Τα “ευλογημένα” βατράχια και ο Αγιος – Σίμωνος μοναχού του Αγιορείτου.

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Νέος και θαυματουργός Αρχιεπίσκοπος Χριστιανουπόλεως (η Χριστιανούπολις βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το χωριό Χριστιανοί και απ’ αυτό λεγόταν Χριστιανούπολις όλη η επαρχία Τριφυλίας) γεννήθηκε το 1664 στην Κέρκυρα από ευσεβείς γονείς και βαπτίσθηκε Αναστάσιος. Ο πατέρας του, Ανδρέας, κατείχε επίσημη θέσι κοντά στον Ενετό Κυβερνήτη των Ιονίων Νήσων, ο οποίος το 1684 τον έστειλε στην Πελοπόννησο, για να αναλάβη την διοίκησι του ενετικού φρουρίου της Καρυταίνης.
Ο Άγιος από μικρό παιδί ήταν μια ευγενική φύσι, που ξεχώριζε από τα άλλα παιδιά της εποχής του. Νωρίς ζήτησε να μάθη περισσότερα περί Θεού, περί των Αγίων, περί αρετής. Οι γονείς του, βλέποντας την μεγάλη κλίσι του υιού τους προς τα θεία και την αδιαφορία του για τα κοσμικά, ανησυχούσαν. Γι’ αυτό και από νεαρή ηλικία του μιλούσαν για ενάρετες και πλούσιες κοπέλλες και τον προέτρεπαν να παντρευτή. Ο Αναστάσιος προφασιζόταν διάφορες αιτίες, αναβάλλοντας για το μέλλον τον γάμο, οπότε οι γονείς του, παρά την θέλησί του, τον αρραβώνιασαν με μια νεαρά, κόρη κάποιου άρχοντα των Πατρών. Ο πατέρας του προσδιώρισε και τον χρόνο του γάμου, χωρίς να τον ρωτήση, και τον έστειλε με υπηρέτες και χρήματα στο Ναύπλιο, για να ψωνίση τα του γάμου.
Στον δρόμο συνάντησαν την μικρή Εκκλησία της Παναγίας του Βιδωνίου. Ο Άγιος γονάτισε και προσευχήθηκε: «Γνώρισόν μοι οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου». Κατά την επιστροφή τους, ένα βράδυ και ενώ κοιμόταν ο Αναστάσιος εμφανίσθηκε μπροστά του η Κυρία Θεοτόκος μαζί με τον Τίμιο Πρόδρομο και του είπε με γλυκύτητα:
-Σκεύος εκλογής και υπηρέτης του Υιού μου θέλω να γίνης, Αθανάσιε. Στείλε λοιπόν τους δούλους με το νυφικό στον πατέρα σου και η κόρη ας παντρευθή άλλον άνδρα. Εσύ δε να πας στην Κωνσταντινούπολι για να λάβης ό,τι ο Υιός και Θεός μου ενέκρινε.
Ο Αναστάσιος ξύπνησε με δάκρυα στα μάτια και, γονατίζοντας, δόξασε τον Θεό που εισάκουσε την προσευχή του. Πήγε στην Κωνσταντινούπολι,όπου ο τότε Πατριάρχης Γαβριήλ, εκτιμώντας το ήθος του, την μόρφωσί του και την εσωτερική του φλόγα, τον κράτησε κοντά του. Σε λίγες ημέρες έγινε η κουρά του Αναστασίου και μετωνομάσθηκε Αθανάσιος, σύμφωνα με την πρόρρησι της Θεοτόκου. Σύντομα χειροτονήθηκε διάκονος Πατριαρχείων και σε λίγα χρόνια ιερεύς.
Όταν, το 1711, η Μητρόπολι Χριστιανουπόλεως εχήρευσε, ο Πατριάρχης και η περί αυτόν Σύνοδος εψήφισαν και εξέλεξαν τον Αθανάσιο ως Μητροπολίτη. Έτσι η Θεία Πρόνοια τον έστειλε στο μέρος που είχε εγκαταλείψει δώδεκα χρόνια νωρίτερα, ως ποιμένα και Επίσκοπό τους.
Περιοδεύοντας κάποτε στην επαρχία του ο Άγιος Αθανάσιος έφθασε στην Μεγαλόπολι. Εκεί, κοντά στον Ναό της Μεταμορφώσεως, υπήρχε μια λίμνη, όπου ζούσαν πολλά βατράχια.
Μετά τον Εσπερινό ο Άγιος ζήτησε να διανυκτερεύση εκεί, μαζί με τον διάκονό του, επιθυμώντας να προσευχηθή καλύτερα ατενίζοντας τον έναστρο ουρανό, κάτι που πολύ συχνά έκανε τις καλοκαιρινές νύχτες. Οι ιερείς φρόντισαν για το φαγητό του Αγίου και μία πρόχειρη κλίνη. Όμως τα βατράχια με τα κοάσματά τους δεν άφησαν τον Άγιο ούτε να προσευχηθή, ούτε να κοιμηθή. Μόνο προς το πρωί έκλεισε για λίγο τα μάτια του.
Μετά την Λειτουργία οι ιερείς και οι πιστοί της πόλεως τον ρώτησαν, αν πέρασε καλά τη νύχτα, και ο Άγιος αστειευόμενος είπε:
-Τι να σας πω, παιδιά μου, αυτά τα βατράχια, που να βουβαθούν, δεν με άφησαν να κλείσω μάτι όλη τη νύκτα.
-Μόλις είπε τα λόγια αυτά, τα βατράχια έπαψαν να κοάζουν, αλλά κανείς δεν το πρόσεξε, γιατί ήταν ημέρα και ως γνωστόν τα βατράχια την ημέρα δεν κοάζουν.
Έφυγε ο Άγιος και από τότε τα βατράχια δεν ακούστηκαν. Δύο χρόνια αργότερα ο Άγιος ξαναπήγε στην Μεγαλόπολι για την πανήγυρι της Μεταμορφώσεως και, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, είπε στους ιερείς και τους άλλους παρευρισκομένους:
-Τί έγιναν τα βατράχια που είχε άλλοτε η λίμνη; Κανένα δεν ακούστηκε.
Τον ενημέρωσαν ότι, από τότε που είπε να βουβαθούν, δεν ξανακούστηκαν. Χαμογέλασε ο Άγιος.
-Και με άκουσαν τα ευλογημένα; Είπε και πάλι αστειευόμενος.
Και τότε – ώ του θαύματος – με την λέξι «ευλογημένα» τα βατράχια άρχισαν και πάλι να κοάζουν, αφήνοντας τους πάντες έκπληκτους και έκθαμβους.
Είκοσι τέσσερα χρόνια εποίμανε την ποίμνη του θεαρέστως ο Άγιος και κατά το 1735 ασθένησε και απήλθε προς τον Κύριον «πλήρης χάριτος και δόξης Θεού».
Το ιερό λείψανο του Αγίου Αθανασίου ετάφη αρχικά στον Ναό της Μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως. Κάποια ημέρα όμως, ο Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως Αθανάσιος Κουλάς, αντιλαμβανόμενος ότι η πόλι επρόκειτο να ερημωθή, αποφάσισε να το αποστείλη στην Μονή του Τιμίου Προδρόμου, κοντά στην Στεμνίτσα. Εκείνοι που άνοιξαν τον τάφο διεπίστωσαν, ότι το λείψανο του Αγίου διετηρείτο σύσσωμο και άρρηκτο. Και όχι μόνον αυτό. Το σπουδαιότερον ήταν ότι ανέδιδε μία ευωδία, που ποτέ δεν είχαν οσφρανθεί.
Οι Καρυτηνοί θέλησαν να μεταφέρουν το σκήνος του Αγίου στην πόλι τους, οι κάτοικοι της Χριστιανουπόλεως όμως δεν δέχονταν να χάσουν το ιερό λείψανο. Κινήθηκαν λοιπόν να φθάσουν τους Καρυτηνούς, για να πάρουν τον θησαυρό. Τους πρόφθασαν στο Δερβένι, στα σύνορα Αρκαδίας και Μεσσηνίας, και παραλίγο να έρθουν στα χέρια.
Ο επικεφαλής των Καρυτηνών Καπετάν Θανάσης, αντιλαμβανόμενος τι επρόκειτο να συμβή, φωτισμένος από τον Θεό, πρότεινε να πάρουν ένα γαϊδουράκι, να φορτώσουν το ιερό λείψανο και να το αφήσουν ελεύθερο, να πάη όπου θέλει. Η πρότασι άρεσε σε όλους και την έκαναν πράξι. Κατόπιν ακολούθησαν το ζώο για να δουν, που θα πάη. Εκείνο βάδιζε μόνο του μπροστά, σαν να το ωδηγούσε κάποιος. Δεν ανέβηκε στην Καρύταινα, αλλά προχώρησε και έφθασε στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί σταμάτησε. Οι άνθρωποι το πλησίασαν και το παρακίνησαν να συνεχίση τον δρόμο του. Αυτό όμως παρέμεινε ακίνητο. Όλοι τότε σταυροκοπήθηκαν και βεβαιώθηκαν, ότι ήταν θέλημα του Αγίου να μείνη το σκήνωμά του στην Μονή.
Γύρω στα 1920, όταν χιλιάδες ακρίδες επέδραμαν σε χωράφια, αμπέλια και περιβόλια και κατέστρεφαν ακόμα και το άγριο χόρτο, πολλά χωριά της Γορτυνίας ζήτησαν από την Μονή του Τιμίου Προδρόμου να γίνη λιτανεία της Τιμίας Κάρας του Αγίου Αθανασίου, ώστε να καταπολεμηθή το κακό.
Πράγματι οι ιερομόναχοι άρχισαν να επισκέπτωνται διάφορα χωριά, συνοδεύοντας την Αγία Κάρα. Και τότε έγινε το εξής θαύμα: Σε όσα χωριά οι κάτοικοι δυσφορούσαν, εκεί μετά τον αγιασμό δεν σταματούσε το καταστρεπτικο έργο των ακρίδων. Αντίθετα, στα χωριά όπου οι κάτοικοι υποδέχονταν την Αγία Κάρα με μετάνοια, φόβο Θεού και ευλάβεια, μετά τον αγιασμό, οι ακρίδες, σαν πτερωτά σύννεφα, έφευγαν και πήγαιναν είτε στα νερά του Αλφειού, είτε σε κάποια άλλη περιοχή μακριά από τα κτήματα του χωριού, ή – και το πιο παράξενο – οι ακρίδες παρέμεναν μεν, αλλά δεν προξενούσαν πλέον καμμιά ζημιά στα κτήματα.
ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων. Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006

Τη Σεπτή ευλογία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.