Εορτασμός του ηρωικού «όχι» του 1940 στις ημέρες μας.

1. Καταφρόνηση της Ιστορίας μας!

Είναι θλιβερός ο τρόπος με τον οποίο τα τελευταία χρόνια γιορτάζεται η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου του 1940, που ήταν η συνέχεια των κορυφαίων στιγμών του έθνους μας. Διότι η τριγράμματη λέξη — το ΟΧΙ — που ακούστηκε την αυγή της 28ης Οκτωβρίου, ήταν επανάληψη του «μολών λαβέ» του Λεωνίδα. Της ιαχής «είς οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης», των μαχητών των Θερμοπυλών, του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας και της Πυλης του Ρωμανού. Το «ΟΧΙ» είχε ειπωθεί στον Ιταλικό φασισμό με την ίδια ιερή αποφασιστικότητα του Ζαλόγγου, της Νάουσας, του Αρκαδίου. Με το ίδιο γενναίο, ανυπότακτο, θυσιαστικό φρόνημα των πολεμιστών του Μεσολογγίου, της Γραβιάς και της Αλαμάνας. Τα τρία γράμματα — «ΟΧΙ» — ήταν σύνοψη της απαντήσεως του ηρωομάρτυρα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τον βαρβαρισμό της Ανατολής, που εκπροσωπούσε ο Μωάμεθ• «…Κοινή γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Με το ίδιο φρόνημα, το ίδιο πείσμα, την ίδια αγωνιστικότητα, όρθωσε το ανάστημά του ο στρατός μας στο Βορειοηπειρωτικό μέτωπο, αλλά και στα μετόπισθεν, προκειμένου ν’ αναχαιτίσει τον ορμητικό χείμαρρο του φασισμού και στη συνέχεια του ναζισμού.

Κι ενώ η Ελλάς θρήνησε 13.325 νεκρούς, από τους οποίους 689 ήσαν αξιωματικοί, ενώ παράλληλα είχε 62.663 τραυματίες και με κρυοπαγήματα, και επί πλέον 1.248 εξαφανισμένους η αγνοουμένους, η Ιστορία του Βορειοηπειρωτικού έπους σχεδόν αγνοείται!
Τα ΜΜΕ ελάχιστα ασχολούνται με τις ένδοξες εκείνες σελίδες. Ακούμε μονάχα τσιφτετέλια ή «άσχετα» τραγούδια του Θεοδωράκη, κάπου-κάπου και της Βεμπο. Στα σχολεία είναι ελάχιστοι οι εκπαιδευτικοί που αποδίδουν σωστά το πνεύμα του 1940-1941 και ελαχιστότατοι εκείνοι που το ενσταλάζουν, όπως έχουν χρέος, στις ψυχές των μαθητών τους. Κι ενώ η 28η Οκτωβρίου του 1940 έχει διαστάσεις παγκοσμίου εορτής και έχουμε χρέος όχι απλώς να μιλάμε γι αυτήν, για να υπενθυμίζουμε στους τέως συμμάχους μας τα όσα έλεγαν και υπόσχονταν σε μας, υποβαθμίζουμε τους εορτασμούς της ημέρας αυτής ή νοθεύουμε το νόημά της, αφήνοντας μάλιστα να παρελαύνουν με το στρατό μας εκπρόσωποι οργανώσεων που δεν υπήρχαν το 1940!…

Αυτά όλα με μια φράση λέγονται «καταφρόνηση της Ιστορίας μας», για να μην πούμε «εθνικό όνειδος»!

2. Ενας άλλος στρατός

Διπλα στο στρατό μας του 1940-1941, ο οποίος πολεμούσε με τα ελάχιστα πολεμοφόδια που διέθετε και τον φτωχό οπλισμό, τον σιδηρόφρακτο φασισμό με τα τεθωρακισμένα και την τετραπλάσια αεροπορία, δίπλα στον στρατό μας που είχε ν’ αντιμετωπίσει τα άγρια στοιχεία της φύσεως — τις χιονοθύελλες και το παγωμένο χιόνι — που έπρεπε να φυλαχτεί από τις σφαίρες και τις οβίδες των Ιταλών και τις βόμβες των αεροπλάνων τους, αλλά και από τα φοβερά κρυοπαγήματα, — ήταν και ένας άλλος στρατός. Αθόρυβος, γενναίος, ατρόμητος. Ενας στρατός που ανέβαινε τα κακοτράχαλα βουνά, διαβαίνοντας χαράδρες, φαράγγια, διάσελα, κλεισούρες, δερβένια, ζαλωμένος με κιβώτια γεμάτα πυρομαχικά για το στρατό που πολεμούσε τον εισβολέα.

Ο στρατός αυτός ήταν οι γυναίκες της Πινδου, άγνωστες ως σήμερα στους πολλούς. Οι ελάχιστες που ζουν, στα ενενήντα τους πια, μαυροντυμένες και κυρτωμένες, το μόνο που λένε ταπεινά, αθόρυβα και σεμνά είναι τούτο: « Ε! Ημασταν εδώ και κρατούσαμαν άμυνα. Πλέκαμαν, φτιάχναμαν πίτες, ζαλωνόμασταν τα εφόδια. Τι άλλο»! Σήμερα ζουν με τις αναμνήσεις, με τη βαθειά ικανοποίηση ότι έκαναν το χρέος τους. Αραιά και που κάποιοι δημοσιογράφοι, όταν έχουν κάποια έλλαμψη ή «χορτασμένοι» από τα ανούσια και «σαχλά» ρεπορτάζ θυμηθούν το 40, ρωτούν και κάποια απ αυτές τις ηρωίδες στερεότυπα: «Τί νιώθετε κάθε χρόνο τέτοια μέρα;». Αυτοί, που είναι λαλίστατοι, εφευρετικότατοι, άπιαστοι στα πολλά επίθετα, όταν ρωτούν υπουργούς, παραϋπουργούς, καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες, τον όχλο της πασαρέλας και των μπουζουκιών, έτσι ρωτούν τις σεμνές ηρωίδες της Πινδου. Κι αυτές περήφανες, αλλά λιγόλογες! Αυτές που δεν μοιράστηκαν τη δόξα του 40, γιατί σχεδόν όλοι τις λησμόνησαν, αποκρίνονται με την απάντηση που έδωσε μια απ’ αυτές: «Τι να νιώθω! Να μην έρχεται ποτέ αυτή η μέρα, αυτό νιώθω». Ντυμένη στα μαύρα είτε γιατί έχασε τότε δικούς της — σύζυγο, αδέλφια, παιδιά, γονείς• είτε κάποιους συνανθρώπους της αγαπητούς — γείτονες, συγχωριανούς, ιστορεί τον σπαραγμό της ευαίσθητης ψυχής της, μ’ αυτό τον λιτό τρόπο.
Τί άλλο; Αραγε τι νιώθουν όσοι τις ρωτούν κι όσοι καθισμένοι αναπαυτικά στα κλιματιζόμενα σαλόνια τους, ακούν τη… «συνέντευξη» από την τηλεόρασή τους;

Από το περιοδικό: «Η δράσις μας», τεύχος Οκτωβρίου 2006.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.