Ένας από τους μεγάλους φιλέλληνες, ο Γάλλος Σατωβριάνδος, είχε έρθει, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, να επισκεφθεί την Αθήνα. Ήταν μαζί με το διερμηνέα του κι είχε πόθο μεγάλο να δει τον Παρθενώνα. Ανέβηκε στην Ακρόπολη, είδε την Αθήνα από ψηλά και πόνεσε ή ψυχή του, όταν αντίκρισε τα κόκκινα φέσια των Τούρκων στα στενά δρομάκια της Αθήνας. Βέβαια, ή Αθήνα ήταν τότε μια μικρή πολιτεία. Πάρα πέρα, είδε μερικά κανόνια, που ‘χε ο Τούρκος κατακτητής και με δάκρυα στα μάτια είπε, τότε. ο Σατωβριάνδος: «Ελλάδα, πέθανες!». Κατέβηκε καταστενοχωρημένος.
Σκυφτός, πήρε το δρόμο προς τη βόρεια πλευρά, να επισκεφθεί ένα από τα εκκλησάκια, που ακόμη σώζεται, τους Αγίους Αποστόλους. Εκεί μέσα, αντίκρισε τούτο το συγκινητικό: Ένας γέροντας Ιερέας, είχε κοντά του μερικά Ελληνόπουλα, ντυμένα με φουστανέλες και κάτι τους έλεγε. Έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό στο Σατωβριάνδο και είπε στο διερμηνέα του: «Για ρώτησε τον αυτόν τον παπά, τι κάνει, τι τους λέει;» και ο ιερέας απάντησε: «Πες στον ξένο, αφού αγαπάει την Ελλάδα και είναι φιλέλληνας, πες του, ότι εδώ εγώ μαζί μ’ αυτά τα Ελληνόπουλα, υφαίνω το πανί της ελευθερίας». Μόλις το μετέδωσε αυτό ο διερμηνέας στο Σατωβριάνδο, εκείνος συγκινήθηκε πολύ και βγαίνοντας έξω από το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, αναφώνησε: «Ελλάδα, θα ζήσεις, αφού έχεις τέτοια παιδιά!».
Από το βιβλίο: «Μικρές στιγμές από μεγάλη ιστορία». Εκδόσεις: Αδελφότις η ΖΩΗ.