Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Τω αυτώ μηνί (Μαρτίω) Θ΄, μνήμη των Αγίων μεγάλων τεσσαράκοντα Μαρτύρων, των εν Σεβαστεία τη πόλει μαρτυρησάντων.
Πληρούμεν υστέρημα σου Σώτερ πάθους,
Τεσσαράκοντα συντριβέντες τα σκέλη.
Αμφ’ ενάτην εάγη σκέλε ανδρών τεσσαράκοντα.
Ούτοι οι Άγιοι τεσσαράκοντα Μάρτυρες εκατάγοντο μεν, από διαφόρους πατρίδας. Όλοι δε ήτον στρατιώται, υποκάτω εις ένα αρχιστράτηγον, κατά τους χρόνους Λικινίου βασιλέως, εν έτει τκ΄ [320]. Πιασθέντες δε διά την εις Χριστόν πίστιν και εξετασθέντες, πρώτον μεν φορούν αλυσίδας και δεσμά και παραδίδονται εις την φυλακήν, έπειτα δε κτυπώνται με πέτρας εις τα πρόσωπα και εις τα στόματα. Αι δε πέτραι ριπτόμεναι, δεν εκτύπουν τους Μάρτυρας, αλλά γυρίζουσαι οπίσω, εκτύπουν εκείνους, οπού τας έρριπτον. Έπειτα εις ένα καιρόν, οπού έγινε ψύχρα και πάγος πολύς, και μάλιστα εις την χώραν της Σεβαστείας, ήτις έχει ξεχωριστήν ψύχραν από λόγου της, εις ένα λέγω τοιούτον ψυχρότατον καιρόν, εκαταδικάσθησαν οι μακάριοι ούτοι Μάρτυρες, να βαλθούν γυμνοί μέσα εις την λίμνην της πόλεως. Επειδή δε ένας από τους τεσσαράκοντα μικροψυχήσας, επήγεν εις το λουτρόν, το οποίον ήτον εκεί κοντά αναμμένον, και παρευθύς οπού του εκτύπησεν η θέρμη του λουτρού διελύθη, διά τούτο ο φύλαξ, οπού εφύλαττεν έξω, βλέπωντας τούτο, εμβήκε μόνος του εις την λίμνην, και αντί εκείνου του λειποτάκτου, κατέστησε τον εαυτόν του μετά των Αγίων Μαρτύρων. Παρεκινήθη δε εις τούτο εξ αιτίας τοιαύτης. Πρό του να υπάγη εις το λουτρόν ο ολιγόψυχος εκείνος, είδεν ο φύλαξ ένα ουράνιον φως, οπού επερικύκλονε τους Αγίους Μάρτυρας. Ομοίως είδε και στεφάνους λαμπρούς οπού ήτον επάνω εις τας κεφαλάς του καθ’ ενός. Ένας δε μόνον από αυτούς, έμεινεν αστεφάνωτος. Όρα και τον Μέγαν Βασίλειον εν τω εις τους τεσσαράκοντα τούτους Μάρτυρας εγκωμίω λέγοντα, ότι πρό του να εύγη ο ολιγόψυχος εκείνος από την λίμνην, είδεν ο φύλαξ τα ανωτέρω. Ούτω γαρ φησιν· «Ως δε, οι μεν, ηγωνίζοντο, ο δε, επετήρει το εκβησόμενον, είδε θέαμα ξένον, δυνάμεις τινάς εξ Ουρανού κατιούσας, και οίον παρά βασιλέως δωρεάς μεγάλας διανεμούσας τοις στρατιώταις. Αί, τοις μεν άλλοις πάσι, διήρουν τα δώρα. Ένα δε μόνον, αφήκαν αγέραστον, ανάξιον κρίνασαι των Ουρανίων τιμών. Ος ευθύς προς τους πόνους απαγορεύσας, προς τους εναντίους απηυτομόλησε». Σημείωσαι, ότι εκ του εγκωμίου τούτου του προς τους τεσσαράκοντα του Μεγάλου Βασιλείου, αυτολεξεί είναι ερανισμένα και τα τρία σχεδόν τροπάρια του εσπερινού των Αγίων: ήγουν το «Φέροντες τα παρόντα γενναίως» και τα λοιπά. Και τούτο δε σημείωσαι, ότι εν τω δοξαστικώ των αποστίχων, (όρα κατωτέρω), τω περιέχοντι τα ονόματα των Αγίων τεσσαράκοντα, αριθμούνται ονόματα τριάντα εννέα, και ουχί τεσσαράκοντα. Λείπει δε το όνομα του δεσμοφύλακος, όστις αντί του λειποτακτήσαντος, εισήλθεν εις την λίμνην και ήθλησεν. Ωνομάζετο δε, Αγλάϊος, ως εν τω κατά πλάτος Βίω των Αγίων αναφέρεται. Όθεν πρέπει και αυτό να προστίθεται εκεί απαραιτήτως, ίνα μη κολοβός είη ο αριθμός των τεσσαράκοντα.
Όταν δε εξημέρωσεν, επειδή οι Άγιοι, ήτον μεν λειποθυμισμένοι, ακόμη δε ήτον ζωντανοί, διά τούτο ετζακίσθησαν εις τα σκέλη, και ούτω παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον τους αμαράντους στεφάνους του μαρτυρίου. Πολλά δε επιθυμητός ήτον εις τους τότε Χριστιανούς ο υπέρ Χριστού θάνατος, και δήλον εκ τούτου. Ένας γαρ Μάρτυς από τους τεσσαράκοντα, νέος κατά την ηλικίαν, Μελίτων κατά το όνομα, δεν είχεν αποθάνη. Όθεν ο τύραννος επρόσταξε να μη τζακίσουν τα σκέλη του, αλλά να τον αφήσουν απείρακτον, νομίζωντας, ότι με το να ήτον νέος και δυνατός εις το σώμα, έχει να ζήση, ίσως δε και να μεταστραφή από την πίστιν του Χριστού. Όθεν βλέπουσα αυτόν η μήτηρ του ακόμη ζωντανόν, και φοβουμένη, μήπως διά το νεαρόν και φιλόζωον δειλιάση, και ευρεθή ανάξιος της τιμής και τάξεως των συστρατιωτών του, διά τούτο έστεκε κοντά εις τον υιόν της και εκτείνουσα τας χείράς της εις αυτόν, με σχήμα, και με βλέμμα, και με κάθε λογής τρόπον εσπούδαζε να εμβάση θάρρος και ανδρίαν εις την καρδίαν του. Τέκνον εμοί γλυκύτατον, λέγουσα, τέκνον ήδη του Ουρανίου Πατρός. Ολίγον ακόμη υπόμεινον, διά να γένης τέλειος Μάρτυς Χριστού, μη φοβηθής τας βασάνους, ιδού αοράτως παραστέκεται ο Χριστός βοηθός. Ακόμη ολίγον τέκνον μου, και πλέον δεν θέλεις λάβης κανένα λυπηρόν, ούτε κανένα επίπονον. Όλα τα βάσανα επέρασαν, όλα τα δεινά ενίκησας με την ανδρίαν σου. Χαρά θέλει σε δεχθή μετά ταύτα, ηδονή, άνεσις, ευφροσύνη, άλλα αγαθά, τα οποία θέλεις απολαύσεις, συμβασιλεύωντας με τον Χριστόν, και πρεσβευτής γενόμενος εις αυτόν διά εμέ την μητέρα σου.
Επειδή δε είδεν η φιλόθεος μήτηρ, ότι οι στρατιώται έβαλαν τα λείψανα των Αγίων επάνω εις τας αμάξας, τον δε υιόν της αφήκαν, με ελπίδα ίσως και ζήση, τούτου χάριν η καλή και ανδρεία μήτηρ, νομίσασα την ζωήν ταύτην του υιού της, ότι είναι περισσότερον θάνατος, παρά ζωή, εκαταφρόνησε μεν την ασθένειαν της γυναικός, αλησμόνησε δε και τα σπλάγχνα τα μητρικά, και σηκώσασα τον υιόν της επάνω εις τους ώμους της, ηκολούθει οπίσω εις τας αμάξας μεγαλοψύχως. Επληροφορείτο γαρ η μακαρία, ότι τότε θέλει ιδή ζωντανόν τον υιόν της, όταν τον ιδή διά τον Χριστόν αποθαμμένον. Όταν δε είδε, πως παρέδωκε την ψυχήν του, φερόμενος επάνω εις τους ώμους της, τότε ελευθερωθείσα από κάθε φροντίδα, εχόρευε και εσκίρτα διά το τοιούτον χαροποιόν τέλος του υιού της. Όθεν φέρουσα το λείψανόν του έως εις τον τόπον, οπού ήτον τα άλλα λείψανα των Αγίων, εκεί απέθεσε το φίλτατον τέκνον της, και με τους άλλους συστρατιώτας τούτο εσυναρίθμησεν, ίνα μηδέ το σώμά του χωρισθή από τα σώματα των Αγίων, με τας ψυχάς των οποίων εσπούδαζε να συναριθμήση και την ψυχήν του υιού της.
Ανάψαντες δε οι στρατιώται μεγάλην πυρκαϊάν, κατέκαυσαν τα σώματα των Αγίων. Έπειτα ει τι έμειναν, τα έρριψαν εις τον ποταμόν, φθονούντες να μη λάβουν αυτά οι Χριστιανοί. Αλλ’ όμως κατά θείαν οικονομίαν, εσυνάχθησαν τα άγια λείψανα εις ένα κρημνόν του ποταμού, τα οποία πέρνοντές τινες Χριστιανοί, εχάρισαν αυτά εις τους Ορθοδόξους πλούτον ασύλητον. Τελείται δε των τεσσαράκοντα τούτων η Σύναξις και εορτή, εις τον αγιώτατον και μαρτυρικώτατον αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον κοντά εις το Χάλκινον τετράπυλον. (Όρα τον κατά πλάτος Βίον αυτών εις τον Νέον Θησαυρόν.)
Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έχει εις τους τεσσαράκοντα και ο Nύσσης Γρηγόριος, καί ο Αστέριος Επίσκοπος Αμασείας, είναι δε ελληνικά. Το δε εγκώμιον του Μεγάλου Βασιλείου, μετεφράσθη μεν παρ’ άλλου εις το απλούν, εδιωρθώθη δε, παρ’ εμού. Ευρίσκονται δε πάντα εις την Ιεράν και βασιλικήν Μονήν του Ξηροποτάμου. Και τούτο δε σημείωσαι, ότι έν τινι χειρογράφω βιβλίω του Τυπικαρείου της των Ιβήρων Μονής, ευρίσκεται εις Κανών παρακλητικός, προς τους τεσσαράκοντα. Εν δε τη Λαύρα και εν τη Μονή των Ιβήρων σώζεται και το ελληνικόν των τεσσαράκοντα Μαρτύριον, ου η αρχή· «Είχε μεν των Ρωμαίων σκήπτρα Λικίνιος». Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα ευρίσκεται έτι διήγησις περί αυτών και των ονομάτων αυτών, ης η αρχή· «Kατά τους καιρούς Λικινίου του βασιλέως, ην διωγμός μέγας των Χριστιανών». Έχει δε και εγκώμιον εις αυτούς ο Άγιος Εφραίμ, ου η αρχή· «Εικόνα μαρτυρικήν διαγράψαι βούλομαι». (Τόμ. β΄ της εν Ρώμη εκδόσεως.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ουρπασιανού.
* Ουρπασιανός ρίπτει μεν την χλαμύδα,
Καταισχύνει δε ασεβών βασιλείαν.
Ο΄ταν ο ασεβέστατος Μαξιμιανός έλαβε την βασιλείαν εν έτει σοη΄ [278], τότε ετυράννει όλην την περίχωρον της Νικομηδείας, διάπυρος υπερασπιστής των ειδώλων γενόμενος. Τούτου λοιπόν τον θυμόν άναψαν κατά των Χριστιανών, ωσάν μίαν μεγάλην πυρκαϊάν, οι τούτου ομόφρονες και συντράπεζοι Έλληνες. Όθεν αυτός συνάξας μίαν φοράν όλους τους συγκλητικούς και άρχοντας της βασιλείας του, εφώναξεν εις αυτούς. Όποιος από εσάς έπεσεν εις την κακίστην θρησκείαν των Χριστιανών, και δεν θέλει να επιστρέψη προς τους ευμενείς ημών θεούς, και τούτους να εξιλεώση με την μετάνοιαν, ούτος ας ευγάλη την αξιωματικήν ζώνην οπού φορεί, και ας φύγη από το βασιλικόν παλάτιον και από την πόλιν ταύτην. Επειδή η πόλις αύτη θεούς μεγάλους λατρεύει από τους προγόνους της, και όχι Θεόν ένα εσταυρωμένον.
Τότε λοιπόν τότε, φόβος και τρόμος έπεσεν εις όλους τους πιστεύοντας εις τον Χριστόν. Και τότε ήτον να ιδή τινας αληθώς, πως εγυμνάζετο και εδοκιμάζετο ωσάν το χρυσάφι εις το πύρ, η εις τον Χριστόν πίστις και ευσέβεια. Διότι άλλοι μεν από τους Χριστιανούς, έφευγον και εκρύπτοντο, άλλοι δε, επαραδίδοντο εις τα βάσανα. Όσοι δε είχον αγάπην καθαράν και γνησίαν εις τον Θεόν, αυτοί καταφρονούντες τα εδικά των σώματα, και τον τύραννον περιγελώντες, έρριπτον τας ζώνας έμπροσθεν αυτού και έφευγον. Τότε λοιπόν και ο μεγαλόφρων ούτος και αδαμάντινος κατά την ψυχήν Ουρπασιανός, παρασταθείς ενώπιον του βασιλέως και όλης της συγκλήτου, έρριψε την εδικήν του χλαμύδα και ζώνην, ειπών. Επειδή βασιλεύ, εγώ σήμερον στρατεύομαι τω επουρανίω και αθανάτω Βασιλεί, τω Κυρίω μου Ιησού Χριστώ, λάβε την ζώνην και την τιμήν και την δόξαν. Προσωρινή γαρ αύτη είναι, και εις ουδέν χρησιμεύει.
Ταύτα αιφνιδίως ειπόντος του Ουρπασιανού, ακούσας ο Μαξιμιανός, αλλοιώθη κατά τον νούν, και εις πολλήν ώραν έμεινεν άφωνος. Έπειτα τρίψας τους οφθαλμούς του, και βλέπωντας με στραβόν ομμάτι τον Μάρτυρα, εφώναξεν άγρια ωσάν ανήμερον θηρίον, και είπε προς τους παρεστώτας. Κρεμάσατε τούτον τον αλιτήριον, και τας σάρκας αυτού καταξεσχίσατε με τα βούνευρα. Τούτου δε γενομένου παρευθύς, κατεξεσχίζετο εις πολλάς ώρας με τα βούνευρα ο του Χριστού γενναίος αγωνιστής, ο οποίος τους οφθαλμούς του έχων τεντωμένους εις τον Ουρανόν, επροσηύχετο, χωρίς να λυπήται ολότελα. Ύστερον δε εκατέβασαν τον Άγιον από τον μηχανικόν μάγγανον. Τότε λέγει προς τους υπηρέτας ο τύραννος, ρίψατε τούτον μέσα εις σκοτεινήν φυλακήν, και εκεί τούτον καταξηράνατε, έως ου να στοχασθώ με ποίον θάνατον να τον αφανίσω. Ο δε Μάρτυς μέσα εις την φυλακήν ευρισκόμενος, έχαιρε και ευφραίνετο, και τας προσευχάς του τω Κυρίω απέδιδεν.
Ο δε ασεβής βασιλεύς κατεσκεύασεν ένα όργανον τιμωρητικόν, τούτο δε ήτον ένα κλουβί σιδηρένιον. Αφ’ ου δε εύγαλε τον Άγιον από την φυλακήν, επρόσταξε να τον βάλουν μέσα εις το κλουβί, και να κρεμάσουν αυτό υψηλά. Τούτου λοιπόν γενομένου, εκρέμετο ο Άγιος από τα δύω χέρια, και εφόρει το σιδηρένιον κλουβί εις όλον το σώμά του. Είτα επρόσταξεν ο τύραννος να ανάψουν λαμπάδας, και με αυτάς να κατακαίουν τον Άγιον άσπλαγχνα. Τόσον δε κατεκαύθη από τας λαμπάδας ο αθλητής, έως οπού αι σάρκες του ανέλυσαν και έτρεχον εις την γήν, ωσάν να ήτον κηρίον, και ούτως εζυμώθησαν με το χώμα της γης, ωσάν λεπτός κονιορτός. Έτζι ο του Χριστού Μάρτυς προσευχόμενος και αναλυόμενος, εγέμισε τον αέρα από μυρεψικήν ευωδίαν, και ανέβη ως αστήρ φαεινός προς τον Κύριον, διά να λάβη της νίκης τον στέφανον, καθώς μερικοί Χριστιανοί ηξιώθησαν να ιδούν αυτόν, πως ανέβαινεν εις τους Ουρανούς με τοιαύτην λαμπρότητα. Ο δε ασεβής και άθλιος Μαξιμιανός, μένωντας ακόμη εις την μανίαν του, επρόσταξε να συμμαζωχθή επιμελώς η γη εκείνη, εις την οποίαν έπεσον αι σάρκες του Αγίου, ομοίως και τα κόκκαλά του, και ταύτα να σκορπισθούν μέσα εις την θάλασσαν, έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του.
Το Συναξάριον του Αγίου Ουρπασιανού γράφεται ατάκτως εν τοις Μηναίοις κατά την δεκάτην τρίτην του παρόντος. Όθεν εγράφη εδώ ευτάκτως, όπου και η μνήμη του εορτάζεται.
**
Ο Άγιος Καισάριος, ο αδελφός Γρηγορίου του Θεολόγου, εν ειρήνη τελειούται.
Ο Γρηγορίου προς νεκρόν Καισαρίου,
Γλώττης χαλινοί της εμής λόγους λόγος.
Σημείωσαι, ότι όχι μόνον ο Θεολόγος Γρηγόριος, λόγον επιτάφιον έπλεξεν εις την κορυφήν του Καισαρίου, αλλά και αυτός ο Καισάριος ερωταποκρίσεις τινάς συνέγραψεν, εξ ων μερικαί φέρονται τετυπωμέναι εν τω τέλει της Βίβλου Αναστασίου του Σιναΐτου, της καλουμένης Οδηγού. Αι δε άλλαι ετυπώθησαν εν τη Βιβλιοθήκη των Πατέρων.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Πάππος και Μάμμη, πατήρ και μήτηρ και δύω τέκνα, ξίφει τελειούνται.
Διά ξίφους ήθλησε συγγενές γένος,
Η παππόμαμμος πατρομητροτεκνία.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
* * *
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Υμνολογική εκλογή.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ
Δοξαστικόν των αποστίχων. Ήχος πλ. β’.
Εν ωδαίς ασμάτων ευφημήσωμεν πιστοί, τους αθλοφόρους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας, και προς αυτούς μελωδικώς, εκβοήσωμεν λέγοντες” Χαίρετε Αθλοφόροι του Χριστού, Ησύχιε Μελίτων, Ηράκλειε Σμάραγδε και Δόμνε, Ευνοϊκέ Ουάλη και Βιβιανέ, Κάνδιδε και Πρίσκε. Χαίρετε Θεόδουλε Ευτύχιε και Ιωάννη, Ξανθία Ηλιανέ Σισίνιε, Κυρίων Αγγία, Αέτιε και Φλάβιε. Χαίρετε Ακάκιε Εκδίκιε, Λυσίμαχε Αλέξανδρε, Ηλία και Γοργόνιε, Θεόφιλε Δομετιανέ, και θείε Γάϊε και Γοργόνιε. Χαίρετε Ευτυχές και Αθανάσιε, Κύριλλε και Σακερδών, Νικόλαε και Ουαλέριε, Φιλοκτήμον, Σεβηριανέ Χουδίων και Αγλάϊε. Ως έχοντες παρρησίαν, προς Χριστόν τον θεόν ημών, Μάρτυρες παναοίδιμοι, Αυτόν εκτενώς πρεσβεύσατε, του σωθήναι τους εν πίστει εκτελούντας, την πανσέβαστον μνήμην υμών.
Ελάτε με ωδές και ύμνους να δοξάσουμε, πιστοί, και να σκορπίσουμε παντού την καλή φήμη των αγίων τεσσαράκοντα μαρτύρων, που αγωνίσθηκαν και νίκησαν, ψάλλοντας προς αυτούς τα εξής: Χαίρετε, Αθλοφόροι του Χριστού, Ησύχιε Μελίτων, Ηράκλειε Σμάραγδε και Δόμνε, Ευνοϊκέ Ουάλη και Βιβιανέ, Κάνδιδε και Πρίσκε. Χαίρετε Θεόδουλε Ευτύχιε και Ιωάννη, Ξανθία Ηλιανέ Σισίνιε, Κυρίων Αγγία, Αέτιε και Φλάβιε. Χαίρετε Ακάκιε Εκδίκιε, Λυσίμαχε Αλέξανδρε, Ηλία και Γοργόνιε, Θεόφιλε Δομετιανέ, και θείε Γάϊε και Γοργόνιε. Χαίρετε Ευτυχές και Αθανάσιε, Κύριλλε και Σακερδών, Νικόλαε και Ουαλέριε, Φιλοκτήμον, Σεβηριανέ Χουδίων και Αγλάϊε. Έχοντας θάρρος ενώπιον του Χριστού και Θεού μας, μάρτυρες ένδοξοι, συνεχώς να πρεσβεύετε προς Αυτόν , για όλους όσοι με πίστη εκτελούν την μνήμη σας, που αξίζει να γίνεται σεβαστή από όλους.
Απολυτίκιον. Ήχος α’.
Τας αλγηδόνας των Αγίων, ας υπέρ Σου έπαθον, δυσωπήθητι Κύριε, και πάσας ημών τας οδύνας, ίασαι φιλάνθρωπε, δεόμεθα.
Φιλάνθρωπε Κύριε, δέξου τις ικεσίες, που με θέρμη Σου προσφέρουν οι μάρτυρές Σου δείχνοντας συγχρόνως τους πόνους που υπέφεραν κατά τα μαρτύριά τους, και θεράπευσε και τις δικές μας οδύνες και συμφορές Σε παρακαλούμε.
Έτερον. Ήχος γ’. θείας πίστεως. Γερασίμου.
θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δήμος ώφθητε, τροπαιοφόρος, Αθλοφόροι Χριστού Τεσσαράκοντα’ δια πυρός γαρ και ύδατος έν¬δοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρώς εδοξάσθητε. Αλλ’ αιτήσασθε Τριάδα την υπερούσιον, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Σας συγκέντρωσε το Θείο και Αγιο Πνεύμα και παρουσιασθήκατε σαν δήμος ολόκληρος, που αγωνίσθηκε και νίκησε, μάρτυρες τεσσαράκοντα, αθλοφόροι του Χριστού. Σεις ένδοξοι, περάσατε μέσα από τη φωτιά και το παγωμένο νερό, δοκιμασθήκατε και δοξασθήκατε με τα μαρτύριά σας. Αλλά τώρα παρακαλέσετε την Υπερούσιο Αγία Τριάδα να χαρίσει και σε μας το μέγα έλεος.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Μετά την α’ Στιχολογίαν, Κάθισμα. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.
Το σεπτόν στερέωμα, της Εκκλησίας, ως αστέρες μέγιστοι, καταλαμπρύνετε αεί, και τους Πιστούς καταυγάζετε, Μάρτυρες θείοι, Χριστού Τεσσαράκοντα.
Σαν αστέρες του μεγαλυτέρου μεγέθους, λαμπρύνετε πάντα σε υπέρτατο βαθμό το αξιοσέβαστο στερέωμα της εκκλησίας. Παρομοίως φωτίζετε και τους πιστούς με το όμορφο φως της αυγής, μάρτυρες θείοι του Χριστού τεσσαράκοντα.
Μετά την β’ Στιχολογίαν, Κάθισμα. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Ανδρειοτάτω λογισμώ υπελθόντες, την μαρτυρίαν θαυμαστοί Αθλοφόροι, δια πυρός και ύδατος διήλθετε, και διεβιβάσθητε, σω¬τηρίας προς πλάτος, κλήρον κομισάμενοι, ουρανών βασιλείαν’ εν ή ποιείσθε τας υπέρ ημών, θείας δεήσεις, σοφοί Τεσσαράκοντα.
Με γενναιότατο και ανδρείο λογισμό υπομείνατε το μαρτύριο, θαυμαστοί μάρτυρες, για χάρη του Χριστού! Έτσι, περάσατε από τη φωτιά και το παγωμένο νερό και φθάσατε στον ανοιχτό ορίζοντα της σωτηρίας, κληρονομώντας την ουράνιο βασιλεία σαν βραβείο. Εκεί τώρα για μας παρακαλείτε με θείες δεήσεις, σοφοί τεσσαράκοντα.
Κάθισμα. Ήχος πλ. δ’. Την Σοφίαν.
Τω Χριστώ στρατευθέντες μαρτυρικώς, τον εχθρόν καθελόντες αθλητικώς, έργοις επληρώσατε, του Προφήτου τα ρήματα” δια πυρός γαρ και ύδατος, γενναίως διήλθετε, αναψυχήν ευράμενοι, ζωήν την αιώνιον’ όθεν και στεφάνους, ουρανόθεν λαβόντες, χοροίς συνευφραίνεσθε, Ασωμάτων μακάριοι. Αθλοφόροι πανεύφημοι, πρεσβεύ¬σατε Χριστώ τω θεώ, των πταισμάτων, άφεσιν δωρήσασθαι, τοις εορτάζουσι πόθω, την αγίαν μνήμην υμών.
Στρατευθήκατε στο πλάι του Χριστού με το μαρτύριο, αφού είχατε ήδη ως στρατιώτες νικήσει στους πολέμους τους εχθρούς. Εκπληρώσατε μάλιστα του προφήτου τα λόγια. Διότι αφού περάσατε με γενναιότητα μέσα από τη φωτιά και το παγωμένο νερό, φθάσατε στην αναψυχή και ευχαρίστηση πετυχαίνοντας ευρήκατε την αιώνια ζωή, παίρνοντας σαν βραβείο τα στεφάνια σας από τον ουρανό! Τώρα λοιπόν ευφραίνεστε μαζί με τους χορούς των ασωμάτων αγγέλων, μακάριοι. Αθλοφόροι πανένδοξοι, πρεσβεύσατε στον Χριστό και Θεό να χαρίσει άφεση αμαρτιών σε όσους με π΄΄οθο εορτάζουν την αγία μνήμη σας.
Δόξα, των Αγίων. Ήχος β’.
Την λίμνην ως Παράδεισον, και το κρύος ως καύσωνα, οι Μάρτυ¬ρες ηγήσαντο, Χριστέ ο θεός” ουκ έπτηξαν τον λογισμόν, αι των Τυράννων απειλαί’ ουκ εδειλίασαν οι γενναίοι, των βασάνων Τας προσβολάς, όπλον θείον κεκτημένοι τον Σταυρόν. Δι’ αυτού γαρ τον εχθρόν, ως κραταιοί ετροπώσαντο’ όθεν και τον στέφανον εκομίσαντο της χάριτος.
Οι μάρτυρες θεώρησαν την λίμνη σαν παράδεισο και το παγωμένο κρύο σαν καύσωνα, Χριστέ Θεέ μας. Δεν φόβισαν τον λογισμό τους οι απειλές των τυράννων, δεν δείλιασαν μπροστά στις προσβολές των βασανιστηρίων, έχοντας οι γενναίοι σανόπλο τους τον σταυρό. Με αυτόν οι δυνατοί νίκησαν τον εχθρό και έλαβαν ως βραβείο τον στέφανο της χάριτος του Θεού.
Απόδοση, Μοναχής Θεοδοσίας.
Πατήστε εδώ για να «κατεβάσετε» τον Παρακλητικό Κανόνα εις τους Αγίους Τεσσαράκοντα, σε rar μορφή.
Παράβαλε και:
Του Οσίου Πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου – ομιλία δεκάτη-ενάτη, ΕΙΣ ΤΟΥΣ Αγίους τεσσαράκοντα Μάρτυρας.
Αγίου Ρωμανού του Μελωδού – Κοντάκιον Των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.