Ο Βασιλεύς
«Μη φοβού, θύγατερ Σιών· ιδού ο βασιλεύς
σου έρχεται καθήμενος επί πώλου όνου»
(Ιωαν.12, 15)
Το Πάσχα, αγαπητοί, ήταν και εξακολουθεί να είνε η πιό μεγάλη γιορτή των Εβραίων. Τη γιορτή αυτή όλοι οι Εβραίοι, και μέχρι σήμερα ακόμη, τη γιορτάζουν με μεγαλοπρέπεια. Είνε εθνική και θρησκευτική γιορτή. Η λέξι πάσχα σημαίνει πέρασμα. Πέρασαν οι Εβραίοι από τη σκλαβιά στην ελευθερία. Πέρασαν από την εξορία στη γλυκειά πατρίδα. Γιορτάζοντας την αγία ημέρα οι Εβραίοι, θυμούνται την ιστορία τους, ότι δηλαδή οι πρόγονοί τους ήταν τετρακόσια περίπου χρόνια κάτω από τους βασιλιάδες της Αιγύπτου, τους φαραώ, δούλευαν σκληρά στα χωράφια των αφεντάδων τους, έκαναν τις πιό βαρειές δουλειές, κουβαλούσαν λάσπη και πέτρες και έχτιζαν τις περίφημες πυραμίδες, τα υψηλά εκείνα οικοδομήματα, που μέχρι σήμερα σώζονται στην Αίγυπτο. Μα επί τέλους ο Θεός τους λυπήθηκε. Έστειλε το Μωϋσή, που αναδείχθηκε μεγάλος πολιτικός και θρησκευτικός αρχηγός. Ύστερα από θαύματα, πού έκανε ο Θεός τιμωρώντας τη σκληροκαρδία των φαραώ, οι Εβραίοι αφέθηκαν ελεύθεροι και άρχισαν να επιστρέφουν στην πατρίδα. Ταξίδι μεγάλο και γεμάτο περιπέτειες. Πέρασα την Ερυθρά θάλασσα, τη φοβερή έρημο της Αραβίας, και επί τέλους έφθασαν στην πατρίδα τους την Ιουδαία, όπου εγκαταστάθηκαν και έκαναν βασίλειο. Ευγνώμονες στο Θεό, γιώρταζαν κάθε χρόνο τη μεγάλη αυτή εθνική και θρησκευτική γιορτή τό Πάσχα.
***
Οι Εβραίοι στα κατοπινά χρόνια έπαθαν πολλές συμφορές. Ο τόπος τους κατακτήθηκε και ερημώθηκε, κι αυτοί διασκορπίστηκαν σε όλα τα μέρη. Όπου όμως και αν βρίσκονταν δεν λησμονούσαν τη μεγάλη αυτή γιορτή τους. Όταν πλησίαζε η γιορτή αυτή, απ’ όλα τα μέρη οι Εβραίοι ξεκινούσαν για νά πάνε στα Ιεροσόλυμα. Χαρά τους μεγάλη ήταν να βρεθούν την ημέρα τού Πάσχα στα Ιεροσόλυμα κ’ εκεί να γιορτάσουν. Έτσι κάθε φορά, όταν πλησίαζε το Πάσχα, πολύς κόσμος μαζευόταν στα Ιεροσόλυμα. Τόσο πολύς, που δεν υπήρχαν σπίτια για να μείνουν όλοι, και γι’ αυτό έκαναν σκηνές και ζούσαν έξω στο ύπαιθρο.
Αλλά το Πάσχα, για το οποίο μιλάει το σημερινό Ευαγγέλιο, ο κόσμος πού πήγε στα Ιεροσόλυμα ήταν περισσότερος από κάθε άλλη φορά. Ο κόσμος πού πήγε αυτή τη φορά στα Ιεροσόλυμα δεν πήγε μόνο για να γιορτάση το Πάσχα, αλλά και γιατί παντού είχε διαδοθή, ότι παρουσιάστηκε εκείνο το καιρό, ένας διδάσκαλος, πού έλεγε τα ωραιότερα λόγια και έκανε τα μεγαλύτερα θαύματα. Ένας, που τραβούσε κοντά του τούς απλοϊκούς ανθρώπους, ψαράδες και εργάτες, γυναίκες και παιδιά. Ένας, που στο πέρασμά του σκορπούσε την ευλογία και τη χαρά. Κι αυτός ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος. Όλος αυτός ο κόσμος, που είχε μαζευτεί στα Ιεροσόλυμα και ήταν πάνω από ένα εκατομμύριο, ήθελε να δη το Χριστό.
Αλλ’ ο Χριστός δεν ήταν στα Ιεροσόλυμα. Πού ήταν; Βρισκόταν σ’ ένα μικρό χωριό έξω από τα Ιεροσόλυμα, στη Βηθανία. Εκεί ο Χριστός σαν χθες, Σάββατο, έκανε το μεγαλύτερο απ’ όλα τα θαύματα πού είχε κάνει μέχρι τότε. Πήγε στα μνήματα, εκεί όπου ήταν θαμμένος και ο φίλος του ο Λάζαρος, που είχε πεθάνει πριν από τρείς μέρες. Στάθηκε μπροστά στον τάφο του, και φώναξε· «Λάζαρε, δεύρο έξω» (Ιωαν. 11, 43) Λάζαρε, βγές έξω από τον τάφο σου. Ποιός μπορεί, χριστιανοί μου, να πη αυτό το λόγο μπροστά σ’ ένα μνήμα; Χίλιες φορές να φωνάζουμε μπροστά στον τάφο ενός αγαπητού μας προσώπου, τίποτα δεν θα κατορθώσουμε. Ο νεκρός δεν πρόκειται να κινηθή. Αλλ’ ο λόγος τού Χριστού δεν είνε όπως ο λόγος των ανθρώπων. Είνε λόγος παντοδύναμος. Κι όπως άλλοτε από το μηδέν ο λόγος τού Θεού στάθηκε ικανός να δημιουργήση όλο το σύμπαν, έτσι και τώρα ο λόγος τού Χριστού, λόγος Θεού, έφτασε για ν’ αναστηθή ο Λάζαρος. Ω, τι θαύμα!
Η είδησις αυτή, ότι ο Χριστός πήγε στα μνήματα και ανέστησε το Λάζαρο, αυτή η είδησι σαν αστραπή διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Όπου και αν στεκόσουν στα Ιεροσόλυμα, δεν άκουγες τίποτε άλλο, παρά μόνο το όνομα τού Χριστού. Όλοι μιλούσαν για το Χριστό. Όλοι επιθυμούσαν να τον δουν. Όλοι να τον χαιρετίσουν. Όλοι να τον ζητοκραυγάσουν. Όλοι να τον πάρουν στα χέρια και να τον κάνουν βασιλιά. Θα ήταν ο πιό άξιος βασιλιάς. Γιατί ποιός άλλος έκανε τέτοια θαύματα σαν το Χριστό; Ποιός άλλος έδειξε τέτοια δύναμι; Όλοι οι βασιλιάδες, κι αυτοί οι πιό δυνατοί σαν τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Καίσαρα, πού νίκησαν όλους τούς άλλους και ίδρυσαν απέραντες αυτοκρατορίες, στο τέλος νικήθηκαν από το θάνατο. Ένα μνήμα άνοιξε και τους έθαψε για πάντα. Αλλ’ ο Χριστός είνε ο μόνος που νίκησε το χάρο. Σ’ αυτόν και μόνο ανήκει η δόξα και η τιμή και η προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων.
***
Γι’ αυτό, όταν την άλλη μέρα ο Χριστός πήρε τούς μαθητάς του και ξεκίνησε να πάη στα Ιεροσόλυμα, για να γιορτάση και αυτός τη μεγάλη γιορτή, το Πάσχα, όλος ο κόσμος ξεσηκώθηκε. Μιά φωνή ακουγόταν· «Έρχεται ο Χριστός». Και έγινε μιά υποδοχή αυθόρμητη. Μιά υποδοχή όπου έλαβε μέρος όλος ο κόσμος, και τα μικρά ακόμη παιδιά. Εκδηλώσεις πρωτοφανείς. Άλλοι έκοβαν κλαριά από φοινικόδεντρα, τα έσειαν και φώναζαν· «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωαν. 12, 13). Άλλοι έβγαζαν τα ρούχα τους και τα έστρωναν στο δρόμο όπου θα περνούσε ο Χριστός.
Και ο Χριστός; Δεν παρουσίαζε τίποτε από αυτά που παρουσιάζουν εξωτερικά οι βασιλιάδες και θαμπώνουν τους ανθρώπους. Ο Χριστός δεν φορούσε μεταξωτά ρούχα. Δεν φορούσε την κόκκινη, την πανάκριβη εκείνη στολή, την πορφύρα. Στην κεφαλή του δεν έλαμπε στέμμα από διαμάντια. Δεν κρατούσε σκήπτρο. Δεν καθόταν σε άρμα πολεμικό, ούτε σε άλογο χρυσοστολισμένο και υπερήφανο. Ούτε συνωδευόταν από στρατηγούς και στρατεύματα. Ούτε εμπρός του προπορευόταν σαλπιγκταί, που να σαλπίζουν και να προειδοποιούν το λαό. Τίποτε απ’ αυτά τα κοσμικά μεγαλεία. Ο Χριστός, όπως πάντοτε, έτσι και τη μέρα αυτής τη δόξας του φάνηκε πολύ ταπεινός. Σ’ ένα γαϊδουράκι καθόταν. Ψαράδες τον συνώδευαν. Παιδιά αθώα έτρεχαν μπροστά του και τραγουδούσαν. Έτσι πληρώθηκε η προφητεία, πού πεντακόσια χρόνια πριν γεννηθή ο Χριστός είχε πει ο προφήτης Ζαχαρίας. Ο Ζαχαρίας προείδε την ημέρα αυτή που χιλιάδες λαός γεμάτος ενθουσιασμό θα υποδεχόταν το Χριστό, καί είπε· «Μη φοβού, θύγατερ Σιών· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλον όνου» (πρβλ. Ζαχ. 9,9).
***
Βασιλεύς ο Χριστός! Βασιλεύς, που το θρόνο του δεν στηρίζει πάνω στη βία και στα όπλα. Βασιλεύς, που καλεί τους ανθρώπους ελεύθερα να τον εκλέξουν και να τον αναγνωρίσουν ως εξουσιαστή. Βασιλεύς, που θυσιάζεται για να σώση τους υπηκόους του. Βασιλεύς αιώνιος. «Και της βασιλείας αυτού ούκ έστι τέλος» (Λουκ. 1,33). Το μαρτυρούν τα εκατομμύρια πιστοί και υπήκοοί του, άντρες, γυναίκες και παιδιά, που προτίμησαν να πάθουν τα πιό φρικτά μαρτύρια, παρά να τον αρνηθούν και να τον προδώσουν. Γι’ αυτό τον βασιλιά θα ακούγεται τό «Ωσαννά». Θρόνος του είνε οι καρδιές των ανθρώπων.
Αδέλφια μου· τη Μεγάλη Παρασκευή που ο Βασιλεύς μας θα είνε υψωμένος στο θρόνο του, στον τίμιο σταυρό, ας πάμε κ’ εμείς, ας γονατίσουμε μπροστά του με ταπείνωσι και ευγνωμοσύνη, και μέσα από τα βάθη της ψυχής μας ας πούμε το δικό μας «Ωσαννά». Ένα από ’κεινα τα «Ωσαννά», που είπαν τα αθώα παιδιά.
Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή. Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»
Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.