Του Οσίου πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ – ομιλία στην Κυριακή του παραλύτου.

Στο χρυσωρυχείο, ούτε την πιο ασήμαντη φλέβα δεν θα δεχόταν να περιφρονήση κανένας, κι ας προξενή πολύν κόπο η έρευνά της. Έτσι και στις θείες Γραφές, δεν είναι χωρίς βλάβη το να προσπεράσης ένα γιώτα ή μια κεραία. Όλα πρέπει να εξετάζωνται. Το άγιο Πνεύμα τα έχει πει όλα και τίποτα δεν είναι ανάξιο σ̉’ αυτές.
Πρόσεξε λοιπόν τί λέει ο Ευαγγελιστής κι εδώ: Αυτό πάλι ήταν το δεύτερο σημείο που έκανε ο Ιησούς, πηγαίνοντας από την Ιουδαία στην Γαλιλαία. Και δεν πρόσθεσε βέβαια έτσι απλά τη λέξη «δεύτερο», αλλά τονίζει ακόμα περισσότερο το θαύμα των Σαμαρειτών. Δείχνει ότι, μόλο που έγινε και δεύτερο σημείο, δεν είχαν φτάσει ακόμα στο ύψος εκείνων που τίποτα δεν είδαν (των Σαμαρειτών), αυτοί που έχουν δει πολλά και θαυμάσει. Ύστερα απ̉’ αυτά, ήταν εορτή των Ιουδαίων. Ποιά εορτή;
Η εορτή της Πεντηκοστής, νομίζω, και ανέβηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα. Συστηματικά τις γιορτές βρίσκεται στην πόλη. Απ̉’ τη μια για να φανή πως εορτάζει μαζί τους, απ̉’ την άλλη για να τραβήξη κοντά Του τον απλό λαο. Γιατί αυτές τις μέρες γινόταν περισσότερη συρροή των πιο απλών. Υπάρχει στα Ιεροσόλυμα η προβατική κολυμβήθρα, Βηθεσδά με το Εβραϊκό όνομά της, με πέντε στοές. Σ̉’ αυτές ήσαν πεσμένοι άρρωστοι πλήθος – κουτσοί, τυφλοί, ξηροί, που περίμεναν την ταραχή του νερού. Τί σημαίνει αυτός ο τρόπος της θεραπείας; Τινος μυστηρίου κάνει υπαινιγμό; Αυτά δεν έχουν γραφή απλά και τυχαία αλλά εικονίζει και υποτυπώνει όσα ανάγονται στο μέλλον. Μ̉’ αυτόν τον τρόπο, τον υπερβολικά παράξενο, όταν συνέβαινε ολότελα απροσδόκητα, δε θα κατάστρεφε μέσα στις ψυχές των πολλών τη δύναμη της πίστης. Ποιο είναι λοιπόν αυτό που εικονίζει;

Σκόπευε να δώση το βάπτισμα που έχει πολλή δύναμη και μεγάλη χάρη . Το βάπτισμα που αποπλύνει όλες τις αμαρτίες και ζωοποιεί τους νεκρούς. Σαν λοιπόν σε εικόνα, προδιαγράφονται αυτά στην κολυμβήθρα και σε πολλά άλλα. Και πρώτα έδωσε το νερό που βγάζει τα στίγματα των σωμάτων και που δεν είναι μιάσματα αλλά φαίνονται, όπως τα μολύσματα από κηδείες, από λέπρα και άλλα τέτοια. Και πολλές άλλες θεραπείες στην Παλαιά Διαθήκη θα μπορούσε κανείς να δη που πραγματοποιήθηκαν με νερό, γι̉’ αυτό το λόγο. Αλλά ας μπούμε στο θέμα μας. Πρώτα λοιπόν όπως προείπα, μολυσμούς σωματικούς κι έπειτα διάφορες άλλες ασθένειες κάνει να θεραπεύωνται με νερό. Γιατί θέλοντας ο Θεός να μας οδηγήση κοντύτερα στη δωρεά του βαπτίσματος, δεν θεραπεύει τους μολυσμούς μονάχα αλλά και ασθένειες.

Γιατί οι πλησιέστερες προς την αλήθεια εικόνες, και εννοώ και αυτές σχετικά με το βάπτισμα και το πάθος και τα άλλα, ήσαν καθαρώτερες από τις παλαιότερες. Γιατί όπως οι κοντινοί του βασιλιά δορυφόροι είναι λαμπρότεροι από τους πιο μακρινούς, έτσι γίνεται και σχετικά με τους τύπους.

Κι ο άγγελος καταβαίνοντας ανατάραζε το νερό και του έδινε θεραπευτική δύναμη, για να μάθουν οι Ιουδαίοι, ότι πολύ περισσότερο ο Κυριος των αγγέλων, μπορεί να θεραπεύση όλα τα νοσήματα της ψυχής. Αλλά όπως εδώ η θεραπευτική δύναμη δεν ήταν φυσική ιδιότητα του νερού, γιατί τότε θα εκδηλωνόταν αδιάλειπτα, αλλά παρουσιαζόταν με την ενέργεια του αγγέλου, έτσι και πάνω σ̉’ εμάς δεν ενεργεί απλά το νερό, αλλά μόνον όταν δεχτή τη χάρη του Πνεύματος, τότε διαλύει όλες τις αμαρτίες.

Γυρω απ̉’ αυτή την κολυμβήθρα κοίτονταν ένα μεγάλο πλήθος άρρωστοι: τυφλοί, κουτσοί, λεπροί που περίμεναν την ταραχή του νερού. Τότε όμως η ασθένεια πολλές φορές γινόταν εμπόδιο σ̉’ εκείνον που ήθελε να θεραπευτή. Μα τώρα είναι κύριος ο καθένας μας της καταστάσεως, γιατί μπορεί να προσέλθη. Διότι δεν αναταράζει το νερό κάποιος άγγελος, αλλά είναι των πάντων ο Κυριος αυτός που τα εκτελεί όλα και δεν είναι δυνατό να πη ο ασθενής«μόλις πάω να κατεβώ, άλλος κατεβαίνει πριν από μένα». Αλλά, κι αν έρθη όλη η οικουμένη, η χάρη δεν ξοδεύεται, ούτε η ενέργεια δαπανάται! Αλλά ίδια και απαράλλακτη μένει όπως πρώτα. Κι όπως οι ηλιακές ακτίνες καθημερινά δίνουν το φως τους και δεν δαπανώνται ούτε λιγοστεύει η λάμψη τους από την άφθονη παροχή των, έτσι και πολύ περισσότερο η ενέργεια του Πνεύματος, δεν ελαττώνεται μ̉’ όλο το πλήθος που την απολαμβάνει.

Αυτό συνέβαινε τότε, με τούτον το σκοπό: να μάθουν εκείνοι ότι είναι δυνατόν με το νερό να θεραπευτούν πολλά σωματικά νοσήματα. Και έτσι, ασκήθηκαν στη γνώση αυτή πολύν καιρό, ώστε να πιστέψουν αργότερα εύκολα ότι μπορεί να θεραπεύση και νοσήματα της ψυχής.

Και γιατί τέλος πάντων ο Ιησούς άφησε όλους τους άλλους και ήρθε σ̉’ αυτόν, που είχε τριάντα οχτώ χρόνια και γιατί τον ρώτησε αν θέλη να γίνη υγιής? Όχι για να μάθη, αυτό ήταν περιττό, αλλά για να δείξη την υπομονή του παραλυτικού και για να καταλάβωμε ότι γι̉’ αυτό άφησε τους άλλους και πήγε σ̉’ αυτόν. Κι ο ασθενής του αποκρίθηκε και του είπε:«Κυριε δεν έχω κάποιον να με βάλη στην κολυμβήθρα, όταν ταραχθή το νερό. Κι ενώ πηγαίνω εγώ, κατεβαίνει άλλος πριν από μένα». Γι̉’ αυτό ρώτησε, αν θέλη να γίνη γερός. Για να πληροφορηθούμε αυτά τα πράγματα.

Δεν του είπε: θέλεις να σε κάμω καλά; – Γιατί δεν φανταζόταν ακόμα τίποτα σπουδαίο γι̉’ Αυτόν – αλλά θέλεις να γίνης καλά; Ξαφνιάζεται ο καρτερικός παράλυτος. Έχοντας τριάντα οχτώ έτη την ασθένεια και κάθε χρόνο ελπίζοντας ότι θα γλύτωνε απ̉’ αυτή, έμενε μόνιμα εκεί και δεν απομακρυνόταν. Χωρίς την καρτερία του, αν όχι τα περασμένα, δεν θα ήσαν ικανά τα μέλλοντα να τον απομακρύνουν από κει;

Σκέψου σε παρακαλώ πως ήταν φυσικό και οι άλλοι άρρωστοι να είναι ήσυχοι. Γιατί μήτε η ώρα δεν ήταν φανερή που ταραζόταν το νερό. Και στο κάτω-κάτω οι κουτσοί και οι κουλλοί μπορούσαν να παρατηρήσουν. Οι τυφλοί όμως που δεν έβλεπαν; Ίσως το καταλάβαιναν από τον θόρυβο. Ας νιώσωμε λοιπόν, αγαπητοί μου, ντροπή και ας στενάξωμε για την πολλή αδιαφορία μας. Τριάντα οχτώ χρόνια έμεινε στο ίδιο μέρος εκείνος και, μ̉’ όλο που δεν πετύχαινε ο,τι ήθελε, δεν απομακρυνόταν.

Και δεν πετύχαινε όχι από αδιαφορία δική του αλλά γιατί τον εμπόδιζαν και τον παραμέριζαν οι άλλοι. Και όμως δεν απογοητευόταν. Εμείς όμως δέκα ημέρες, αν μείνωμε κάπου και παρακαλέσωμε για κάτι χωρίς να πετύχουμε, στο τέλος βαρυόμαστε να δείξωμε τον ίδιο ζήλο. Και στους ανθρώπους μάλιστα, κάποτε μένουμε κοντά τόσο διάστημα, υποφέροντες τις ταλαιπωρίες της εκστρατείας και εκτελώντας εργασίες δουλοπρεπείς, χωρίς να εκπληρώνεται πολλές φορές η ελπίδα μας. Στον Κυριο όμως τον δικόν μας, όπου θα πάρωμε οπωσδήποτε μεγαλύτερη από τους κόπους μας αμοιβή – η ελπίδα, γράφει, δεν απογοητεύει – δεν θέλομε να μείνωμε κοντά του με το ζήλο που πρέπει.

Ποση τιμωρία αρμόζει σ̉’ αυτή τη στάση; Ακόμη κι αν δεν ήταν δυνατό να πάρουμε τίποτα, αυτή την αδιάκοπη συνομιλία μαζί του δεν έπρεπε να την θεωρούμε άξια άπειρων αγαθών; Αλλά είναι κουραστική η αδιάκοπη προσευχή; Αλλά και ποια αρετή δεν είναι κοπιαστική; Κι αυτή είναι η μεγάλη απορία: ότι μαζί με την κακία κληρώθηκε η ευχαρίστηση, ενώ με την αρετή ο πόνος. Πολλοί αναζητούν την αιτία. Μας έδωσε ο Θεός απ̉’ την αρχή ζωη ελεύθερη από φροντίδες και κόπους. Η αργία ωδήγησε στη διαστροφή και χάσαμε τον παράδεισο. Γι̉’ αυτό έκαμε επίπονη τη ζωη μας, σαν να δικαιολογούνταν στο γένος των ανθρώπων λέγοντας. Σας έβαλα μέσα στην τρυφή, αλλά η απιστία σας έκαμε χειρότερους. Γι̉’ αυτό διέταξα να δοκιμάζετε τον πόνο και τον ιδρώτα. Επειδή όμως ούτε αυτός ο πόνος δεν συγκράτησε τον άνθρωπο, μας έδωσε νόμο με πολλές εντολές, βάζοντάς μας, όπως στο δύσκολο άλογο, δεσμά και χαλινάρια. Το ίδιο κάνουν και οι αλογοδαμαστές. Γι̉’ αυτό είναι επίπονη η ζωη μας. Η ζωη η χωρίς κόπο, συνήθως διαφθείρει. Η φύση μας δεν δέχεται την αργία, εύκολα κλίνει στην κακία. Ας υποθέσωμε ότι δεν έχει ανάγκη από κόπους ο φρόνιμος και ενάρετος γενικά, αλλά επιτυγχάνουν το κάθε τι ακόμα και κοιμισμένοι. Την άνεση που θα προέκυπτε, πού θα τη χρησιμοποιούσαμε; Όχι στην ανοησία και την υπερηφάνεια;

Αλλά γιατί έχει συζευχθή με την κακία πολλή ευχαρίστηση, και με την αρετή πολύς κόπος και ιδρώτας; Και τί χάρη θα είχε και τί μισθό θα έπαιρνε, αν το πράγμα δεν ήταν κοπιαστικό; Έχω να σας δείξω πολλούς που αποστρέφονται εκ φύσεως το γάμο και τον αποφεύγουν με σιχαμάρα. Αυτούς θα τους πούμε φρόνιμους και θα τους στεφανώσωμε και θα τους ανακηρύξωμε πανηγυρικά; Καθόλου. Γιατί η σωφροσύνη είναι εγκράτεια και υπερίσχυση πάνω στις ηδονές, ύστερα από μάχη. Και τα πολεμικά τρόπαια είναι λαμπρότερα, όταν οι αγώνες είναι σκληροί, όχι όταν οι αντίπαλοι δεν αντιστέκονται. Είναι πολλοί νωθροί από τη φύση. Αυτούς δε θα τούς πούμε ενάρετους. Γιαυτό ο Χριστός, αναφέροντας τρεις τρόπους ευνουχισμού, τους δύο τους αφήνει αβράβευτους και τον έναν μόνο βραβεύει με τη βασιλεία.

Σας λέω και γιατί χρειάζεται η κακία. Ποιός άλλος είναι ο δημιουργός της κακίας από τη θεληματική αδιαφορία; Κι οι αγαθοί έπρεπε να είναι μόνοι. Ποιο είναι το γνώρισμα του αγαθού, η νηφαλιότητα και η αγρυπνία, ή ο ύπνος και το ροχαλητό; Και γιατί φαινόταν για αγαθό το να επιτυγχάνης χωρίς κόπο; Φερνεις ενστάσεις που θα έφεραν ζωντανά, και λαίμαργοι, και άνθρωποι που νομίζουν Θεο την κοιλιά τους. Αποκρίσου μου ότι αυτοί είναι λόγοι αδιαφορίας. Αν υπάρχη βασιλέας και στρατηγός, κι ενώ ο βασιλιάς κοιμάται και μεθά, ο στρατηγός με ταλαιπωρίες την έκτη ώρα στήνει τα τρόπαια, σε ποιόν θα απέδιδες την νίκη; Και ποιός χάρηκε τη χαρά της νίκης;

Βλέπεις ότι η ψυχή κλίνει σ̉’ εκείνον με τον οποίον κοπίασε; Γι̉’ αυτό και την απόκτηση της αρετής τη συνώδεψε με κόπους, επειδή ήθελε να εξοικειώση την ψυχή μ̉’ αυτή. Γι̉’ αυτό, την αρετή, κι αν ακόμα δεν την πραγματοποιήσωμε, την θαυμάζομε, ενώ την κακία, μ̉’ όλη τη γλυκύτητά της, την καταδικάζομε. Κι αν ερωτήσης, γιατί δε θαυμάζομε πιο πολύ τους εκ φύσεως αγαθούς από εκείνους που είναι αγαθοί με την θέλησή τους; Επειδή είναι δίκαιο να προτιμάται αυτός που κοπιάζει. Και για πιο λόγο τώρα κοπιάζομε; Επειδή την έλλειψη του κόπου δεν την εκρατήσαμε όπως έπρεπε. Κι αν το καλοεξετάση κανείς, η αργία πάντα μας έβλαψε και δημιούγησε πολύν κόπον. Κι αν θέλης, ας κλείσουμε κάποιον σ̉’ ένα σπίτι κι ας ικανοποιούμε μόνο τη λαιμαργία του, χωρίς να τον αφήνουμε ούτε να βαδίζη, ούτε στην εργασία να τον βγάζουμε. Αλλά ας χαίρεται το φαγητό και τον ύπνον και ας γλεντά αδιάκοπα. Υπάρχει αθλιώτερη ζωη απ̉’ αυτήν; Είναι άλλο όμως να εργάζεσαι και άλλο να κοπιάζης. Ήταν στο χέρι μας τότε να εργαζώμαστε χωρίς κόπους. Μα είναι δυνατό; Βεβαια είναι, κι αυτό θέλησε ο Θεός, αλλά δεν το εβαστάξαμε εμείς. Γι̉’ αυτό μας έβαλε να καλλιεργούμε τον Παράδεισο, ορίζοντάς μας την εργασία, χωρίς να αναμείξη τον κόπο. Γιατί βέβαια αν ο άνθρωπος κοπίαζε από την αρχή, δεν θα πρόσθετε έπειτα τον κόπο σαν τιμωρία. Γιατί είναι δυνατόν να εργάζεται κανείς και να μην κοπιάζει, όπως οι άγγελοι.

Για να πεισθήτε δε ότι οι Άγγελοι εργάζονται, ακούστε τι λέγει: Μπορούν με τη δύναμή τους να εκτελέσουν το λόγο του. Τωρα η έλλειψη της δυνάμεως προξενεί πολλή κούραση. Τοτε όμως αυτό δε γινόταν. Αυτός που μπήκε στην περίοδο της αναπαύσεώς του, αναπαύθηκε λέει, από τα έργα του, όπως από τα δικά του ο Θεός. Εδώ δεν εννοεί αργία αλλά έλλειψη κόπου. Γιατί ο Θεός και τώρα ακόμη εργάζεται καθώς λέγει ο Χριστός. Ο πατέρας μου ως τώρα εργάζεται κι εργάζομαι κι εγώ. Γι̉’ αυτό σας συμβουλεύω: αφού εγκαταλείψεται κάθε αδιαφορία, να ζηλέψετε την αρετή. Γιατί η ευχαρίστηση της κακίας είναι σύντομη, ενώ η λύπη παντοτινή. Της αρετής αντίθετα, αγέραστη είναι η χαρά και πρόσκαιρος ο κόπος. Η αρετή ξεκουράζει τον εργάτη της και πριν από τη βράβευσή του, συντηρώντας τον με τις ελπίδες, ενώ η κακία τιμωρεί τον δικό της εργάτη, πιέζοντας τη συνείδηση και τρομοκρατώντας την και προδιαθέτοντας σε υποψία εναντίον όλων. Κι αυτά βέβαια από πόσους κόπους και ιδρώτες είναι χειρότερα.

Κι αν στη θέση τους υπήρχε μόνο ευχαρίστηση, τί χειρότερο υπάρχει από την ευχαρίστηση αυτή; Την ίδια ώρα φανερώνεται και μαραμένη χάνεται και φεύγει, πριν την πιάση κανένας! Κι αν πης για την απόλαυση των σωμάτων ή του γλεντιού ή των χρημάτων, δεν παύουν να γερνούν καθημερινά. Κι όταν η ηδονή συνεπάγεται κόλαση και τιμωρία, ποιός θα ήταν πιο αξιολύπητος από αυτούς που την επιδιώκουν;

Ας τα ξέρωμε αυτά κι ας υποφέρωμε τα πάντα για χάρη της αρετής. Γιατί έτσι θα χαρούμε και την αληθινή απόλαυση, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Μαζί μ̉’ Εκείνον και στον Πατέρα και στο άγιο Πνεύμα ας είναι η δόξα στούς αιώνες. Αμήν.

(Πηγή: Ι. Μ. Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού)

Παράβαλε και:
Κυριακή του παραλύτου – η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του επισκ. Αυγουστίνου Καντιώτου, υμνολογική εκλογή.
Κυριακή του Παραλύτου – η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., λόγος του Αγ. Μακαρίου του Πατμίου.
Κυριακή του παραλύτου – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., «τα δύο δεκανίκια», λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Θεραπεία του παραλύτου της Βηθεσδά- Νικολάου Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.