Φθινοπωρινό απόβρεχο στα 1841. Τα γκρίζα σύννεφα αμόλησαν τις λίγες σταγόνες τους σαν χλιαρό ράντισμα στη ζεστή επιδερμίδα της γης και χάθηκαν, ταξιδεύοντας στον ουρανό, ξεφτίζοντας όλο και περισσότερο στο δρόμο τους. Έπεφτε το πρώτο βραδυνό μούχρωμα, η νύχτα φίλιωνε με τη μέρα κι ένα ελαφρό αράχνινο δίχτυ καταχνιάς καθόταν απαλά πάνω απ’ τα παραλιακά σπίτια της πανέμορφης νύφης του Πατραϊκού κόλπου, της ιστορικής Ναυπάκτου. Ήταν η ώρα που άναβαν τα φώτα και ξύπναγε η νοσταλγία.
Ο γηραιός πολέμαρχος του Σουλίου Νότης Μπότσαρης, που εδώ και μερικά χρόνια αναπαύονταν στις δάφνες του μέσα στο τούρκικο σαράι της Ναυπάκτου, βγήκε, όπως κάθε μέρα τέτοια ώρα, στο παράθυρο κι αγνάντευε μακριά τη γαληνεμένη θάλασσα. Τον συνεπήρε το μάγεμα της φύσης κι ο νους του άρχισε να ξεμακραίνει, να ψηλώνει και να χάνεται στα περασμένα. Μύριες σκέψεις και εικόνες τον τύλιξαν. Πού να πρωτοσταματήσει:
Έπος και θρύλος ολόκληρη η ζωή του. Θρεμένο με τη χούφτα του χεριού του το γιαταγάνι, αναπόσπαστα δεμένο στο κορμί του το ντουφέκι. Δεν ήξερε άλλο ταξίδι απ’ την εκστρατεία και άλλο περπάτημα απ’ το γιουρούσι. Κάθε ξημέρωμα ήταν κι ένα αντίκρυσμα με το χάρο.
Δεν ξεκολλάει ο νους του όμως από κείνη τη συνταραχτική τραγωδία του Ζαλόγγου. Κι ύστερα κείνη τη θλιβερή πορεία μέσα στ’ αγριοκαίρια του καταχεί¬μωνα. Τα βλοσυρά τα βράχια και τ’ άγρια βουνά μπουλούκια από γερόντους τ’ ανηφόριζαν αγόγγυστα και γριές με πρόσωπο σκασμένο απ’ τις ρυτίδες και γύρω απ’ τα μάτια τους στεφάνια με μαύρους κύκλους απ’ το δάκρυ, τα χρόνια, την πείνα και τις αρρώστιες. Κι ακολουθούσαν μάνες με βυζανιάρικα παιδιά στα χέρια που έσκουζαν τα καημένα, λες και μάντευαν την τύχη που τα περίμενε. Κι ανέβαιναν τα βουνά κι ο αέρας και το κρύο τα περώνιαζε ως το κόκκαλο.
Κι ύστερα ακολουθούσε η φρουρά. Μπροστά ο αρχηγός τους Κίτσος Μπό¬τσαρης και μετά το συγγενολόϊ, με 1140 άνδρες όλους κι όλους, συμπεθερικό θαρρείς πως ήταν, βουβό και ξένο απ’ τη χαρά του γάμου. Κούφια κι αυτοί κουφάρια από την πείνα, χορτασμένα, γονατισμένα απ’ τη συμφορά, πάνε στο δρόμο τους σκυφτά και μεθυσμένα. Σκιές οι περισσότεροι με μάγουλα χωμένα, στήθια στριμμένα, κοκκαλιασμένοι σκελετοί, σα νάταν πεθαμένοι και σπάσανε τα μνήματα και βγήκαν. Σα σκλαβωμένοι σέρνονταν αργά, ίδρωναν και ξέίδρωναν, όμως δεν ήταν σκλάβοι. Ήταν οι τουρκομάχοι του Σουλίου, οι σταυραετοί της Κιάφας που βρήκαν καινούργιο κούρνιασμα στο μοναστήρι του Σέλτσου.
Και ύστερα όταν τους έζωσαν δυο χιλιάδες Αρβανίτες. Πώς νάφευγε απ’ το νου του κείνο το φρικτό ανοιξιάτικο πρωινό; Χαράματα στις 23 τ’ Απρίλη, μέρα τ’ Α-Γιωργιού, ήταν. Άχνιζαν τ’ αστέρια, σβήνονταν, όταν οι Αρβανίτες έκαμαν το φοβερό ρεσάλτο. Σκοτείνιασε ο τόπος απ’ την καπνιά των τουφεκιών. Κι ύστερα φωνές και βογγητά και κρότοι από κοτρώνια που κυλιόνταν. Ήταν στ’ αλήθεια κόλαση, σωστός χαλασμός γινόταν. Κι έβαψε το χώμα κόκκινο το αχνιστό το αίμα. Κι η πέτρα π’ ακουμπούσε ο Νότης βάφτηκε και κείνη κόκκινη απ’ τις απανωτές λαβωματιές του.
Κι ύστερα μπήκε στη μέση η προδοσία, ο Γιώργος Κύργιος, ο νέος Πήλιο Γούσης. Έμπαινε στην Αρβανιτιά απ’ το κρυφό μονοπάτι που ανέβαινε στην κορυφή του Φράξου. Οι Σουλιώτες μπήκαν ανάμεσα σε δυο πυρά κι όλα τέλειω¬σαν. Συντελέστηκε ο ξακουσμένος «χαλασμός των Μποτσαρέων». Σκοτώθηκε ο πρωτότοκος γιος του Κίτσου Γιάννης κι ο γιος του Νότη, Γιάννης και κείνος. Κι ο αδερφός του Νότη ο Νίκηζας. Πάει και η δεκαεξάχρονη θυγατέρα του Κίτσου η όμορφη Ελένη- κι από λαβωματιά πέθανε κι η μάνα της.
Δραματικό στάθηκε και το τέλος των γυναικών πούταν κλεισμένες στο μοναστήρι. Γκρεμίστηκαν όλες στο βάραθρο που έχασκε κάτω απ’ το μοναστήρι και βρήκαν τιμημένο θάνατο. Μόνο ο Κίτσος με καμιά πενηνταριά Σουλιώτες, γλίτωσαν. Ανάμεσα τους και ο δεκατετράχρονος τότε Μάρκος.
Στο ρέμα κάτω απ’ τη βρύση κείτονταν ο Νότης, διάτρυτος απ’ τις πληγές, πνιγμένος στο αίμα, κατάμαυρος απ’ τη μπαρούτη. Το αίμα κυλούσε απ’ την τρανή λαβωματιά πάνω απ’ το μεσόφρυδο και του θόλωνε το μάτι. Έκανε να περπατήσει μα δεν τα κατάφερνε και σωριαζόταν ξανά στο χώμα ανήμπορος. Σε μια γωνιά φάνηκε η θυγατέρα του η Λένω να κατηφορίζει κατά το μοναστήρι. Πέφτει πάνω στον πατέρα της που χαροπάλευε. Τον αγκαλιάζει με βουρκωμένα μάτια και τον ρωτά:
-Πατέρα, τι να κάμω;
Ο Νότης τη γνώρισε απ’ τη φωνή. Απλώνει και της πιάνει το χέρι.
-Παιδί μου, ήρθε η ώρα σου. Τοιμάσου να πεθάνεις! της αποκρίνεται. Ανατρίχιασε σύγκορμη η Λένω και πετιέται ολόθρη. -Που ‘ναι η μάνα σου; Τη ρωτά ο Νότης.
-Δεν ξέρω, πατέρα… Πατέρα φεύγω, είπε και έσκυψε και τον φίλησε.
Σκούπισε τα αίματα και τα δάκρυα απ’ τα μάτια του και γύρισε να την κοιτάξει. Ένας κόμπος του έπνιξε το λαιμό. Γύρω του τα βουγγητά και τα ρεκάσματα των γυναικών και των παιδιών αντιβοούσαν.
Εκατόν εξήντα γυναίκες τράβηξαν για το ποτάμι. Χύμηξε και η Λένω με το γιαταγάνι ανάμεσα στους εχθρούς κι έτρεξε να τις προφτάσει. Κοντοστέκεται πιο κάτω να πάρει ανάσα μα βλέπει πέντε Αρβανίτες να την περικυκλώνουν. Την είδαν νέα κι όμορφη και την πήραν από πίσω. Τη σιμώνουν και της φωνάζουν να σταματήσει.
-«Βάϊ: (άγγελε) δε λυπάσαι την ομορφιά σου; Μη λουλη (λουλούδι), καρτερά με κι εγώ θα σε γλιτώσω» της φώναξε ένας.
Κατάλαβε η Λένω πως άλλη επιλογή απ’ το πνίξιμο δεν της απόμεινε και ορμά στο ποτάμι. Οι Αρβανίτες ρίχνονται από κοντά. Τη σιμώνουν κι απλώνουν τα χέρια τους για να την πιάσουν. Απλώνει και η Λένω τα δικά της, μα όχι για να τους πιάσει, αλλά να τους σπρώξει στο βαθύ το ρέμα. Και το πετυχαίνει στέλνοντας τους στην αγκαλιά του χάρου. Τη σιμώνουν όμως στο μεταξύ και άλλοι Αρβανί¬τες. Δεν της μένει άλλο να κάμει. Ορμά και αυτή στα βαθειά νερά και τη σκέπασε για πάντα το νερό που έγινε ο υγρός τάφος της. Κι έμεινε θρύλος ο θάνατος της Λένω.
Ακόμα ως σήμερα, όταν περνούν οι γυναίκες των Αγράφων από κει, σκύ¬βουν, παίρνουν μια πέτρα, την πετούν στα νερά του ποταμού και ψιθυρίζουν:
-Θεός σ’ χωρέσει την Καπετάν-Ελένη!
Η δημοτική μούσα δε μπορούσε να μείνει ασυγκίνητη σε κείνο το τραγικό περιστατικό. Και νά πως το τραγούδησε:
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι, όλες στην Άρτα πέρασαν, στα Γιάννενα τις πάνε.
Σκλαβώθηκαν οι ορφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες.
Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα!
-μον’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
-σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τσοχανταραίοι,
-Τούρκοι, για μην πεδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου.
-σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις παλάσκες.
-Κόρη, για ρίξε τ’ άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου!
-Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια,
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, του Νότη θυγατέρα,
και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των Τούρκων τα χέρια»!
Όλες οι πλαγιές και τα λαγκάδια γιόμωσαν κορμιά. Κοράκια και όρνια πέταγαν κι έκρουζαν πεινασμένα κι έπεφταν πάνω στα κορμιά και ξέσκιζαν τις σάρκες. Εκεί ανάμεσα στα άψυχα κουφάρια, βρέθηκε εξαντλημένος απ’ την αιμορραγία ο Νότης. Τον άρπαξαν με περισσή χαρά οι Αρβανιτάδες και τον πήγαν στον Αλή πασά στα Γιάννενα. Εκείνος όμως, δεν τον χάλασε. Σεβάστηκε την πολεμική του μοίρα. Πρόσταξε μόνο να τον πάνε και να τον κλείσουν στο οχυρό κάστρο της Κλεισούρας, στη Βόρεια Ήπειρο για να τερματιστεί εκεί η ζωή του.
Μα το νήμα της ζωής του Νότη δεν είχε σωθεί ακόμα. Προμηθεύτηκε ένα σουγιά, όπως διηγείται ο Γούδας στους «Παράλληλους βίους», πριόνισε την αλυσίδα του και την κλειδαριά του κελλιού του, έδεσε το ζωνάρι του κάπου και πήδηξε έξω λεύτερος. Και νυχτοπερπατώντας έφτασε στο Μπεράτι, οπού ο πασάς του έδωσε προστασία και τον φυγάδεψε στη Λάρισα. Εκεί τον προστάτεψε ο Βελή πασάς ο γιός του Αλή, που ήταν και αδερφοποιτός του. Ανέβηκε ύστερα στον Όλυμπο και πολέμησε παρέα με τους κλεφταρματολούς. Ξεμπαρκάρησε κάποτε στην Ύδρα κι έγινε αδερφοποιτός με τον Ανδρέα Μιαούλη.
Ώρα πολλή στάθηκε ο νους του, όταν κλεισμένος πια στο Μεσσολόγγι, δέχτηκε το πλήγμα του θανάτου του αγαπημένου του ανηψιού του Μάρκου, με συντριβή αλλά και εγκαρτέρηση. Τον πόνο του εκείνο εκφράζει σαν μοιρολόι το δημοτικό τραγούδι:
«Ο γερο-Νότης κάθεται στου Μάρκου το κιβούρι
και λέει τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα.
-Για σήκω απάνω, Μάρκο μου, και μη βαρυοκοιμάσαι-
ο βάλτος επροσκυνησε κι όλο το Ξηρομέρου.
Το Μεσσολόγγι απόμεινε, δε θε να προσκυνήση.
Στεριά το δέρνει ο Κιουταχής, κι Αράπης του πελάγου…».
Κι ύστερα η τραγική νύχτα της εξόδου. Ούτε και τότε τον συνάντησε ο χάρος. Στάθηκε τυχερός να ζήσει, να χαρεί τη λευτεριά του γένους και να τιμηθεί με τιμές και αξιώματα πολλά. Ήταν όμως βαρύ για όλη του τη φάρα το τίμημα της λευτεριάς. Διακόσιοι πενήντα ήταν οι Μποτσαραίοι στο Σούλι στην αρχή του Αγώνα και τώρα δεν ξεπερνούσαν τους δώδεκα. Οι 238 έπεσαν για την πατρίδα. Κι απ’ τη δική του φαμελιά γλίτωσε μόνο, ο ένας γιος του, ο Δημήτρης. Τους μετράει έναν έναν αυτούς που έχασε και στέκεται πιο πολύ στην αγαπημένη του γυναίκα, τη Χριστίνα, ηρωίδα και αυτή της Σουλιώτικης Εποποιίας. Όσο, όμως, πονάει για τους αγαπημένους του που έχασε, άλλο τόσο θλίβεται γιατί βρίσκεται στα γηρατειά του, μακριά απ’ την αγαπημένη του πατρίδα, το Σούλι. Αβάσταχτος είναι ο καημός του κι αμέτρητη η λαχτάρα του να ξαναβρεθεί εκεί στις τελευταίες του μέρες και κει ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή. Μα δε θα τα καταφέρει.
Και ενώ το όραμα των αγαπημένων του και των αλησμόνητων Σουλιώτικων βράχων δεν έσβηνε απ’ το νου του, ασθάνθηκε ξαφνικά ένα σφίξιμο στο στήθος και ένας κρύος ιδρώτας να τον περιλούζει. Σηκωτό τον πήγαν στο κρεβάτι του. Άρχισε σε λίγο να χαροπαλεύει. Δεν πέρασαν πολλές ώρες και ο γερο-Νέστορας του Σουλίου έφευγε για τον άλλο κόσμο, φορτωμένος με τα παράσημα του ηρωισμού και της λεβεντιάς. Ήταν 21 του Οκτώβρη του 1841.
Το χώμα της Ναυπάκτου τον σκέπασε για πάντα, εκεί κοντά στην εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής, όπου μια πλάκα μαρμάρινη, εντοιχισμένη από το Δήμο, μνημονεύει σιωπηλά το αθάνατο όνομα του.
Τον καημό του ήρωα που δεν μπορεί να ξαναπάει στο αγαπημένο του Σούλι ζωντανεύει ο ποιητής με τους παρακάτω στίχους:
«Ο γερο-Νότης κάθεται στου Έπαχτου το μιντένι
και βάνει βίγλα στο βοριά, στη δύση καραούλι.
Μαλώνει με την Κλόκοβα, που δε χαμοκονταίνει
να ιδή της Κιάφας τα βουνά, να ιδή το Κακοσούλι!
Φιλεί το καριοφίλι του, φιλεί το γιαταγάνι.
Πολλά κάστρα λευτέρωσαν, το Κουγκι του όχι ακόμα…
Δεν κλαίει που ‘ρθαν γεράματα, δεν κλαίει πως θα πεθάνει
μον’ κλαίει θ’ αφήσει το κορμί στης Ρούμελης το χώμα…».
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «Τελευταίες ώρες -Τελευταία Λόγια των Αγωνιστών του ‘21.»
Αθήνα, 1993.