Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω. 100 ερωτήσεις και απαντήσεις περί πίστεως. (Λίγα λόγια προλογικά) – Νικολάου Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.

Μεγάλωσα σε μια γνήσια χριστιανική οικογένεια, με κύριο γνώρισμα τη συνέπεια, με πολλή ελευθερία και ψηλούς στόχους, όπου όμως η πίστη είναι δεδομένη. Υπήρχε ο κίνδυνος να την κληρονομήσω χωρίς να το καταλάβω και όχι να μου γεννηθεί ως δικός μου καρπός. Δεν το ήθελα. Γι’ αυτό και από μικρός επέτρεψα στον εαυτό μου το ρίσκο της αμφισβήτησης.
Στην Εκκλησία γνώρισα σπάνιους ανθρώπους, με αρετή και αυθεντικότητα, καλοδουλεμένους, καλλιεργημένους, αληθινούς χριστιανούς, ευγενικές ψυχές, γνώρισα, τολμώ να πω αγίους. Δεν συνάντησα τέτοιους γενικότερα στη ζωή μου. Ξεχώριζαν με διαφορά αυτοί οι χριστιανοί από τους άλλους ανθρώπους. Οφείλω να το ομολογήσω. Δεν είχα δει σημεία ούτε θαύματα. Δεν τα χρειαζόμουν αυτά. Για κάποιον όμως λόγο, δεν ήθελα η πίστη να μου φορεθεί, αλλά να μου προκύψει. Δεν ήθελα να παρασυρθώ ούτε από λογικά επιχειρήματα υπέρ αυτής ούτε από την αρετή των πιστών. Δεν χρειαζόμουν ούτε αποδείξεις ούτε έμμεσα συμπεράσματα. Δεν έκανα το λάθος να την ψάξω στους έξυπνους ή μορφωμένους ούτε στους πετυχημένους ούτε στους καλούς ούτε μέσα σε παράξενα γεγονότα ή σε φανταστικούς εντυπωσιασμούς. Ήθελα να την βρω καθαρή μέσα μου. Όχι κάπου αλλού. Ακόμη και η αγιότητα ή η καλoσύνη των χριστιανών ήθελα μόνο να με υποψιάσει ή να με εμπνεύσει, όχι να με υποχρεώσει να ακολουθήσω τον δρόμο της πίστης και της Εκκλησίας. Δεν θα έπρεπε η πίστη μου στο Θεό να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μου σε ανθρώπους. Έπρεπε να είναι η δική Του φωνή μέσα μου.
Δεν ήθελα να επιτρέψω κανέναν και τίποτα να με βιάσει ψυχικά. Η πίστη στο Θεό θα άξιζε μόνο αν την συναντούσα στο κορύφωμα της ελευθερίας μου. Αυτή η ελευθερία ήταν το μεγαλύτερο δώρο που ανεγνώριζα πάνω μου. Αν υπήρχε Θεός, Αυτός έπρεπε να μου το είχε δώσει, όχι για να ξεγελαστώ απολαμβάνοντας την εφημερότητά μου, ούτε για να ζαλιστώ από τις όποιες ικανότητες ή επιτυχίες μου, αλλά για να γνωρίσω την αλήθεια, και στο κέντρο της να Τον συναντήσω.
Είναι αλήθεια ότι πόνεσα πολύ. Έκλαψα βουβά. Δεν ήθελα να παρασυρθώ. Η προσπάθεια μου αυτή ήταν μυστική, δεν μπορούσα να την ικανοποιήσω. Ο δρόμος μου μονήρης, κι ας ήμουν μικρό παιδί. Είχα την συναίσθηση ότι αν την μοιραζόμουν, κανείς δεν θα με καταλάβαινε.
Έβρισκα πολλή παρηγοριά όταν χανόμουν μέσα στο σύμπαν. Από το δημοτικό ακόμα διάβαζα γι’ αυτό. Ήθελα να σπουδάσω Αστρονομία. Νόμιζα ότι εκεί μέσα κάτι θα έβρισκα. Ήταν η ελπίδα μου. Θα χανόμουν στο άπειρο, στο άγνωστο , στο θαυμαστό και τέλειο, και θα ξαναγεννιόμουν. Θα γινόμουν πολύ μικρός σαν αστεράκι κι έτσι μόνο θα αντίκριζα το μεγαλείο. Θα συναντούσα τον εαυτό μου, την ερμηνεία και τον λόγο της ύπαρξής μου. Ίσως και τον Θεό. Αυτό ήταν η ελπίδα μου.
Αυτόν τον πόνο της αναζήτησης δεν μπόρεσα ποτέ να τον μοιραστώ με τους χριστιανούς που ήξερα. Αυτοί θεωρούσαν την αμφισβήτηση αμαρτία. Νόμιζαν ότι είναι σίγουροι για όλα , ότι υπάρχουν απαντήσεις για τα πάντα. Έτσι τους είχαν μάθει. Μιλούσαν για μυστήριο σαν να γνώριζαν τα μυστικά και τις λεπτομέρειές του.
Ίσως μόνον αυτοί. Έτσι όμως το κάνανε πολύ λογικό, πολύ μικρό, το απογύμνωναν από την ομορφιά της μυστηριακής γοητείας του. Κατέστρεφαν την ελπίδα του. Δεν ήθελα να τους μιμηθώ. Τους ζήλευα για τον θησαυρό που υποψιαζόμουν πως κρατούσαν, για την ποιότητα του ήθους τους, αλλά όχι για την πίστη τους. Αυτή μου φαινόταν λάθος. Δεν είχε τη ζωή που εγώ έψαχνα, την δύναμη που αναζητούσα, την ελευθερία που λαχταρούσα.
Από τη διδασκαλία της Εκκλησίας με συγκινούσε πολύ και το έλεος, η συγχώρηση, η αγάπη ως καλοσύνη , η συγγένειά της με την ταπείνωση. Οι χριστιανοί ήταν λίγο σκληροί. Έτσι τουλάχιστον μου φαίνονταν. Προσπαθούσαν να είναι… σωστοί. Και αυτό τους χαλούσε. Δίδασκαν τον λόγο του Κυρίου “έλεον θέλω και ου θυσίαν”, την ερμήνευαν σωστά, αλλά η καρδιά τους ήταν περισσότερο καρφωμένη στην ορθότητα του νόμου και των κανόνων και όχι στην γλυκύτητα και την ευγένεια της συγχώρεσης. Στον ιδρώτα της οφειλόμενης αξίας παρά στο αίμα της ελεήμονος καρδιάς. Εγώ όμως πίστευα πως η αλήθεια δεν θέλει τόσο ιδρώτα όσο αίμα… Και δάκρυ.
Στην Εκκλησία βρήκα την δύναμη που κρύβει η μετάνοια του αμαρτωλού. Και το έλεος του Θεού. Θέλησα να μαθητεύσω στον Ληστή του Ευαγγελίου, στην Πόρνη που έχυσε το μύρο, στον Τελώνη, τον Άσωτο, στον Πέτρο όχι τη στιγμή της ομολογίας του, αλλά τότε που “έκλαυσε πικρώς”, στον ξεσχισμένο από την μετάνοια Παύλο. Στη Μάρθα που μεριμνούσε περί πολλά και στον Θωμά που ήθελε την αμεσότητα της ψηλάφησης. Αυτοί είναι ανθρώπινοι . Αυτοί με συγκινούσαν πιο πολύ από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Το δάκρυ των μετανοούντων, περισσότερο από τη σκέψη των θεολόγων.
Δεν ξέρω πως συνέβη στη ζωή μου, αλλά ύστερα από μια πολυχρόνια πλέον προσωπική αναζήτηση, όταν έγινα κληρικός, η διακονία μου επικεντρώθηκε σε ανθρώπους που ασυνθηκολόγητα διψούσαν για την αλήθεια, συνήθως άπιστους, αμαρτωλούς, αγνωστικιστές ή άσχετους με τον Θεό, την Εκκλησία και γενικότερα τη θρησκευτικότητα. Οι περισσότεροι είτε όταν έφτασαν σε αδιέξοδο ζωής είτε από περιέργεια είτε από κάποια άλλη αιτία βρέθηκαν στο δρόμο μου.
Πρέπει εξαρχής να το ομολογήσω πως ποτέ δεν προσπάθησα να πείσω κανέναν, ούτε πάλι στόχος μου ήταν να αυξήσω τους οπαδούς της Ορθόδοξης πίστης, ούτε επίσης νομίζω πως είχα και την ανάγκη να αποδείξω στον εαυτό μου ότι κατά κάποιον τρόπο εξελίσσομαι σε πετυχημένο ιερέα που πείθει τους δύσκολους, ούτε τέλος μπόρεσα ποτέ να ανιχνεύσω κάποια προσωπική ιδιοτέλεια μέσα μου στη σχέση μαζί τους.
Τους δέχτηκα με όλη μου την καρδιά και με μοναδική διάθεση να αγκαλιάσω την ύπαρξή τους, να μοιρασθώ μαζί τους τον όνο της πίστης, να δεχθώ τους θησαυρούς της δικής τους αληθινής κατά τα άλλα ζωής, να σηκώσουμε μαζί το βάρος της ανθρώπινης φύσης μας. Δεν δέχτηκα ποτέ αυτοί να είναι γυμνοί μπροστά μου καθώς άνοιγαν το μυστικό εαυτό τους κι εγώ ντυμένος με το ένδυμα της ψευτοσοφίας ή και της αυτασφάλισής μου. Δεν ένοιωσα εγώ ο φτασμένος και αυτοί στην αρχή. Ένοιωσα πάντοτε μαζί τους, συνοδοιπόρος στον υπέροχο δρόμο της θεϊκής αναζήτησης. Δοξάζω τον Θεό γι’ αυτή την ευλογημένη εμπειρία που με χάρισε.
Αρκετοί μου ζήτησαν κάτι από όλα αυτά που συζητούσαμε να τα αποτυπώσω στο χαρτί. Η αλήθεια είναι ότι πάλευα μέσα μου. Αφ’ ενός μεν αντιλαμβανόμουν την ανάγκης μιας τέτοιας καταγραφής, αφ’ ετέρου δε με διακατείχε η συστολή που αναδύεται από την αίσθηση ότι ίσως δεν θα έπρεπε τον πόνο και το μυστήριο της κοινής αναζήτησης να τα μεταφράσω σε έργο με τη δική μου υπογραφή. Διότι τίποτα δεν είναι αποκλειστικά δικά μου.
Τελικά, θεώρησα ότι ο εσωτερικός μου σεβασμός ήταν αρκετά ώριμος, ώστε να μπορέσω να προχωρήσω χωρίς την ασέβεια κάποιας κρυμμένης σκοπιμότητας. Την απόφαση την πήρα στο Άγιο Όρος. Εκεί και ξεκίνησα να την υλοποιώ, μέσα στην απόλυτη μοναξιά μου. Άρχισα να γράφω στο Κάθισμα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, κοντά στον αρσανά της Σιμωνόπετρας. Τελείωσα αργότερα στο νησί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στην Πάτμο, στο Καβούρι. Και οι δύο τόποι ησυχαστικοί και ερημικοί. Σημεία προσευχής. Συνολικά χρειάστηκαν λίγες μόνο μέρες. Συντροφιά μου ο αρχοντικός μαθητής της αγάπης. Ο ειλικρινά αγαπών και όντως ηγαπημένος. Το κείμενο δεν μπορούσε παρά να είναι καρπός αγάπης και ησυχίας, είναι καρπός ερήμου. Θα έλεγα και προσευχής, αλλά φοβούμαι τις παρεξηγήσεις των νοσηρών υπερβολών.
Τα ερωτήματα – επέλεξα εκατό για να είναι στρογγυλός ο αριθμός- και ο διάλογος είναι όλα αυθεντικά. Τα πρόσωπα είναι επίσης αληθινά, αν και με διαφορετικά προφανώς ονόματα. Η συζήτηση δεν ήταν αυτοτελής, αλλά αποτελεί μια σύνθεση με επιλογή ερωτημάτων. Όλα αυτά όμως δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που βαραίνει είναι μέσα από αυτά να φανεί αυθεντικά η ανθρώπινη φύση και καθαρά το πρόσωπο του αληθινού Θεού. Δεν υπάρχει τίποτα που να αξίζει περισσότερο σε αυτή τη ζωή.
Αύγουστος 2013

Από το βιβλίο: Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω. 100 ερωτήσεις και απαντήσεις περί πίστεως. Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Νοέμβριος 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Γενικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.