«Αδελφοί μου αγαπητοί, μη μου επιλάθεσθε όταν υμνείτε τον Κύριον, αλλά μνήσθητέ μου του πόθου και της αγάπης και ικετεύσατε τον Θεόν, ίνα με αναπαύση μετά των δικαίων ο Κύριος».
Όταν θα διαβάζονται οι γραμμές αυτές εγώ δεν θα ευρίσκομαι πλέον εις αυτήν την ζωήν. Η ελπίς μου είναι ότι θα ευρίσκομαι εις το έλεος του Κυρίου. Δεν έχω τίποτε άλλο βέβαιον παρά μόνον την ελπίδα εις τον Κύριον. Δεν μου απομένει τίποτε άλλο παρά μόνον η αίτησις ο Κύριος να δείξει επιείκεια εις την κρίσιν Του και να με συγχωρέσει.
Ηγάπησα τον Σωτήρα μου με όσην δύναμιν είχε η ψυχή μου. Εκείνος που ετάζει καρδίας και νεφρούς το γνωρίζει. Πολλές φορές ο Σατανάς με έσπρωξε να κάμω πράξεις και σχέδια και να λάβω αποφάσεις που φοβούμαι ότι επίκραναν τον Κύριόν μου, τον πολυεύσπλαγχνον, ο οποίος πολλά τάλαντα μου ενεπιστεύθη. Τάχα εμιμήθην τον τα πέντε τάλαντα λαβόντα; Τάχα ηργάσθην δια την δόξαν Του ή μήπως επεδίωξα την ιδικήν μου δόξα και προβολή; Αυτό δεν μπόρεσα να το ξεχωρίσω και φεύγω από τον κόσμον φοβούμενος ότι δεν εκατόρθωσα να διακρίνω πάντοτε την διαφοράν.
Εργάσθηκα επάνω εις το καθήκον μου με όσην δύναμιν είχα και με την βοήθεια του Θεού πολλά εκατόρθωσα. Όμως όσες φορές εσημείωνα επιτυχίες, ησθανόμην μεγάλην ψυχικήν ικανοποίησιν. Τάχα οι κόποι μου να είχον αυτόν τον σκοπόν; Και να επραγματοποιήθη λοιπόν εκείνο που είπε ο Κύριος μου, δι΄ όσους ικανοποιούνται για μιαν καλήν πράξιν των, ότι ως εκ τούτου απέχουσι του μισθού αυτών;
Το μόνον που με παρηγορεί και με φωτίζει είναι ότι το έλεος και η αγάπη του Θεού είναι απείρως μεγαλυτέρα πάσης αμαρτίας, και η προσευχή είναι η οδός της σωτηρίας και της αληθούς χαράς. Γι΄ αυτό και σας ικετεύω με όσην δύναμιν έχει πλέον η φωνή μου, αδελφοί μου και τέκνα μου, μη με λησμονήτε εις τας προσευχάς σας. Κάμετε και δι΄ εμένα ένα Σταυρόν από την καρδιά σας. Ανάψατε ένα κεράκι για την ψυχή μου.
Εις τον βίον μου, αφεύκτως πολλούς αδελφούς μου επίκρανα, είτε δικαίως είτε αδίκως – ποίαν σημασίαν έχει η διάκρισις αυτή; Η Διοίκησις καθίσταται εις εκείνον που βαρύνεται με την ευθύνην ασκήσεώς της, πολλάκις ως δήγμα φοβερόν. Τέκνα μου, η σφραγίδα της Διοικήσεως έχει αγκάθια πολλά. Γονατίζω εμπρός εις όσους ηδίκησα – εκουσίως η ακουσίως – και τους ικετεύω να με συγχωρήσουν από τα βάθη της καρδίας των, δια να εύρη έλεος και ανάπαυσιν η ψυχή μου ενώπιον του Δικαίου Κριτού.
Από τα βάθη της ψυχής μου συγχωρώ όλους όσους τυχόν με ηδίκησαν. Αυτή είναι η ζωή των ανθρώπων – πόθοι, όνειρα και επιδιώξεις, προσπάθειαι και τόσαι άλλαι φροντίδες δια την επίγειον ζωήν, που δεν μας αφήνουν να κατανωήσουμεν εις βάθος, ότι είμεθα περαστικοί διαβάτες εις τον κόσμον τον επίγειον. Καθώς είπεν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «όναρ εσμέν ούχ΄ ιστάμενον, φύσημά τι μη κρατούμενον, πτήσις ορνέου παρερχομένου, ναύς επί θαλάττης ίχνος ουκ έχουσα».
Πριν κλείσω τα μάτια μου, όσον έχω ακόμη πλήρεις τας αισθήσεις μου, εις όλους αφήνω την ευχή μου από τα βάθη της καρδιάς μου.
Και εις εκείνους που ως Μητροπολίτης Δημητριάδος εποίμανα και εδίδαξα επί 24 ολόκληρα χρόνια, και εις το αγαπητό μου ποίμνιο των Αθηνών που επί 10 έτη εποίμανα, και προς όλους τους Έλληνας, εντός και εκτός των συνόρων της Ελλάδος. Ιδικός σας πατέρας ήμουν, τέκνα μου αγαπητά, και με καθοδηγούσεν η πίστις ότι έχω την ευθύνην σας. Προς σας, λοιπόν, απευθύνω τας τελευταίας μου ευχάς. Το γνωρίζετε ότι σας έδωσα όλην μου την αγάπην. Εδίψησεν η ψυχή μου την σωτηρίαν σας. Η βαθυτάτη πίστις μου ότι προσεύχομαι εις Κύριον για σας, υπήρξεν η μόνη πηγή από την οποία αντλούσα τας δυνάμεις μου. Ήθελα με όσην δύναμιν είχε η πτωχή μου ψυχή, να γλυκάνω τους πόνους σας, να τονώσω το φρόνημά σας, να σας πείσω, ότι μόνον αν βάλετε ρυθμιστήν των παλμών της καρδιάς σας το άγιον του Θεού θέλημα, μόνον τότε δεν θα σβήση από τα χείλη σας το χαμόγελο της πραγματικής χαράς, όσης είναι δυνατόν να ευρεθή εις αυτόν τον κόσμον.
Μην ζητήσετε αλλού την ευτυχίαν σας, διότι άδικα θα κοπιάσετε, και δεν θα την συναντήσετε. Μη λησμονήτε ποτέ τα λόγια του Κυρίου: «Ζητήτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσονται υμίν». Φωτίζετε πάντοτε τις σκέψεις σας και τον δρόμον της ζωής σας με το άγιον θέλημα του Θεού. Αυτό θα θερμάνη και τις καρδιές σας για να είναι πάντοτε γεμάτες με την αγάπη προς τον Θεόν και τους αδελφούς σας – συνανθρώπους, αλλά θα σας δίνη και την γλυκυτάτην δύναμιν να αισθάνεσθε τους πόνους των άλλων σαν ιδικούς σας πόνους και την χαράν των σαν ιδικήν σας χαράν.
Με αυτόν τον τρόπον θα ευρεθήτε μέσα εις το σχέδιον της σωτηρίας. Τότε τα ονόματά σας θα γραφούν εις τα αιώνια βιβλία των ουρανών. Ετσι μόνον και όση χαρά, αληθινή χαρά, θα ημπορή να υπάρχη εις τον κόσμον αυτόν, θα πλημμυρίζη τις καρδιές σας. Ο ίδιος ο Κύριος μας το εβεβαίωσεν, όταν οι 70 μαθηταί Του επέστρεψαν μετά χαράς μεγάλης λέγοντες: «Κύριε και τα δαιμόνια υποτάσσονται υμίν εν τω ονόματι σου». Και εκείνος τους επληροφόρησεν με τα παρήγορα αυτά λόγια του. «Εν τούτω μη χαίρετε, ότι τα δαιμόνια υποτάσσονται υμίν, χαίρετε δε, ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις Ουρανοίς».
Ποίος λοιπόν ημπορεί να αμφιβάλλη περί τούτου; Και κάτι ακόμη περισσότερον. Εις όλους έδωκε την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, χωρίς κανείς από αυτούς να ημπορέση να φράξη τον δρόμον των.
Σεις ξέρετε πόσους ανθρώπους ο Σατανάς ευρίσκει και χρησιμοποιεί ως όργανα του δια να φράξουν τον δρόμο της Σωτηρίας εκείνων που θέλουν να σωθούν. Διαστρέφει τις σκέψεις των, πορώνει τις καρδίες των και τυφλώνει το φως των, ώστε να μη βλέπουν το καλόν και να μεταχειρίζωνται και τα άδικα και τα πιο σκληρά – απάνθρωπα μέσα για να σταθούν εμπόδιον εις τον δρόμο της Σωτηρίας.
Αυτοί όλοι, όσον και εάν ομοιάζουν με φίδια και σκορπιούς, συντρίβονται με την βοήθεια του Θεού. Ο Θεός να μην αξιώση κανένα από Σας, τέκνα μου αγαπητά, να καταντήση εις αυτό το σημείον.
Εις όλους σας εύχομαι να σας σκεπάζη πάντοτε η Θεία Χάρις.
Αγαπητά μου τέκνα και αδελφοί μου, μην απομακρυνθήτε από τον δρόμον του Θεού. Αγαπήσατε τον Θεόν και «μηδέν προτιμήσατε της αγάπης Αυτού». Πλημμυρίσατε τις καρδιές σας από Χριστόν και Ελλάδα.
Τέκνα μου αγαπητά και αδελφοί μου, μη βλέπετε ποτέ την Ελλάδα με αδιαφορίαν ή με στεναχωρίαν. Ο Κύριος είναι ο Πατέρας μας, και μας έδωσε την Ελλάδα ως τον οίκον μας. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε παιδιά Του, και ουδείς είναι υπέρτερος του άλλου, ένεκα της πατρίδος αυτού.
Ας μάθουμε να βλέπουμε ως δωρεά του Κυρίου έκαστος την πατρίδα, την παράδοσιν και την γλώσσαν του. Ειδικώς εμείς οι Έλληνες ελάβαμε την κληρονομιάν να είμεθα φορείς και διδάσκαλοι πολιτισμού μεγάλου, τιμωμένου από όλον τον κόσμον. Ας ζώμεν λοιπόν κατά τρόπον που δοξάζει τα ιερά μας, τιμά τους προγόνους, διατηρεί την γλώσσαν ως έκφρασιν πνεύματος και όχι απλώς ως μέσου συννενοήσεως. Ας έχουμε στην καρδιά μας ευγνωμοσύνην προς όσους προσέφεραν στην πατρίδα μας. Κυρίως εμείς, οι ακολουθούντες τον Κύριον, ας έχωμεν πάντοτε κατά νούν ότι ο χριστιανός δεν αγιάζεται από το περιβάλον του αλλά το αγιάζει.
Τέκνα μου, μην κάμετε ποτέ κακόν εις τους συνανθρώπους σας. Σκορπίσατε παντού έργα αγάπης. Όποιος έχει ανάγκη από σας και ημπορείτε να γλυκάνετε τον πόνο του, μην το αρνηθήτε. Μην εξετάζετε αν είναι συγγενής ή ξένος, γνωστός ή άγνωστος, ομοεθνής ή αλλοεθνής, ομόδοξος ή ετερόδοξος, ομόθρησκος ή αλλόθρησκός, φίλος ή εχθρός. Όποιος έχει ανάγκη από την αγάπην σας, είναι ο πλησίον σας.
Μην παραλείπετε τα θρησκευτικά σας καθήκοντα. Όσες φορές ευρεθήτε μολυσμένοι με την αμαρτίαν, οποιανδήποτε αμαρτίαν μικράν ή μεγάλην, αμέσως να σπεύσετε να εξαγνισθήτε με το μέγα μυστήριον της Θείας και Ιεράς Εξομολογήσεως και να ενωθήτε με τον Θεόν δια της μεταλήψεως των Αχράντων Μυστηρίων.
Κρατήστε πάντοτε έτοιμην την ψυχήν σας, ώστε οποιανδήποτε στιγμήν ο Κύριος μας σας καλέσει να είσαστε άξιοι της ουρανίου Βασιλείας.
Ιδιαιτέρως απευθύνομαι αυτήν την στιγμήν προς σας, τους προσφιλείς μου συνεργάτας, από τον πρώτο έως τον τελευταίο, από τον παλαιότερο έως τον νεότερο, από τον μεγαλύτερο έως τον μικρότερο. Τέκνα μου αγαπημένα, κληρικοί και λαϊκοί, δεν θα είμαι πλέον κοντά σας. Θα μένη όμως για πάντα μαζί σας η αγάπη μου και η ευχή μου. Μην εγκαταλείψετε το άγιον έργον της διαφωτίσεως του λαού, ιδιαιτέρως εσείς αδελφοί μου Αρχιερείς, Ιερείς και Διάκονοι στην Αθήνα, στο Βόλο αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Όταν θα πηγαίνετε στις Εκκλησίες μας και θα κηρύττετε τον λόγον του Θεού, θα δροσίζεται και η δική μου ψυχή στους ουρανούς. Μη μου στερήσετε αυτήν την δροσιά, Σταθήτε πιστοί συνεργάται, γύρω εις τον διάδοχον μου Αρχιεπίσκοπον, οποίος κι αν είναι, και δώσατέ του τον άπειρον σεβασμόν και την αγάπη σας και την αφοσίωσην σας. Θα σας αγαπήση όσον σας ηγάπησα και εγώ και θα στηρίξη μαζί σας την Εκκλησία μας, δια να πραγματοποιήση τους ιερούς σκοπούς της.
Και τώρα αγαπητά μου τέκνα και φίλοι μου, «ιδού κείμαι εν μέσω πάντων σιγηλός και άφωνος. Το στόμα ήργησεν. Η γλώσσα πέπαυται και τα χείλη κεκόλληνται, αι χείρες συνδέδενται και αι πόδες συμπλέκονται, η μορφή ηλλοίωται, οι οφθαλμοί εσβέσθησαν και ου κατανοούσι τους θρηνούντας, η ακοή ου παραδέχεται των λυπουμένων τον ολοφυρμόν, η ρις ουκ οσφραίνεται του θυμιάματος την ευωδίαν. Η δε αληθινή αγάπη ουδέποτε νεκρούται, δι ο ικετεύω πάντας τους γνωστούς και προσφιλείς μου μνείαν ποιείσθε μου εν ημέραις κρίσεως, ίνα εύρω έλεος επί του βήματος εκείνου του φοβερού. ΜΗ ΜΕ ΛΗΣΜΟΝΗΤΕ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΣΑΣ.»
Η/Υ ΠΗΓΗ
Εκκλησιαστικό πρακτορείο: Ρομφαία.