Ακούστε ατοσπάσματα από το επόμενο κείμενο, όπως αυτό “δημοσιεύθηκε” στο 119-ο τεύχος (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος του 2009) του ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη Πορεία.
Φύλλα κατοχής – Ιωάννας Τσάτσου, (Αποσπάσματα.).mp3
Πρόλογος της συγγραφέως.
“Τούτο το ημερολόγιο δεν το προόριζα για την δημοσιότητα. Έγραφα και κάθε τόσο έρριχνα τα φύλλα του μέσα σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί, θαμμένο σε μια γωνιά του κήπου μας, για να το διαβάσουν κάποτε τα παιδιά μου. Πέρασαν περισσότερα από είκοσι χρόνια, και βλέπω πως τα γεγονότα που συντάραζαν το Έθνος ολόκληρο λησμονήθηκαν. Το ψυχικό κλίμα της εποχής εκείνης έχει ολότελα εξαφανιστεί.
Μυριάδες όμως τότε Ελληνίδες αισθάνθηκαν όπως εγώ και πράξανε όπως εγώ. Το βίωμα το δικό μου υπήρξε βίωμα σχεδόν καθολικό της Ελληνίδας γυναίκας. Πιστεύω πως η διατήρηση του στη μνήμη μας αποτελεί καθήκον. Ακόμη, από τη θέση όπου έτυχε να βρίσκομαι την εποχή εκείνη, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω την ψυχή και τις πράξεις μερικών ξεχωριστών, υπέροχων ανθρώπων, μερικών ηρώων. Θεώρησα χρέος μου να διασώσω τα όσα έζησα τότε από τη ζωή τους • σαν ένα παράδειγμα και σα μια διδαχή για τις ώρες όπου τα εθνικά ιδανικά δεν έχουν την κυρίαρχη θέση που τότε είχανε.
Ελπίζω να μου συγχωρεθούν τα πολλά κενά και οι κάθε είδους ατέλειες. Παρουσιάζω αναλλοίωτο ένα κείμενο, που είναι ένα κομμάτι της ζωής μου. Όπως δεν μπορώ ν’ αλλάζω τη ζωή μου πού πέρασε, έτσι και αυτό δεν μπόρεσα και δεν θέλησα να τ’ αλλάξω.
Εν θλίψει επλάτυνάς μοι, Κύριε
(Ψαλμός 4.2)
1941
14 Σεπτέμβρη 1941
Κάθομαι στη μικρή βεράντα της τραπεζαρίας για λίγη δροσιά. Σιγά – σιγά το απαλό σεπτεμβριανό φως διαλύεται μέσα στη νύχτα. Χτυπά η πόρτα και μπαίνει η Κατίνα Δούση. Η Κατίνα, φτωχή πανέξυπνη γειτόνισσα, μιλάει γρήγορα, φοβισμένη, απελπισμένη.
-«Κυρά μου, ένας ξανθός αρχάγγελος μπήκε στο σπίτι. Τον έκλεισα στο κουζινάκι. Τί θα γίνη Θεέ μου; Αυτός που τον έφερε εξαφανίστηκε».
-«Αξιωματικός;» τη ρώτησα.
-«Έτσι μοιάζει».
-«Καλά, πήγαινε στο σπίτι σου, κλείσε καλά την πόρτα σου και απόφυγε να μπη και ο πιο δικός σου. Έρχομαι αμέσως».
Η υπόθεση αυτή δεν με ξαφνιάζει. Κάθε λίγο μας ειδοποιούν για κάποιον εγγλέζο σε κίνδυνο ή σε ανάγκη. Οι απλοί άνθρωποι βοηθούν μ’ όλη τους την καρδιά. Μα δεν έχουν τον τρόπο να φυγαδεύσουν άγγλους, ούτε και να τους θρέψουν. Πίσω απ’ αυτούς είμαστε μια αλυσίδα φίλων έτοιμοι να τους στηρίξωμε.
Τηλεφωνώ αμέσως στο Γιώργη Αβέρωφ, έναν από τους φίλους. Μου φέρνει ό,τι έχει πιο πρόχειρο τη στιγμή εκείνη, το κλειδί ενός άδειου σπιτιού.
Βάζω σ’ ένα ταγάρι κονσέρβες, ψωμί, καφέ, ζάχαρι, σαπούνι και πάω στης Κατίνας, στην οδό Σωτήρος.
Μέσα στο μικρό χαμηλό κουζινάκι, που μυρίζει μαρίδα τηγανιτή, ο άγγλος στέκεται όρθιος σε μια γωνιά. Το κεφάλι του ακουμπά σχεδόν στο ταβάνι. Μοιάζει σαν κυνηγημένο πουλί. Τον χαιρετώ, ανταλλάσσομε λίγες λέξεις και βγαίνομε προσεχτικά στο δρόμο. Έχω περάσει το μπράτσο μου στο δικό του και προχωρούμε αδιάφοροι.
Ο Γιώργης Αβέρωφ και ο άντρας μου ακολουθούν από μακριά.
Βαδίζομε προς την οδό Βουλιαγμένης. Κάθε φορά που συναντούμε γερμανούς φρουρούς, του μιλώ ελληνικά με φλυαρία και κέφι. Στρίβομε σε μια πάροδο. Στα χέρια μου κρατώ το κλειδί του παλιού σπιτιού της Richardson1. Αυτό ψάχνομε. Δεν δυσκολευόμαστε να το βρούμε. Ερημιά είναι την ώρα που μπαίνομε. Μέσα όλα ταχτικά. Καθίζομε άνετα και αρχίζομε την κουβέντα. Έχει πολλά να μου πη και έχει ανάγκη να μιλήση. Είναι ερωτευμένος με μιαν ελληνίδα και δε θέλει να φύγη από την Ελλάδα. Να κρύβεται, να κινδυνεύη, μα να τη βλέπη. Μιλά για το κορίτσι του και τελειωμό δεν έχει.
«Μόνο οι έρωτες μας έλειπαν», σκέπτομαι και τον διακόπτω. Του λέω πως είναι αργά, πως αύριο πάλι το μεσημέρι θα του πάω το φαγητό του και θα τα ξαναπούμε. Έτσι μόνο κατορθώνω να τον αφίσω.2
15 Σεπτέμβρη 1941.
Το μεσημέρι τον είδα όπως είχαμε συμφωνήσει. Το βραδάκι τον μετακινήσαμε προς άλλη διεύθυνση.
Είμαι ευχαριστημένη. Κάθε φορά που βοηθούμε άγγλο έχω αυτή την πρόσθετη ικανοποίηση πως απαντούμε κατά κάποιο τρόπο στη βία του κατακτητή. Γιατί, είτε με την απάτη, είτε με την εξέγερση, την απάντηση στη βία τη νιώθουμε σα νόμο ανάγκης.
30 Σεπτεμβρίου 1941
Οι ιταλοί πιάσανε τη Λένα Καραγιάννη και τον άντρα της για απόκρυψη άγγλων. Και οι δυο δεν ομολογούν τίποτα. Κανένα μυστικό δεν ξεφεύγει.
Οι κίνδυνοι παραμονεύουν από απίθανες μεριές. Για να προστατέψωμε τους φίλους μας από τον ίδιο τον εαυτό μας, προσπαθούμε να γνωρίζωμε όσο το δυνατόν λιγώτερα. Ίσα – ίσα αυτά που μας είναι αναγκαία για τη δουλειά μας. Μα η Λένα Καραγιάννη έχει απλωμένη δράση. Με δικό της καΐκι έστελνε στην Αίγυπτο όσους σκόρπιους συμμάχους εμάζευε. Τ’ όνομά της μαθεύτηκε από ακριτομύθια άγγλων.
10 Οχτώβρη 1941
Ο καημένος ο Levesque3, ένας βαθιά πνευματικός άνθρωπος και καλός φίλος, δοκίμασε να φύγη τη φριχτή ώρα της εισβολής των γερμανών. Μα το πλοίο ναυάγησε και κείνος γύρισε πίσω σε κακά χάλια, χωρίς χρήματα, χωρίς ρούχα. Είναι μόνος, αβοήθητος. Πώς θα ζήση, λεπτός και καλλιεργημένος σε μιαν εποχή όπου μόνο οι μαυραγορίτες μπορούν να κερδίσουν τη ζωή τους;
Σκεφθήκαμε να του οργανώσωμε στο σπίτι μας μαθήματα λογοτεχνίας και οι ακροατές κάτι να πληρώνουν.
Για τον πρώτο καιρό είναι μια διέξοδος.
16 Οχτώβρη 1941
Χτες βράδυ είχαμε το πρώτο μάθημα του Levesque. Ήταν μεγάλη επιτυχία. Πήρε ως κεντρικό θέμα τον «Άσωτο Υιό» του Andte Gide και από κει προχώρησε και στην ανάλυση όλων των τρόπων, με τους οποίους άλλοι συγγραφείς έχουν δουλέψει την παραβολή αυτή του Ευαγγελίου. Το σαλόνι, η τραπεζαρία, η βιβλιοθήκη ήταν ασφυχτικά γεμάτα. Περίπου ογδόντα άνθρωποι καθόμαστε πάνω στα τραπέζια, στο γραφείο του Κωστάκη, διπλοπόδι χάμω, και ακούγαμε μαγνητισμένοι.
Άθελα ξαναγυρίζαμε στην παλιά γνώριμη πνευματική ατμόσφαιρα. Οι αποχρώσεις της γνήσιας αισθητικής σκέψης του ομιλητή γαλήνευε μέσα μας το δαίμονα του μίσους και της δράσης που μας κατέχει από την αρχή της σκλαβιάς.
18 Οχτώβρη 1941
Όλο το πρωϊνό το περάσαμε με την Φωτεινή Αργυροπούλου στην Αγία Βαρβάρα. Άγγλοι αβοήθητοι βρίσκονται εκεί σκορπισμένοι σε φτωχά σπίτια. Εκτός από ρούχα και τρόφιμα είχαμε μαζί μας και κάτι φυλλάδια με τις στοιχειώδεις αγγλικές λέξεις μεταφρασμένες στα ελληνικά. Γιατί όλοι αυτοί οι ξένοι φίλοι μας πρέπει να μοιάζουν όσο το δυνατόν λιγώτερο ξένοι.
20 Οχτώβρη 1941
Σήμερα ακούσαμε τα πρώτα ανεπανόρθωτα. Στην Ελευσίνα έγιναν εκτελέσεις ελλήνων. Χτες οι γερμανοί τουφέκισαν τρία παλληκάρια, τον Βαβουράκη τον Πανωλιάσκο και τον Νίκα. Πριν λίγες μέρες είχαν τουφεκίσει και τον Χρήστο Στάμο. Και οι τέσσερες πεθαίνοντας εξομολογούνται στον παπά που τους κοινώνησε το μεγάλο καημό τους. την έννοια τους για τις γυναίκες και τα παιδιά τους που εγκαταλείπουν χωρίς προστάτη.
24 Οχτώβρη 1941
Ο Γιάννης Γιωργάκης ήρθε εκ μέρους του Μακαριωτάτου Δαμασκηνού να μου πη ν’ αναλάβω τις οικογένειες των εκτελεσθέντων. Θα έχω κάθε βοήθεια από την Αρχιεπισκοπή. Θα τους δίνωμε μηνιαίο βοήθημα, ρούχα και τρόφιμα. Το δέχτηκα μ’ ευγνωμοσύνη.
27 Οχτώβρη 1941
Μεγάλη μέρα σήμερα. Σα ν’ ανοίξαμε τα παράθυρα και να πλημμύρισε ήλιος το σπίτι. ο Κωστάκης είχε μάθημα στο Πανεπιστήμιο αύριο, επέτειο της κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου. Δήλωσε όμως στους φοιτητάς πως θα το κάνη σήμερα, αντίθετα προς την εντολή της Κυβέρνησης,4 γιατί την 28 Οκτωβρίου τη θεωρούσε μέρα γιορτής εθνικής.
Έτσι κι έκανε. Το βράδυ μετά το μάθημα όταν γύρισε στο σπίτι πολλά παιδιά τον συνώδευαν. Όλα είχαν μιαν έκφραση θλίψης και περηφάνιας μαζί. Κατασυγκινημένοι από τα λόγια του ένοιωθαν σαν ελεύθεροι σκλαβωμένοι.
Όταν μείναμε μόνοι, για να περάση η ώρα, αποφασίσαμε να βάλωμε τάξη στη βιβλιοθήκη. Εκείνη τη στιγμή χτυπά το κουδούνι της εξώπορτας. Ανοίγω η ίδια. Κάποιος φίλος από την Ασφάλεια μας ειδοποιεί πως έρχονται να συλλάβουν τον Κωστάκη. Μια στιγμή συζητούμε τι πρέπει να γίνη. Είμαστε αναποφάσιστοι. Μα καλύτερα να φύγη από το σπίτι, μια που πίσω απ’ αυτή τη δίωξη είναι ο εχθρός. Φεύγει λοιπόν αμέσως και πάει στου παλιού καλού του φίλου, στου Γιώργου Λάπα.
Σε μισή ώρα χτυπά πάλι η πόρτα. Ανοίγω. Δυο νέοι, ο ένας κάτι μου θυμίζει, ζητούν τον άνδρα μου. Τους λέω πως λείπει. Με ρωτούν πότε θα γυρίση. Απαντώ στις εννιά το βράδυ. Φεύγουν.
Πλησιάζει οχτώ. Τα παιδιά πλαγιάζουν να κοιμηθούν. Η Δέσποινα με την κούκλα της αγκαλιά, η Ντόρα με τον Τέντυ της, την πελώρια αρκούδα της. Γρήγορα βυθίστηκαν στον ύπνο. Στις εννιά χτυπάει πάλι η πόρτα. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι.
-«Ο κ. Τσάτσος;»
-«Δεν είναι εδώ»
Δείχνουν τις ταυτότητές των και λένε: «Ασφάλεια. Θα κάνωμε έρευνα στο σπίτι». και αρχίζουν να ψάχνουν με τους δυνατούς φακούς των παντού. Ψάχνουν στα δωμάτια, στις τουαλέτες, στις αποθήκες. Φωτίζουν επίμονα και τη Ντόρα με τον Τέντυ της. Δεν καταλαβαίνουν ποια είναι αυτή η σκιά κοντά στο παιδί. Ευτυχώς που η Ντόρα κοιμάται βαθιά.
Μετά την έρευνα μου δηλώνουν πως έχουν εντολή ο ένας να εγκατασταθή στο σπίτι, και οι δύο άλλοι να φυλάνε την εξώπορτα.
Πραγματικά οι δυο φεύγουν και ο άλλος ξαπλώνει σε μια βαθειά πολυθρόνα. Η ώρα περνά˙ έντεκα… μεσάνυχτα… Έχω μια νύστα αβάσταχτη.
Ο άνθρωπος που έχει μείνει στο σπίτι μου λέει:
-«Τον γνωρίζω τον κ. Τσάτσο, εγώ τον συνέλαβα και επί Μεταξά»!
Τον κοιτάζω με οίκτο.
-«Μα δεν είσαι πολύ νέος να κάνης συνέχεια αυτή τη δουλειά;» τον ρωτώ.
Δεν μου απαντά˙ , μα σα να ντράπηκε, γιατί σε λίγο ξεκάρφωτα ψιθυρίζει:
-«Πρέπει να κατέβω να ιδώ τι κάνουν οι άλλοι» και εξαφανίζεται.
Κλείνω με ανακούφιση την πόρτα μου και πάω επιτέλους στο κρεββάτι μου.
28 Οχτώβρη 1941
Τέτοιο θρίαμβο εθνικής γιορτής δεν τον έχω ξαναζήσει. Από τις εφτά με ξύπνησαν τα τηλέφωνα που από κείνη τη στιγμή κουδουνίζουν ακατάπαυστα. Οι σημερινές εφημερίδες γράφουν: «Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος απολύεται και στερείται της συντάξεώς του». Το σπίτι γεμίζει από γνωστούς και άγνωστους. Την εξώπορτα την έχω αφήσει ανοιχτή. Πολιτικοί, αξιωματικοί και αξιωματούχοι, κοινοί θνητοί, όλοι είναι εδώ.
Ένας άγνωστος λοχαγός ζητάει να μου μιλήση χωριστά.
-«Μετά το αλβανικό μέτωπο, πρώτη μέρα σήμερα νοιώθω ελεύθερος» μου λέει σιγά. Τα μάτια του είναι θολά από δάκρυα. «Θέλω να σας προσφέρω ό,τι διαθέτω» και βγάζει δειλά από τη τσέπη του μια χρυσή λίρα.
Μια στιγμή χάνω τα λόγια μου, συγκινημένη από το αίσθημα αυτού του ανθρώπου.
-«Τώρα δεν χρειάζομαι τίποτα, αν χρειαστώ…» ψιθυρίζω με φόβο με τον προσβάλω. «Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ αληθινά».
Φωνές ακούγωνται στην οδό Κυδαθηναίων. Τρέχω στο μπαλκόνι. Ο δρόμος έχει μαυρίσει από φοιτητές. Τα παιδιά, αφού καταθέσανε λουλούδια στον Άγνωστο Στρατιώτη, έρχονται κατ’ ευθείαν στην οδό Κυδαθηναίων, κάτω από το σπίτι μας.
-«Θέλομε τον Τσάτσο, θέλομε τον Τσάτσο» φωνάζουν με ρυθμό. «Άλλο θύμα του Άξονα, ο Τσάτσος».
Το τηλέφωνο χτυπά επίμονα. Παίρνω το ακουστικό. Είναι αξιωματικός της Αστυνομίας.
-«Προσπαθήστε να διαλύσετε τους φοιτητάς» μου λέει, «έρχονται οι ιταλοί».
Κατεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα, βγαίνω στο δρόμο και λέω στους νέους: «Το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να συμβή στο δάσκαλό σας, είναι να χτυπηθή ένας από σας. Σας παρακαλώ να διαλυθήτε, να πάτε ήσυχα στα σπίτια σας. Πολύ σύντομα θα είμαστε πάλι όλοι μαζί».
Καταλαβαίνουν και με δυσκολία αρχίζουν να διαλύωνται.5
Ως αργά τη νύχτα το σπίτι είναι ένα προσκύνημα. Οι άνθρωποι της ασφάλειας, φυλάνε πάντα στην οδό Κυδαθηναίων.
2 Νοέμβρη 1941
Ο κόσμος αραίωσε. Χτες δεν ήρθε κανείς. Όλη τη μέρα ήμουν μόνη με τα παιδιά μου και τους μυστικούς που φυλάνε στο δρόμο.
Σήμερα ούτε αυτοί. Πήγα στο Κέντρο Διανομής Πλάκας να μοιράσω γάλα. Δουλειά ωρών γιατί οι γυναίκες είναι πολλές. Πάνω στη φούρια ήρθε η Αντιγόνη6 μια περίφημη κοπέλλα πλακιώτισσα, συνεργάτις μου από την αρχή του πολέμου και μου ψιθύρισε στ’ αυτί.
-«Πηγαίνετε στο σπίτι σας, είναι ανάγκη». Άφησα τα χαρτιά μου στην Κίττη Βαλαωρίτη7 που εργάζονταν πλάι μου και γύρισα στο σπίτι. Τί να ιδώ; Οι άνθρωποι της Ασφάλειας είχαν αναστατώσει τα πάντα. Η Ευδοξία8 έκλαιγε τρέμοντας σε μια γωνιά της τραπεζαρίας. Τα παιδιά μου στο δωμάτιό τους ήταν αμίλητα. Έφεξε το προσωπάκι τους σαν με είδαν. Ξαναβγήκα στο χώλλ. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν μαζευτή γύρω από το τηλέφωνο.
-«Τί θέλετε;» τους είπα, «Δεν έχετε καταλάβει πώς ο Τσάτσος κρύβεται: Είναι η τρίτη έρευνα που μας κάνετε. Γιατί μας ενοχλείτε; Σε ποιόν κάνετε πόλεμο νεύρων; Στα μικρά παιδιά την ώρα που λείπω; Την ώρα που μοιράζομε γάλα στον κόσμο που πεθαίνει της πείνας;».
Ο ένας απ’ αυτούς σηκώθηκε, πήρε το ακουστικό του τηλεφώνου και είπε δυνατά για να με τρομάξη: «Αυτή την υπόθεση πρέπει πια να την αναλάβουν οι ιταλοί».
-«Ίσως να είναι καλύτεροι από σας» απάντησα και τους γύρισα την πλάτη.
4 Νοέμβρη 1941
Κανείς δεν φάνηκε σήμερα. Ούτε καλός, ούτε κακός. Στο Πανεπιστήμιο τα παιδιά εξακολουθούν να φωνάζουν ρυθμικά: «Θέλομε τον Τσάτσο, θέλομε τον Τσάτσο» και να χτυπούν τα πόδια τους και τα θρανία τους.
5 Νοέμβρη 1941
Φρικτή ατμόσφαιρα. Από παντού το αδιέξοδο. Δε θέλω να μιλήσω σε κανένα για μας. Ντρέπομαι για τη σκλαβιά, όπως ντρέπομαι για την ασχήμια.
7 Νοέμβρη 1941
Το πρωί τηλεφώνησε ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός9. Όλες αυτές τις μέρες έλειπε στην Φανερωμένη.10 Μόλις γύρισε και πληροφορήθηκε τα πανεπιστημιακά με κάλεσε στην Αρχιεπισκοπή. Πήγα και τον είδα για πρώτη φορά από κοντά και του εξιστόρησα τα γεγονότα. Με άκουσε με προσοχή και μου είπε.
-«Ο Κωστάκης να μη γυρίση σπίτι του αν δε σου πω εγώ».
Μου έκανε εντύπωση η μεγάλη του ειλικρίνεια και η ταχύτητα και η ασφάλεια της κρίσης του.
15 Νοέμβρη 1941
Ο Δεσπότης μου τηλεφωνεί ταχτικά και πάντα λιγόλογα. «Ο Κωστάκης να μη γυρίση».
18 Νοέμβρη 1941
Σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος μου είπε στο τηλέφωνο γελώντας».
-«Καιρός είναι να πης στον άνδρα σου να μαζευτή στο σπίτι του».
Ο Κωστάκης είναι πάλι εδώ.
20 Νοέμβρη 1941
Ήρθε από τη Σπάρτη ο γιατρός Χρήστος Καρβούνης.11 Τον είδα μ’ ευχαρίστηση κι εμπιστοσύνη. Όλες οι σκέψεις του είναι για την αντίσταση. Ασφαλώς είναι σ’ επαφή με τη Μέση Ανατολή.
Αυτός ο άνθρωπος εξ αρχής μου είχε κάνει εντύπωση. Τον γνώρισα το καλοκαίρι, ένα απόγευμα στο σπίτι του Γιάννη Θεοδωρακόπουλου12 , στο Βασσαρά.13 Μιλήσαμε πολύ εκείνο το δειλινό. Μια αγωνία πλημμύριζε την ψυχή του για την Ελλάδα. Με μαθηματική ακρίβεια όλες οι λύσεις περνούσαν από το νου του. Οργανώσεις, ανταρσία, συνεργασία με τους ελεύθερους έλληνες. Και πάντα κατάληγε στο ίδιο ερώτημα: «Πόσο θα κρατήση ο πόλεμος, πόσο θ’ αντέξη ο τόπος;». είχε ανέβη στο Βασσαρά να επισκεφθή μια βαριά άρρωστη σ’ ένα γειτονικό χωριό. Την άλλη μέρα γυρίζοντας χτύπησε τη μισογκρεμισμένη πόρτα του φτωχού σπιτιού μας. Μα σε κακή κατάσταση˙ αξύριστος, άυπνος, χλωμός.
-«Ολονυχτίς πάλεψα μάταια στο προσκέφαλο αυτής της γυναίκας για να τη σώσω» είπε σιγά. Και συνέχισε να μου μιλά γεμάτος εντυπώσεις για τη νεκρή.
Του πρόσφερα τη μοναδική μας πολυθρόνα και του σερβίρισα φαγητό από τη χύτρα που κρέμονταν στο τζάκι.
-«Εξαντλητική νύχτα» είπα σα να μονολογούσα, για να του δώσω λίγο καιρό να συνέλθη και να βάλη κάτι στο στόμα του. «Μα σαν σκέπτομαι το θάνατο, σαν γνήσια τραγική στιγμή, βλέπω πάντα αγαπημένους που χωρίζονται. Αυτή η γυναίκα δεν είχε κανέναν».
Έγινε μια μακριά σιωπή.
-«Πέρα από αυτό» απάντησε σα να συνέχιζε εκείνος τη σκέψη μου, «ο θάνατος είναι ο μόνος τρόπος ν’ αντικρύσωμε το Θεό. Γι’ αυτό έχομε ανάγκη από μιαν απερίσπαστη γεμάτη πίστη εσώτατη προσοχή. Πρέπει να είμαστε ελεύθεροι από την οδύνη για να δοθούμε ολόκληροι στην εσώτατη αυτή προσοχή».
Σώπασε για λίγο. «Ν’ απαλλάξω τον άνθρωπο απ’ τον πόνο, να εισχωρήση με τη συνείδηση της ζωής στο θάνατο, να εισδύση στο μυστήριο του Θεού», συνέχισε σιγά.
Σε λίγο ήρθε ο αγωγιάτης με το ζώο για να τον κατεβάση στη Σπάρτη. Από τότε δεν τον είχα ξαναδή.
Και σήμερα πάλι εδώ σπίτι μου η ίδια σκέψη τον βασανίζει: «Πόσο θα κρατήση ο πόλεμος, πόσο θ’ ανθέξη ο τόπος;» Σα να είναι ο μόνος έλληνας, ο μόνος υπεύθυνος.
22 Νοέμβρη 1941
Πούλησα το ποδήλατο των παιδιών μια χρυσή λίρα και πήγα στον Ασύρματο ν’ αγοράσω όσπρια. Θάθελα πολύ να βρω και λίγο λάδι και κανένα αυγό.
Κάτι βρώμικοι, αξύριστοι άνθρωποι βγάζουν τα χέρια από την τσέπη και μου δείχνουν, μυστικά, σα ζάρια, μέσα στη φούχτα τους, δείγματα από φασόλια και ρεβύθια. Φορτώθηκα δυο οκάδες φασόλια και δυο οκάδες φάβα και γύρισα σπίτι.
25 Νοέμβρη 1941
Είναι νύχτα. Κρύο, χιονιάς, πείνα.
Τί θα γίνη με την πείνα; Τί θα γίνη με την πείνα των παιδιών;
Έβλεπα το πιο θαυμάσιο όνειρο. Ένα πολύ μακρύ τραπέζι στολισμένο με τα πιο όμορφα φαγητά και γλυκά. Στην κορυφή καθότανε ο μικρός Χριστός και γύρω τα άπειρα ελληνόπουλα. Όλα έτρωγαν με βουλημία και απόλαυση, πασαλειμένα ως τ’ αυτιά. Ανάμεσά τους πολλοί μικροί μου φίλοι, μου έκλεινα το μάτι χαρούμενα.
Ξύπνησα με το αίσθημα πως έβγαινα από τον παράδεισο και βούλιαζα σιγά, ξύπνια, σ’ ένα γνώριμον εφιάλτη. Το δωμάτιό μου είναι παγωμένο. Πεινώ. Ποτέ δε σηκώνομαι από το τραπέζι χορτάτη. Γύρω μου έρχονται όλα τα παιδικά προσωπάκια της Πλάκας, μα όπως είναι στ’ αλήθεια, σκελετωμένα, όλο μάτια. Μάτια γεμάτα απορία, που δε καταλαβαίνουν. Τί να καταλάβουν; Πώς στέρεψε η γη; Πώς στέρεψε η αγάπη; Και είναι πάρα πολλά. Τα γνωρίζω όλα από τους μήνες του πολέμου. Έχω επιστρατέψη τις φίλες μου να μου μαζεύουν και το τελευταίο ψιχουλάκι τροφής. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Η Ειρήνη Τσιμπούκη14 μου φέρνει σε τενεκεδάκια κονσέρβες ό,τι βρίσκει. Και στο σούρουπο, με το φακό στο χέρι, αναζητούμε αυτά τα παιδιά στις σκοτεινές κάμαρες των παλιών σπιτιών, να τους μοιράσωμε ό,τι έχωμε.
Χτες βράδυ ο μικρός Στέφανος Μιχαλόπουλος, στην οδό Θουκυδίδου 10, μοναχός του, ξαπλωμένος στη γωνιά της ερειπωμένης κάμαρας, περίμενε. Μας περίμενε όπως κάθε βράδυ με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα.
Όταν δε γνωρίζεις, μπορείς ίσως να βρης λίγη γαλήνη. Μα όταν έχεις φιλία με το παιδί, αυτή τη φιλία που σου χαρίζει άνετα, και σε εμπιστεύεται, και δε γυρεύει, μα σε κοιτάζει με τα μεγαλωμένα μάτια του και περιμένει. Θεέ μου! Δε χωρεί πια αναβολή, ούτε μέρας ούτε ώρας˙ κάτι πρέπει να γίνη. Πηγαινοέρχομαι στο δωμάτιό μου για να ζεσταθώ και κάθομαι ξανά και γράφω για να πολεμήσω τους εφιάλτες που με κυκλώνουν.
26 Νοέμβρη 1941
Τί θα τις κάνωμε τις μητέρες; Τις βλέπω κάθε μέρα και απελπίζομαι. Είναι τόσες οι ανάγκες τους και ό,τι προσφέρομε είναι ελάχιστο. Σήμερα πάλι ήρθαν όλες στην οδό Βύρωνος.15 Η Δέσποινα Τατσιόγλου με τα τέσσερα παιδιά και τον μικρό τον Στράτο δυο χρονών. Η Άρτεμις Θεοφίλου και αυτή με τέσσερα παιδιά, τα δυο τελευταία μωρά. Κλαίει με απόγνωση γιατί συμπλήρωσαν τα δυο τους χρόνια και χάνουν το γάλα του Ερυθρού Σταυρού. Η Τραμουντάνα, που έχασε τον άνδρα της στη Σωτηρία, με τα πονεμένα της μάτια και την αρρωστιάρικη λαχτάρα για τα δυο αγοράκια της. η Παναγάτου, που το παλληκάρι της, είκοσι χρόνων, πέθανε από οιδήματα κι έτρεμε για τα άλλα τρία μικρότερα. Η Μαγουλιανού με τ’ όμορφο αγοράκι της, που το σφίγγει διαρκώς στην αγκαλιά της, λες και μ’ αυτό τον τρόπο θα το σώση από το κακό. Η Νανάκη, πεντακάθαρη πάντα, με τα τρία μωρά της. Και άλλες, και άλλες και αναρίθμητες άλλες.
Θεέ μου, να ζήσουν τα παιδιά, να μην πεθάνη κανένα.
11 Δεκέμβρη 1941
Το πρωί, στην οδό Βύρωνος, ήρθε και μας βρήκε ένας νέος άνδρας μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά του. Τρομάξαμε σαν είδαμε το μικρό, τις σάρκες του γεμάτες από ανοιχτές πληγές. Τον γνωρίσαμε αμέσως, ήταν ο μικρός ο Καρκατζός. Είχαμε πάει σπίτι τους. θυμόμουνα καλά τη μητέρα του, καθαρή και όμορφη, κι αυτόν και τ’ αδερφάκι του πάντα φροντισμένα.
-«Πώς αφήσατε το παιδί και κατάντησε έτσι;» ρώτησα τρομαγμένη. Τότε ο νέος άντρας ξέσπασε. Θυμός ήταν, λυγμός ήταν, δεν ξέρω.
-«Έφυγε» μου είπε, «άφησε τα δυο παιδιά της κι εξαφανίστηκε».
Κατάλαβα πως οι υποψίες του για την απιστία της γυναίκας τον βασάνιζαν πολύ περισσότερο από την αρρώστια του παιδιού. Όμως ξαφνικά ήμουνα σίγουρη πως η νέα γυναίκα αυτοκτόνησε. Ποιός ξέρει με ποιον τρόπο σκοτώθηκε. Τη θυμάμαι τόσο τρυφερή μητέρα, τόσο περήφανη. Όταν του είπα τη σκέψη μου, ο άντρας έπεσε σε συλλογή. Κρατήσαμε το μικρό. Το πήγαμε στη Ριζάρειο.16
2 Δεκέμβρη 1941
Επί τέλους κατορθώσαμε ν’ ανοίξουμε το συσσίτιο της Πλάκας στην οδό Θουκυδίδου. Προσλάβαμε για μαγείρισα, μια καθαρή και τίμια Πλακιώτισα, τη Στέλα Κάπου. Είναι καλή με τα παιδιά. Χαίρεται να τους ξαναγεμίζη το πιάτο τους.
8 Δεκέμβρη 1941
Οι γερμανοί έκαναν καινούργιο νόμο. «Όποιος κρύβει άγγλους θα τουφεκίζεται».
Τουφέκισαν τον Παναγιώτη Χαρίδη για τροφοδοσία άγγλων. Συλλάβανε και τη Φωτεινή Αργυροπούλου γι’ απόκρυψη του αυστραλού John Richardson.
Ο χώρος δράσεως στενεύει. Όμως έχομε ακόμα πολλούς συμμάχους σκόρπιους, κρυμμένους εδώ κι εκεί. Πρέπει να φύγουν το ταχύτερο. Οι αποστολές στην Αίγυπτο συνεχίζονται πιο συχνές.
Η Αλεξάνδρα Πούμπουρα δούλευε θαυμάσια. Συνόδευε η ίδια τους φίλους μας ως το λιμανάκι όπου το καΐκι ερχόντανε να τους παραλάβη. Τώρα όμως συλλάβανε και την Αλεξάνδρα και τον αδελφό της τον Τάκη. Υποφέρουν μαρτύρια στη φυλακή για να φανερώσουν συνεργάτες τους. ξύλο αλύπητο, κάψιμο με πυρωμένες βέργες και τσιγάρα αναμμένα. Μα κανένα όνομα δεν τους ξεφεύγει.
9 Δεκέμβρη 1941
Δύσκολη μέρα και η σημερινή. Οι ιταλοί συλλάβανε την Κατίνα Δούση. Η ίδια δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον. Είναι πάμφτωχη και μοιάζει ανήμπορη. Κάποιος την έχει προδώσει.
15 Δεκέμβρη 1941
Τα νέα από τη φυλακή δεν είναι καλά. Η Κατίνα περνάει μαύρες ώρες. Κάθε μέρα ανάκριση, κάθε μέρα ξύλο. Πόσο αντέχει ένα κορμί; Και της κάνουν την ίδια πάντα ερώτηση: «Ποιός σε βοηθάει;» Η Κατίνα παίρνει το πιο αποβλακωμένο ύφος και μονολογεί: «Δεν θυμάμαι παιδί μου… δε θυμάμαι παιδί μου…».
18 Δεκέμβρη 1941
Την τελευταία φορά ανάκρινε την Κατίνα ανώτερος ιταλός αξιωματικός. Την κοίταξε καλά. Την τράνταξε, τη μελέτησε, της έκανε μερικές ερωτήσεις και αποφάνθηκε με σιγουράδα για την παθολογική ηλιθιότητα της γυναίκας.
Πού και πού έχομε και λίγη τύχη.
20 Δεκέμβρη 1941
Ήρθαν να με δουν η Λένα Ζάννα και η Άλεξ Μυλωνά. Έχουνε μια καλή ιδέα. Να κάνωμε μια κίνηση μέσα στα πλαίσια της Αρχιεπισκοπής και να ζητούμε από κάθε ελληνικό σπίτι να δίνη ένα πιάτο φαγητό στο ίδιο πάντα παιδάκι που θα του χτυπά κάθε μεσημέρι την πόρτα.17 Αμέσως χωρίς αργοπορία καταστρώσαμε το σχέδιο και ζητήσαμε να δούμε τον Αρχιεπίσκοπο.
21 Δεκέμβρη 1941
Παραμονές Χριστουγέννων. Αποφασίσαμε να ξεγελάσωμε τη στέρηση και τη πίκρα και να ετοιμάσωμε χριστουγεννιάτικο δέντρο για τα παιδάκια της Πλάκας. Δυο δωμάτια του σπιτιού έχουν γίνει σωστό εργαστήρι. Η Δέσποινα και η Ντόρα, μαζί με μερικές συμμαθήτριές των, βάφουν, ράβουν, συγκολλούν, ανανεώνουν όλα τα παιχνίδια τους. και τα δικά τους και όσα έχουν φέρει οι φίλες τους. Τους έδωσα όλα τα αποκόμματα υφασμάτων που είχα, για να τα κάνουν κουβέρτες, στρωματάκια και φουστάνια κουκλών.
29 Δεκέμβρη 1941
Όλα είναι έτοιμα. Κάτω από το δένδρο ο μικρός Χριστούλης μέσα στη φάτνη του φαντάζει αληθινός. Στην τραπεζαρία, το μεγάλο τραπέζι ανοιγμένο, είναι φορτωμένο παιχνίδια. Η κυρία Δρακούλη μας έστειλε μια πιατέλα κουραμπιέδες. Η κυρία Χαρίτου μια πίττα και η Ελένη Ποταμιάνου μελομακάρονα. Το σπίτι γεμίζει από ευτυχισμένα παιδάκια. Τρώνε γλυκά και χαζεύουν τα παιχνίδια. Η Δέσποινα και η Ντόρα και οι φίλες τους, με το παιδικό τους ένστικτο, καταλαβαίνουν αμέσως τις επιθυμίες τους και προσπαθούν να τα ευχαριστήσουν.
31 Δεκέμβρη 1941
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Κλείσαμε αργά το γραφείο της οδού Βύρωνος και κίνησα πια για το σπίτι. Προχωρούσα μέσα στην παγωμένη νύχτα. Το σκοτάδι ήταν πηχτό. Που και που ακούονταν κάτι σαν κλάμα, σαν παράπονο. Φανταζόμουνα σκελετωμένα χέρια να τεντώνονται ζητώντας κάτι, που ήμουνα σε απόλυτη αδυναμία να τους δώσω. Ούτε η πιο μηδαμινή ελπίδα μπορεί να εισχωρήση. Οι γερμανοί θριαμβεύουν παντού. Κι αυτή η πείνα, σαν ομαδική εξόντωση της φυλής, μας σκοτώνει όλους μας.
Βιαζόμουν να φτάσω. Μα ο φακός μου είχε χαλάσει και όλο και μπερδευόμουνα σε ανύποπτα εμπόδια… σ’ ένα λάκκο… σ’ ένα κορμό ξυλιασμένου δένδρου…
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η Mrs. Richardson ήταν αγγλίδα εγκατεστημένη στην Αθήνα από τα προπολεμικά χρόνια, πολύ γνωστή για τα θαυμάσια υφαντά της.
2. Λίγο αργότερα έγιναν οι γάμοι του στο σπίτι του Ναυάρχου Αλέκου Λεβίδη.
3. Robert Levesque γάλλος συγγραφές. Μεγάλος φιλέλλην. Έχει μεταφράσει Σικελιανό και Σεφέρη.
4. Και η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου είχε τοιχοκολλήσει ανακοίνωση πως η 28η Οκτωβρίου δεν είναι εξαιρετέα και όλα τα μαθήματα θα γίνουν.
5. Από τα παιδιά αυτά οι ιταλοί πιάσανε εφτά, τους πιο ζωηρούς, που, αφού τους δείρανε για να τους αποσπάσουν ομολογίες εις βάρος του Κ. Τσάτσου, τους άφησαν μετά τρεις ημέρες ελεύθερους.
6. Η Αντιγόνη Καρτσιβάνη. Παντρεύτηκε αργότερα τον κ. Θεόδωρο Καλλιβρούση.
7. Φίλη μου και αδελφή του Ερυθρού Σταυρού εντεταλμένη για τη διανομή του γάλακτος στην Πλάκα.
8. Η κοπέλλα που εργαζότανε στο σπίτι μας.
9. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός είχε μεγάλο σύνδεσμο με τον Θεμιστοκλή Τσάτσο.
10. Μοναστήρι στη Σαλαμίνα.
11. Ο Χρήστος Καρβούνης ήταν γιατρός χειρουργός. Σπούδασε οχτώ χρόνια στη Γερμανία και είχε δική του κλινική στη Σπάρτη. Συνεργάστηκε με τη Μέση Ανατολή και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.
12. Ο Γιάννης Θεοδωρακόπουλος, φίλος και εξαιρετικός άνθρωπος, είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
13. Βασσαράς, μικρό χωριό πάνω στον Πάρνωνα, κοντά στη Σπάρτη.
14. Η Ειρήνη Τσιμπούκη, αδερφική φίλη μου, από τις πιο αξιόλογες ελληνίδες για το μυαλό της, τη μόρφωσή της και τη μεγάλη καρδιά της.
15. Στην οδό Βύρωνος είναι το γραφείο μας του ΕΟΧΑ.
16. Η Ριζάρειος είχε γίνει νοσοκομείο για μικρά παιδιά. Ο μικρός Καρκατζός έγινε καλά και τον δώσαμε σε τροφό.
17. Την κίνηση αυτή την ονομάσαμε «Ζωή στο παιδί». Η Κεντρική Επιτροπή απαρτίζονταν από τις Κυρίες: Ρίτα Λιάμπεη, Γραμματέα, τις κυρίες Ειρήνη Τσιμπούκη, Άλεξ Μυλωνά, Έλση Χρυσικοπούλου και τις τότε Δίδες Λένα Ζάννα, Μιράντα Οικονόμου, Πανδώρα Παπαδάτου, Μαρίκα Σαράντη συμβούλους και Πρόεδρο την Ιωάννα Τσάτσου.
Από το βιβλίο: “Φύλλα Κατοχής: Ημερολόγιο”, της Ιωάννας Τσάτσου. Εκδόσεις: ΕΣΤΙΑ
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.