Κυριακή της τυροφάγου – τυρινής – Συναξάριον και υμνολογική εκλογή.

Του Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εις την Κυριακήν της Τυρινής, Συναξάριον της εξορίας του Αδάμ.

Οι θειότατοι και Αγιοι Πατέρες εθέσπισαν να κάνωμεν σήμερον, ήτοι πρό της Αγίας Τεσσαρακοστής, την ανάμνησιν της εξορίας των πρωτοπλάστων από την τρυφήν του Παραδείσου, δείχνοντες εμπράκτως πόσον καλόν και ωφέλιμον πράγμα είναι η νηστεία εις την ανθρωπίνην φύσιν, και πάλιν εκ του εναντίου, πόσον κακόν και αισχρόν είναι η αδηφαγία. Παρατρέξαντες λοιπόν οι Πατέ¬ρες τα κατά μέρος πάντα, οπού εις όλον τον κόσμον γί¬νονται, άπειρα σχεδόν όντα, τον πρωτόπλαστον Αδάμ προβάλλουν εις όλους παράδειγμα, πόσον κακόν έπαθε, με το να μην ενήστευσε προς ολίγον, και εις την εδικήν μας φύσιν μετέδωκε, σαφώς δεικνύοντες, και ότι πρώτον παράγγελμα του Θεού προς τους ανθρώπους εδόθη το της νηστείας καλόν, το οποίον με το να μην εφύλαξεν εκεί¬νος, αλλά εις την γαστέρα υπήκουσε, το δέ αληθέστερον εις τον πλάνον όφιν από την παρακύνησιν της Εύας, όχι μόνον Θεός δέν έγινεν, αλλά και εις τον θάνατον κατεκρίθη, και εις όλον το γένος μετέδωκε του κακού.

Λοιπόν, δια την τρυφήν του πρωτοπλάστου Αδάμ ο Κύριος ενήστευσεν ημέρας τεσσαράκοντα, και υπήκοος έγινεν. δια τούτο και η παρούσα Αγία Τεσσαρακοστή επαραδόθη από τους Αγίους Αποστόλους, δια να απολαύσωμεν ημείς δια της νηστείας την αφθαρσίαν, με το να φυλάξωμεν ημείς εκείνο, το οποίον με το να μην εφύ¬λαξεν εκείνος, απώλεσε την αφθαρσίαν. και κατά άλλον τρόπον, ο σκοπός των Αγίων ούτος έστι, καθώς και προείπομεν, να περιλάβουν δια βραχέων, τα απ’ αρχής μέχρι τέλους γενόμενα έργα παρά του Θεού. και επειδή όλων των καθ’ ημάς αίτιον εστάθη η παράβασις και η έκπτωσις του Αδάμ από τον Παράδεισον, δια τούτο ταύτην ενταύ¬θα πρωτίστην έταξαν, δια να φύγωμεν την παρακοήν, και να μή μιμηθώμεν κατ’ ουδέν την ακρασίαν αυτού.

Εις την έκτην ημέραν λοιπόν επλάσθη ο Αδάμ από την χείρα του Θεού, τον οποίον και με την ιδίαν του εικόνα ετίμησε, με το εμφύσημα οπού έκαμεν εις αυτόν, δί¬δοντας του εν ταυτώ και την εντολήν, ποίους καρπούς να τρωγη και ποίους να μή τρωγη. Εστάθη δέ μέσα εις τον Παράδεισον, κατά την γνώμην τινών διδασκάλων, έως εξ ώρας’ είτα εξώσθη εκείθεν, με το να παραβή την εντολήν. ο δέ Φίλων ο Εβραίος λέγει ότι εκατόν χρόνους έκαμεν εις τον Παράδεισον, άλλοι δέ λέγουν επτά ημέρας η χρό¬νους, και τούτο λέγουν δια την τιμήν του επταδικού αριθ¬μού, οπού κοντά εις τους Εβραίους κατ’ εξαίρετον ήτον τίμιος. Οτι δέ εις την έκτην ώραν τας χείρας ήπλωσε και τον καρπόν ετρύγησεν, εφανέρωσε τούτο και ο νέος Α¬δάμ, ο Χριστός, όστις θεραπεύοντας του πρωτοπλάστου το τόλμημα, εις την έκτην ώραν και ημέραν τας παλάμας ήπλωσεν εν τω Σταυρώ.

Μέσον δέ φθοράς και αφθαρσίας επλάσθη ο Αδάμ, με σκοπόν εκείνο να αποκτήση, εις οποίον από τα δύο ήθελε κλίνει με την εδικήν του προαίρεσιν, ωσάν οπού εκατασκευάσθη αυτεξούσιος* ότι δυνατόν ήτον εις τον Θεόν και αναμάρτητον να τον κάμη, αλλά δια να γένη και της εδικής του προαιρέσεως το κατόρθωμα, δια τούτο του έ¬δωσε τον νόμον, όστις τον επρόσταζεν άπό όλα μέν τα φυτά να παίρνη καρπούς και να τρώγη, και άπό ένα μόνον να απέχη. Εκείνος δέ τη γυναικί πεισθείς, ή να ειπώ καλλίτερα τη ψυχοφθόρω συμβουλή του αρχεκάκου όφεως, αφίνοντας όλα τα άλλα, εις το θεόθεν εμποδισμένον ή¬πλωσε το παράνομον χέρι του. Τί δέ λογής φυτά ήσαν εκείνα τα συγχωρημένα, και τί λογής φυτόν ήτον εκείνο το εμποδισμένον, πολλοί πολλά λέγουν, τα οποία με το να είναι νοήματα υψηλά και θεωρίαι μεγάλαι, δεν καταλαμ¬βάνονται από τους αγραμμάτους και απλουστέρους. το δε ξύλον, οπού εμπόδισεν ο Θεός, ξύλον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν το ωνόμασαν από της εκβάσεως, ή¬γουν άπό το ιδίωμα οπού έχει η αμαρτία, ευθύς οπού εμβη εις πράξιν, δηλαδή ευθύς πού τελεσθή η αμαρτία, εγείρε¬ται έξυπνα η συνείδησις, ο πικρός και αδυσώπητος κατή¬γορος, λέγουσα μέσα εις την ψυχήν προς τον αμαρτήσαντα’ κακά έπραξας, άξιος είσαι κολάσεως, και βλέπε ζωντανόν το παράδειγμα εις τους πρωτοπλάστους, οι οποίοι πρό της παρακοής ήσαν γυμνοί, και όμως ουκ ησχύνοντο’ έπειτα, όταν παρέβησαν την εντολήν, τότε εκατάλαβον ότι ήταν γυμνοί. Οθεν εκατάλαβαν πόσον καλόν είναι η υπακοή, και εκ του εναντίου πόσον κακόν η παρακοή. δια τούτο και ευθύς εφρόντισαν να σκεπάσουν την γύμνωσίν τους, και ακούσαντες τον προς αυτούς ερχομόν του Θεού εφοβήθησαν, και εκρύβησαν.

Μερικοί δέ είπον ότι το ξύλον εκείνο της παρακοής ήτον συκή, ότι με τα φύλλα εκείνης εσκεπάσθησαν, ευθύς οπού εκατάλαβαν την γύμνωσίν τους’ και τάχα δια τούτο και ο Χριστός, ώς αιτίαν γενομένην της παραβάσεως, την εκαταράσθη και εξηράνθη. Διότι και κάποιαν ομοιότητα έχει με την αμαρτίαν” πρώτον μέν το γλυκύ, έπειτα το άπό των φύλλων τραχύ και το κολλώδες του γάλακτος. Λοιπόν, αφού παρέβη την εντολήν και την θνητήν σάρκα εφόρεσε, και την κατάραν έλαβε της πολυωδύνου ζωής, εδιώχθη από τον Παράδεισον και φλογίνη ρομφαία εδιωρίσθη παρά Θεού να φυλάττη την πύλην του Παραδείσου, και αυτός εκάθισεν απ’ αντικρύ του Παραδείσου, κλαίων και ωδυρόμενος, δια τα τόσα αγαθά που εστερήθη, με το να μην ηθέλησε να φυλάττη την εντολήν του Δεσπότου, και να νηστεύση μικράν νηστείαν. και ούτως όλον το σύμπαν γένος, υπέκειτο είς την εκείνου αράν και αθλιότη¬τα, έως οπού πάλιν ο πλάσας ημάς Θεός ηλέησε την ημετέραν φύσιν, και εις το αρχαίον απεκατέστησεν αξίωμα, νικήσας τεχνηέντως τον ημάς απατήσαντα, τουτέστι δια νηστείας και ταπεινώσεως, τύπος γενόμενος εις ημάς τί λογής να νικώμεν και ημείς τον αντίπαλον.

Ολα λοιπόν αυτά θέλοντες να παραστήσουν οι θεοφόροι Πατέρες δι’ όλου του Τριωδίου, πρώτα βάνουν τα της Παλαιάς Διαθήκης, από τα οποία, πρώτη είναι η Δη¬μιουργία και η του Αδάμ από τον Παράδεισον έξωσις, της οποίας την ανάμνησιν κάμνομεν σήμερον. Είτα και τα λοιπά προβάλλουν, τα της Γενέσεως του Μωϋσέως και των λοιπών, τα προφητικά, και περισσότερον τους δαβιτικούς λόγους” και τέλος επιφέρουν και τινά των της χάρι¬τος, ήτοι της Νέας Διαθήκης. Από τα οποία πρώτος εί¬ναι ο Ευαγγελισμός, ο οποίος κατά άρρητον Θεού οικονομίαν, σχεδόν πάντοτε, μέσα εις την Αγίαν Τεσσαρακοστήν ευρίσκεται. Προχωρεί δέ το Τριώδιον, έτι δια του Λαζάρου και των Βαϊων και της Αγίας και Μεγάλης Ε¬βδομάδος και αυτών των Αγίων και σωτηριωδών Παθών του Χριστού, όπου τα Ιερά Ευαγγέλια αναγινώσκονται, και κατά λεπτόν τα Θεία Πάθη υμνολογούνται. Είτα και δια της Αναστάσεως και των λοιπών εορτών, μέχρι της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος, και τέλος δια των Ιερών Πράξεων των Αποστόλων, αι οποίαι τρανώς διηγοΰνται τί λογής το κήρυγμα έγινε, και ότι οι Θείοι Από¬στολοι τους Αγίους πάντας συνήγαγον’ ότι αι Πράξεις των Αποστόλων βεβαιούν την Ανάστασιν δια των θαυ¬μάτων, οπού έπραττον οι Απόστολοι εν τω ονόματι του σταυρωθέντος Ιησού. Επειδή λοιπόν, με το να μην ενήστευσε μίαν φοράν ο Αδάμ, επάθαμεν τα τόσα κακά, δια τούτο πρό της Αγίας Τεσσαρακοστής ετάχθη ύπό των Πατέρων η ανάμνησις αυτού, δια να συλλογιζώμεθα πό¬σον κακόν έφερεν εις τον κόσμον, με το να μην ενήστευσεν ο Αδάμ, και να σπουδάσωμεν μετά χαράς, να δεχθώμεν ημείς την νηστείαν, και καλώς να την φυλάττωμεν, δια να επιτύχωμεν ημείς εκείνο όπου έχασεν εκεί¬νος, δηλαδή την θέωσιν, πενθούντες και νηστεύοντες και ταπεινούμενοι, έως να μας επισκεφθή ο Κύριος, διατί κα¬τά άλλον τρόπον σχεδόν αδύνατον είναι να λάβωμεν ε¬κείνο όπου εχάσαμεν.

Πρέπει δέ να ηξεύρωμεν ότι η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή του όλου χρόνου, είναι ωσάν ένας αποδεκατι¬σμός’ διότι από την αμέλειάν μας δέν προαιρούμεθα, ούτε πάντοτε να νηστεύωμεν ούτε να απέχωμεν από κακάς πράξεις, δια τούτο οι θείοι Απόστολοι και ύστερα από αυτούς και οι Αγιοι Πατέρες παρέδωκαν εις ημάς αυτήν την Αγίαν Τεσσαρακοστήν ωσάν ένα θέρος ψυχών, δια να εξαλείψωμεν, δια μετανοίας και συντριβής, όσα κακά επράξαμεν όλον τον χρόνον, και δια τούτο, επειδή με τέτοιον σκοπόν και τέλος μας την επαράδωκαν οι θείοι Α¬πόστολοι, πρέπει και να την φυλάττωμεν ακριβέστερον από κάθε άλλην νηστείαν. Επειδή και τας άλλας τρεις, ήγουν την των Αγίων Αποστόλων, την της Θεοτόκου, και του Σαρανταημέρου, η Εκκλησία μας τας παραδίδει, και χρέος έχομεν να τας φυλάττωμεν. Ομως αυτή είναι πολύ τιμιωτέρα και θειοτέρα, πρώτον, διατί ο Χριστός, ο αρχηγός της ημετέρας σωτηρίας, υπέρ ημών ενήστευσεν αυτήν, και τον πειράζοντα νικήσας εδοξάσθη’ δεύτερον, και δια τα Αγια Πάθη, τα οποία εις το τέλος λαμπρώς και θεοπρεπώς εορτάζομεν. Αλλά και ο Μωϋσής τεσσαράκοντα ημερονύκτια νηστεύσας, τον νόμον έλαβε” και ο προφήτης Ηλίας άλλας τόσας νηστεύσας, εν τω όρει τω Χωρήβ, ιδείν ηξιώθη τον Θεόν, ως ανθρώπω δυνατόν’ και ο Δανιήλ ωσαύτως και άλλοι πάμπολλοι, όσοι παρά τω Θεώ εφάνησαν δόκιμοι, δια νηστείας αυτώ ευηρέστησαν. δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν, εβάλθη ενταύθα ύπό των Πατέρων, η Εξορία του Αδάμ, διδάσκουσα όλους ημάς να φυλάττωμεν τον όρον της νηστείας, όσον δυνάμεθα.

Τη αφάτω Σου ευσπλαγχνία, Χριστέ ο Θεός ημών, της τρυφής του Παραδείσου ημάς καταξίωσον, και ελέησόν ως μόνος φιλάνθρωπος.
Αμήν.

(Του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου” Συναξαριστής: Τριώδιον, σελίδες 387 – 392.)

Υμνολογική εκλογή.

ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΕΣΠΕΡΑΣ

Δόξα… Ήχος πλ. β’

Εκάθισεν Αδάμ, απέναντι του Παραδείσου, και την ιδίαν γύμνωσιν θρηνών ωδύρετο. Οίμοι, τον απάτη πονηρά πεισθέντα και κλαπέντα, και δόξης μακρυνθέντα! Οίμοι, τον απλότητι γυμνόν, νύν δέ ηπορημένον! Αλλ’ ώ Παράδεισε, ουκέτι σου της τρυφής απολαύσω, ουκέτι όψομαι τον Κύριον και Θεόν μου και Πλάστην’ εις γήν γάρ απελεύσομαι, εξ ής και προσελήφθην. Ελεήμον Οικτίρμον βοώ σοι. Ελέησόν με τον παραπεσόντα.

Ο Αδάμ κάθισε απέναντι από τον παράδεισο, και βλέποντας την γύμνωσή του, με θρήνους ξέσπασε σε οδυρμό και έλεγε: Αλλοίμονό μου, που με την πονηρή απάτη του φειδιού πείσθηκα, και μου έκλεψαν ό,τι πολυτιμότερο είχα, και απομακρύνθηκα από την δόξα. Αλλοίμονό μου, που ζούσα με απλότητα, αν και ήμουν γυμνός” τώρα όμως στερούμαι τα πάντα. Παράδεισε, ποτέ πια δεν θα ζήσω την απόλαυσή σου, ποτέ πια δεν θα δω τον Κύριο και Θεό μου και πλάστη μου, γιατί θα επιστρέψω στη γη από την οποία και με έλαβε ο πλάστης μου. Ελεήμων Κύριε, ελέησέ με εμένα, που έπεσα στην αμαρτία.

Δόξα… Ήχος πλ. β’

Ήλιος ακτίνας έκρυψεν, η σελήνη σύν τοις άστροις εις αίμα μετετράπη, όρη έφριξαν, βουνοί ετρόμαξαν, ότε Παράδεισος εκλείσθη. Εκβαίνων ο Αδάμ, χερσί τύπτων τας όψεις, έλεγεν. Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.

Ο ήλιος έκρυψε τις ακτίνες του , η σελήνη και τα αστέρια έγιναν αίμα, τα όρη καταλήφθηκαν από φρίκη και τα βουνα από τρόμο, όταν ο παράδεισος κλείσθηκε για την παρακοή του πρωτοπλάστου. Και ο Αδάμ βγαίνοντας απ’ τον παράδεισο, χτυπώντας με τα χέρια του το πρόσωπό του έλεγε: Ελεήμων Κύριε, ελέησε εμένα που έπεσα στην αμαρτία.

ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Μεσώδειον κάθισμα Ήχος δ’ Κατεπλάγη Ιωσήφ

Εξεβλήθη ο Αδάμ, του Παραδείσου της τρυφής, διά βρώσεως πικράς, εν ακρασία εντολήν, μή φυλάξας την του Δεσπότου, και κατεκρίθη, εργάζεσθαι την γήν, εξ ής ελήφθη αυτός, ιδρώτι δέ πολλώ, εσθίειν άρτον αυτού. Διό ημείς ποθήσωμεν εγκράτειαν, ίνα μή έξω θρηνήσωμεν, του Παραδείσου, ώσπερ εκείνος, αλλ’ εις αυτόν ελευσώμεθα.

Εκδιώχθηκε ο Αδάμ από την απόλαυση του παραδείσου εξ αιτίας μιας πικρής γεύσεως, αφού δεν τήρησε την εντολή του Δεσπότου, λόγω του ότι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό του, και έτσι, καταδικάσθηκε να εργάζεται τη γη, από την οποία πλάσθηκε, και με τον πολύ ιδρώτα του να τρω΄γει τον άρτο του. Γι’ αυτό και εμείς ας ποθήσουμε την εγκράτεια, για να μην θρηνήσουμε έξω από τον παράδεισο, όπως εκείνος, αλλά να εισέλθουμε εις αυτόν.

Έτερον Ήχος δ’ Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ

Νύν ο καιρός των αρετών επεφάνη, και επί θύραις ο Κριτής, μή στυγνάσωμεν, αλλά δεύτε νηστεύοντες προσάξωμεν, δάκρυα κατάνυξιν και ελεημοσύνην, κράζοντες. Ημάρτομεν, υπέρ ψάμμον θαλάσσης. Αλλ’ άνες πάσι πάντων Λυτρωτά, ίνα και σχώμεν τον άφθαρτον στέφανον.

Τώρα φανερώθηκε ο καιρός των αρετών και ο ΚΡΙΤΉς ΕΊΝΑΙ ΠΙΑ ΚΟΝΤά στις ΘΎΡΕς Μας. Μην αφήσουμε τα πρόσωπά μας να σκυθρωπάσουν, αλλά ελάτε να προσφέρουμε με την νηστεία δάκρυα μετανοίας, κατάνυξη και ελεημοσύνη, και ας κράξουμε: Αμαρτήσαμε περισσότερο από την άμμο της θαλάσσης” αλλά δώσε μας άνεση, Λυτρωτή μας, για να λάβουμε και τον άφθαρτο στέφανο στην βασιλεία Σου.

Κοντάκιον Αυτόμελον Ήχος πλ. β’

Της σοφίας οδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, των αφρόνων παιδευτά, και των πτωχών υπερασπιστά, στήριξον, συνέτισον την καρδίαν μου Δέσποτα. Σύ δίδου μοι λόγον, ο του Πατρός Λόγος’ ιδού γάρ τα χείλη μου, ου μή κωλύσω εν τω κράζειν σοι. Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.

Δέσποτα, Συ ο οδηγός προς την σοφία, που χαρίζεις την φρόνηση, εκπαιδεύεις ορθά τους άμυαλους, που υπερασπίζεσαι τους πτωχούς, στήριξε, κάμε συνετή την καρδιά μου. Συ χάρισέ μου τη δύναμη του λόγου, που είσαι ο Λόγος του Θεού Πατρός, γιατί δεν θα εμποδίσω τα χείλη μου να Σου κραυγάζουν: Ελεήμων, ελέησε εμένα, πουέπεσα στην αμαρτία.

Ο Οίκος

Εκάθισεν Αδάμ τότε, και έκλαυσεν απέναντι της τρυφής του Παραδείσου, χερσί τύπτων τας όψεις, και έλεγεν. Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.
Τότε εκάθισε ο Αδάμ απέναντι στην απόλαυση του παραδείσου, κτυπώντας με τα χέρια του το πρόσωπό του και έλεγε: Ελεήμων, ελέησε εμένα, που έπεσα στην αμαρτία.

• Ιδών Αδάμ τον Άγγελον, ωθήσαντα, και κλείσαντα την του θείου κήπου θύραν, ανεστέναξε μέγα, και έλεγεν. Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.
Όταν είδε ο Αδάμ τον άγγελο, που έσπρωξε με δύναμη και έκλεισε την θύρα του θείου κήπου, αναστέναξε με πόνο κι έλεγε: Ελεήμων, ελέησε εμένα, που έπεσα στην αμαρτία.

• Συνάλγησον Παράδεισε, τω κτήτορι πτωχεύσαντι, και τώ ήχω σου των φύλλων, ικέτευσον τον Πλάστην, μή κλείση σε. Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.
Παράδεισε, πόνεσε μαζί με αυτόν, που πλάσθηκε, για να είναι κύριός σου, και έγινε πτωχός με την αμαρτία, με τον ήχο των φύλλων σου, μήπως και δεν σε κλείσει ο Πλάστης. Ελεήμων, ελέησε εμένα, που έπεσα στην αμαρτία.

• Παράδεισε πανάρετε, πανάγιε, πανόλβιε, ο δι’ Αδάμ πεφυτευμένος, και διά την Εύαν κεκλεισμένος, ικέτευσον Θεόν διά τον παραπεσόντα. Ελεήμον, ελέησόν με τον παραπεσόντα.
Παράδεισε, γεμάτε από αρετές, από την ευτυχία και την αγιότητα, που φυτεύτηκες για τον Αδάμ, αλλά κλείσθηκες εξ αιτίας της Ευας, ικέτευε τον Κύριο γι αμένα που έπεσα από το ύψος, όπου με έπλασε: Ελεήμων Κύριε, ελέησέ με τον δούλο Σου, που έπεσα στην αμαρτία.

Συναξάριον

Τη αυτή ημέρα (Κυριακή Τετάρτη από της αρχής του Τριωδίου), ανάμνησιν ποιούμεθα της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας του Πρωτοπλάστου Αδάμ.
Στίχοι
• Κόσμος γενάρχαις πικρά συνθρηνησάτω.
• Βρώσει γλυκεία, συμπεσών πεπτωκόσι.
Ας θρηνήσει πικρά ο κόσμος μαζί με τους γενάρχες του, τον Αδάμ και την Ευα, γιατί μαζί τους έπεσε στην αμαρτία για μια γλυκειά βρώση και γεύση.

Τη αφάτω σου ευσπλαγχνία, Χριστέ ο Θεός ημών, της τρυφής του Παραδείσου ημάς καταξίωσον, και ελέησον, ώς μόνος φιλάνθρωπος.
Αμήν.

Εξαποστειλάριον. Γυναίκες ακουτίσθητε

Της εντολής σου Κύριε, παρήκουσα ο άθλιος, και γυμνωθείς της σής δόξης, αισχύνης πέπλησμαι, οίμοι! Και της τρυφής εκβέβλημαι, του Παραδείσου εύσπλαγχνε. Ελεήμον ελέησον, τον στερηθέντα δικαίως, της αγαθότητος της σής.

Αφού ο άθλιος παρήκουσα την εντολή Σου και γυμνώθηκα από τη δόξα Σου, γέμισα με εντροπή, αλλοίμονο, και εκδιώχθηκα από την απόλαυση του Παραδείσου, εύσπλαγχνε. Ελεήμων, ελέησον εμένα, που δίκαια στερήθηκα την αγαθότητά Σου.

Έτερον. Τοις Μαθηταίς συνέλθωμεν

Αποικισθέντες Κύριε, Παραδείσου το πρώτον, διά της ξύλου βρώσεως, αντεισήγαγες πάλιν, διά Σταυρού και του Πάθους, σού Σωτήρ και Θεέ μου” δι’ ού ημάς οχύρωσον, την Νηστείαν πληρώσαι, αγνοπρεπώς, και την θείαν Έγερσιν προσκυνήσαι, το Πάσχα το σωτήριον, σέ Τεκούσης πρεσβείαις.

Αφού εκδιωχθήκαμε την πρώτη φορά από τον παράδεισο, Κύριε, εξ αιτίας της βρώσεως του καρπού του απαγορευμένου, μας έβαλες πάλι εκεί με τον σταυρό Σου και το πάθος Σου, Σωτήρα και Θεέ μας. Και τώρα οχύρωσέ μας ώστε να διανύσουμε με επιτυχία ολόκληρον τον χρόνο της νηστείας, με αγνό και καθαρό τρόπο και να προσκυνήσουμε την ανάστασή Σου, το σωτήριο για μας πάσχα, με τις πρεσβείες της Θεοτόκου.

Εις τους αίνους, ιδιόμελον, ήχος Πλ. Α.

Το στάδιον των αρετών ηνέωκται” οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε, αναζωσάμενοι τον καλόν της Νηστείας αγώνα’ οι γάρ νομίμως αθλούντες, δικαίως στεφανούνται, και αναλαβόντες την πανοπλίαν του Σταυρού, τω εχθρώ αντιμαχησώμεθα. Ως τείχος άρρηκτον κατέχοντες την Πίστιν, και ως θώρακα την προσευχήν, και περικεφαλαίαν την ελεημοσύνην, αντί μαχαίρας την νηστείαν, ήτις εκτέμνει από καρδίας πάσαν κακίαν. Ο ποιών ταύτα, τον αληθινόν κομίζεται στέφανον, παρά του Παμβασιλέως Χριστού, εν τη ημέρα της Κρίσεως.

Εχει πια ανοιχθεί το στάδιο των αρετών. Οσοι θέλουν να αγωνισθούν είναι καιρός να εισέλθουν ς’ αυτό, αφού ζωσθούν καλά στη μέση τους τον καλό αγώνα της νηστείας, διότι όσοι αγωνίζονται σύμφωνα με τον νόμο του Θεού, θα λάβουν δίκαια τον στέφανο της νίκης. Και αφού σηκώσουμε πάνω μας τηνπανοπλία του Σταυρού, ας αντιμετωπίσουμε με ανδρεία τον εχθρό. Θα έχουμε σαν τείχος, που δεν καταρρίπτεται την πίστη και σαν θώρακα την προσευχή και σαν περικεφαλαία την ελεημοσύνη και σαν μαχαίρι την νηστεία, η οποία κόβει από την καρδιά κάθε κακία. Οποιος θα κατορθώσει αυτά, θα λάβει σαν βραβείο τον αληθινό στέφανο της νίκης από τον Βασιλέα των πάντων Χριστό, κατά την ημέρα της κρίσεως.

Δοξαστικόν των αίνων. Ήχος Πλ. Β.

Έφθασε καιρός, η των πνευματικών αγώνων αρχή” η κατά των δαιμόνων νίκη, η πάνοπλος εγκράτεια, η των Αγγέλων ευπρέπεια, η πρός Θεόν παρρησία’ δι’ αυτής γάρ Μωϋσής, γέγονε τω Κτίστη συνόμιλος, και φωνήν αοράτως, εν ταις ακοαίς υπεδέξατο. Κύριε, δι’ αυτής αξίωσον και ημάς, προσκυνήσαί σου τά Πάθη και την αγίαν Ανάστασιν, ως φιλάνθρωπος.

Εφθασε πια ο καιρός για την αρχή των πνευματικών αγώνων. Αυτή είναι η νίκη εναντίον των δαιμόνων, η πάνοπλη εγκράτεια, η ωραιότητα και η ευπρέπεια των αγγέλων, που χαρίζει το θάρρος μπροστά στον Θεό. Με αυτήν ο Μωυσής έγινε συνομιλητής του Κτίστη και Θεού, όταν υποδέχθηκε στα αυτιά του αοράτως την φωνή Του. Κύριε, με την άσκηση αυτής αξίωσε και εμάς ναπροσκυνήσουμε τα πάθη Σου και την αγία Σου Ανάσταση, επειδή είσαι φιλάνθρωπος.

Απόδοση, Μοναχής Θεοδοσίας.

Παράβαλε και:
Κυριακή της Τυροφάγου – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., Αγ. Συμεών του νέου θεολόγου, ομιλία περί μετανοίας και περί εξορίας του Αδάμ.
Κυριακή της τυροφάγου – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., ο ουρανός εκέρδισε πάλιν, Λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.

Δημοσιεύθηκε στην Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.