή μου εις κόλπον μου αποστραφήσεται» (Ψαλμ. λδ΄, 13). Το επωφελέστερο μέσο και μέτρο αυτών που αγωνίστηκαν μέσα στους αιώνες και αυτών που συνεχίζουν την ίδια πνευματική πορεία ήταν η νηστεία. Από την ιερώτατη αυτή αρετή ξεκίνησαν και με αυτήν τελειώθηκαν. Δίκαια λέγεται ότι ο «αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται» (Α΄ Κορ. θ΄, 25).
Το τρίτο στοιχείο του τριπτύχου είναι η σωφροσύνη. Εκεί βρίσκεται η αγνότητα και ισάγγελη πολιτεία. εδώ θα σχολιάσουμε μια ιδαίτερη ιδιότητα ή καλύτερα τελειότητα της ισάγγελης αυτής διαγωγής. Είναι φανερό ότι ο Θεός είναι αγάπη και με την αγάπη δημιούργησε και προνοεί για όλα. Και του ιδίου Υιού ουκ εφείσατο» για την ανάπλαση και αποκατάστασή τους.
Ως αγάπη, ή μάλλον παναγάπη, ο Θεός με αγάπη λατρεύεται και ευαρεστείται. Γι αυτό απαιτεί ολοκληρωτική αγάπη «εξ όλης ψυχής, καρδίας, διανοίας και ισχύος» (Μαρκ. ιβ΄, 30). Για να εφαρμοστεί απόλυτα η σύσταση αυτής της αγάπης, δεν μπορούμε να διαμοιράζουμε τη γενική μας αγάπη σε κανένα άλλο στοιχείο όσο και αν μας φαίνεται αναγκαίο ή σπουδαίο. ‘λλωστε το ίδιο μέτρο εφαρμόζει και ο Θεός ο οποίος «αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω εις τέλος ηγάπησεν αυτούς» (Ιω. ιγ΄, 1).
Τα τιμιώτερα μέλη, για μας τους μοναχούς, που δικαιούνται την εκδήλωση της αγάπης μας είναι ασφαλώς οι γονείς, οι παράγοντες της ύπαρξής μας.
Ως πρότυπο της ολοκληρωτικής αγάπης προς το Θεό έχουμε μόνο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Στις ευαγγελικές διηγήσεις βλέπουμε ότι αποδεδειγμένα εφάρμοσε αυτήν την τελειότητα της αγάπης προς αυτόν. Ουδέποτε ο κύριος εκδηλώνει, έστω και κατ ελάχιστο, σε κανένα άλλο πράμγα ή πρόσωπο τρυφερότητα και αγάπη, ούτε και σ αυτήν ακόμη τη μητέρα του, που όχι μόνο ήταν κατά άνθρωπο μητέρα, αλλά και το τελειότερο πλάσμα απ όλα τα λογικά του κτίσματα. Και όμως ο Κύριος δεν μοίρασε τον υπέρτιμο πλούτο της αγάπης παρά στην ίδια την αυτοαγάπη, το Θεό, όπως ο ίδιος απαιτεί. Αρα, λοιπόν, οι τρυφερότητες και οι συμπάθειες, πέραν του τυπικού, είναι κλοπές και ιδιοποιήσεις της κύριας προς το Θεό αγάπης.
Από το βιβλίο: ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΕΣ ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ
Γέροντος Ιωσήφ