Ο αξιομίμητος Κωνσταντίνος Σωτηρίου.

Ο πασίγνωστος στα μέρη του “Παππούς”, ήταν μοναχογυιός του Βορειοηπειρώτη από την Κορυτσά Δημητρίου και της Ελένης, κάτοικος Ιερισσού. Γεννήθηκε το 1880. Ο πατέρας του εργαζόταν στο Άγιον Όρος. Σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανός από μητέρα. Τον εφρόντιζε μία θεία του. Είχε και έναν αδελφό ο οποίος εκοιμήθη σε ηλικία πέντε ετών.
Μία ημέρα αρρώστησε με υψηλό πυρετό. Ήταν μικρό παιδί, μόνο του στο σπίτι• πήγε να πιή νερό και η στάμνα ήταν άδεια. Ξάπλωσε, έκλαιγε με λυγμούς και έλεγε: «Γιατί να μην έχω και εγώ την μανούλα μου;», ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου». βλέπει έναν ιερέα με πετραχήλι να του χαμογελά και να τον χαϊδεύη στο μέτωπο. Του λέει ο μικρός:
-Ποιος είσαι εσύ, δεν είσαι δικός μας ιερέας• τους ξέρω όλους.
-Σωστά λες, Κωνσταντή. Εγώ είμαι αυτός, και του έδειξε την εικόνα του άγιου Νικολάου που είχαν στο σπίτι. Η μητέρα του ευλαβείτο πολύ τον Άγιο. Ο μικρός λέει:
-Αυτός είναι ο άγιος Νικόλαος, μου έλεγε η μητέρα μου.
-Ναι, εγώ είμαι ο άγιος Νικόλαος και ήρθα για να σε βοηθήσω, μη κλαις.
-Έχω πυρετό και διψώ αλλά η στάμνα δεν έχει νερό.
-Σήκω να δης, η στάμνα είναι γεμάτη νερό. Απόρησε ο μικρός που την είδε γεμάτη. Ήπιε νερό, αμέσως έπεσε και ο πυρετός.
-Αχ, είμαι καλά.
-Ναι, Κωνσταντή, και τώρα θα έλθει η θεία σου, θα σου φέρει να φας και θα πας να παίξης με τα άλλα παιδάκια που παίζουν έξω. Θα ανάβεις το κανδήλι και όποτε με χρειάζεσαι θα με φωνάζεις• εγώ θα έρχομαι να σε βοηθώ. Και τον έχασε από εμπρός του. Όπως ήρθε ξαφνικά έτσι και έφυγε.
Τον χειμώνα έμενε μόνος στο χωριό για να πηγαίνη στο σχολείο, και το καλοκαίρι τον έπαιρνε ο πατέρας του στο Άγιον Όρος. Όμως ήταν πολύ δύσκολο να μένη μόνος του στην ηλικία που ήταν, γι’ αυτό αναγκαστικά διέκοψε το σχολείο. Πήγε μόνο δύο τάξεις και μετά εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ιερά Μονή Καρακάλλου κοντά στον πατέρα του, που εργαζόταν ως πελεκητής (πελεκάνος, όπως αποκαλούνται αυτοί που τετραγωνίζουν πελεκώντας τις κομμένες καστανιές). Τον είχε μαζί του στην δουλειά του.
Και από την μητέρα του που ήταν ευλαβής, αλλά κυρίως κατά την διαμονή του στο Άγιον Όρος, έμαθε να εκκλησιάζεται, να εξομολογήται, να νηστεύη και να κοινωνά. Πρωϊ-βράδυ προσευχόταν ανελλιπώς και έκανε πολλές μετάνοιες.
Αργότερα ήρθε στην Ιερισσό και έμαθε την τέχνη του βαρελοποιού. Ήταν καλός και έντιμος στην δουλειά του και εξυπηρετούσε τα γύρω χωριά. Ήταν γνωστός ως “ο Σωτήρης ο Βαρελάς”. Από το επώνυμο του (Σωτηρίου) πήρε το όνομα “Σωτήρης” και το “Βαρελάς” δήλωνε το επάγγελμα του. Τους έξι χειμερινούς μήνες εργαζόταν στην Ιερισσό και τους υπόλοιπους στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Καρακάλλου και σε διάφορα κελλιά, όπως στους Μουτάφηδες και στους Τραμουνταναίους.
Νυμφεύθηκε την Δάφνη, κόρη του Γεωργίου Παππά. Ο πατέρας της είχε ξενοδοχείο στην Ιερισσό και ήταν πρόεδρος του χωριού. Ήταν πιστός και καλός οικογενειάρχης. Από τους γονείς της έμαθε και η Δάφνη την ευλάβεια και την πνευματική ζωή.
Ήταν καλή σύζυγος, στοργική μητέρα, καλή χριστιανή και χαιρόταν να εξυπηρετή τον καθένα. Απέκτησαν έξι παιδιά. Τα δυό πρώτα κοιμήθηκαν σε νηπιακή ηλικία. Ως οικογένεια ήταν πολύ δεμένοι και αγαπημένοι μεταξύ τους. Λόγω της ελλιπούς συγκοινωνίας φιλοξενούσαν στο σπίτι αρκετούς πατέρες από το Άγιον Όρος, όπως τον τότε Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Καρακάλλου Γέροντα Παύλο και τον αντιπρόσωπο της ιδίας Μονής στην Κοινότητα π. Βασίλειο «για να ξαποστάσουν λίγο», όπως έλεγε.
Στον σεισμό του 1932 καταστράφηκε το χωριό. Ο Κωνσταντής για να απεγκλωβήση τους δικούς του, σήκωσε βάρος και έπαθε κήλη, την οποία άφησε ανεγχείρητη μέχρι το τέλος της ζωής του, και γι’ αυτό ταλαιπωρήθηκε πολύ. Παρά ταύτα δούλεψε σκληρά για να κάνη δυό καινούργια σπίτια.
Στο Άγιον Όρος είχε και ένα ατύχημα στην προσπάθεια του να συναρμολογήση (να δέση) ένα καινούργιο βαρέλι, αυτό έπεσε πάνω του και του έσπασε το πόδι άσχημα. Μεταφέρθηκε στο χωριό για να θεραπευθή. Όμως δεν κόλλησε καλά το σπασμένο πόδι και έτσι παρέμεινε ένα εξόγκωμα στην κνήμη που τον δυσκόλευε και στις μετάνοιες.
Ο άγιος Νικόλαος συνέχιζε να τον επισκέπτεται σε ώρες κινδύνου. Ένα βράδυ κινδύνευε ο γυιός του στην θάλασσα και εκείνη την ώρα τον ξύπνησε ο Άγιος λέγοντας του: «Κωνσταντή, ξύπνα, το παιδί σου κινδυνεύει και εσύ κοιμάσαι, σήκω να προσευχηθής». Όταν άνοιξε τα μάτια του, είδε τον Άγιο και το κρεμαστό κανδήλι στο δωμάτιο να κινήται συνεχώς από μόνο του. Ξύπνησε και την γυναίκα του, έκαναν προσευχή και το παιδί τους σώθηκε• όντως, όπως έμαθαν αργότερα, εκείνη την ώρα βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο.
Η γυναίκα του, η Δάφνη, μετά από μακροχρόνια ασθένεια, εκοιμήθη σε ηλικία πενήντα πέντε ετών, το έτος 1944. Ξεψύχησε δίνοντας ευχές σε όλη την οικογένεια της. Ο μπαρμπα-Κωνσταντής τίμησε την χηρεία του. Ήταν τότε 64 ετών. Πάντρεψε τα παιδιά του (τρεις κόρες και ένα γυιό), και έμεινε με τον γυιό και τη νύφη του.
Συνέχιζε να εργάζεται ως βαρελοποιός. Κατασκεύαζε πατητήρια τόννων και βαρέλια μεγάλων διαστάσεων. Ο γυιός του ασχολήθηκε με το εμπόριο. Πατέρας και γυιός παρεσκεύαζαν με μεράκι μεγάλες ποσότητες και διάφορες ποικιλίες κρασιού και τσίπουρου. Έπαιρνε εργάτες στον τρύγο. Αυτοί αγαπούσαν πολύ τον παππού γιατί τους φερόταν μι’ αγάπη σαν παιδιά του. Φωτίζονταν τα πρόσωπα τους όταν έφθαναν στην αυλή του σπιτιού και έβλεπαν με χαρά τον παππού να τους υποδέχεται και να τους χαιρετά γεμάτος καλοσύνη.
Στο αμπέλι, στις ελιές και στα δένδρα που είχαν πολύ έξω από το χωριό, δούλευε σκληρά με ζήλο. Μετέφερε νερό στην πλάτη για να τα ποτίζη. Κουραζόταν πολύ. Οι δικοί του ζητούσαν να σταματήση να πηγαίνη. Ήταν ανένδοτος. Η επιμονή του να πηγαίνη στα χωράφια, ενώ δεν είχαν πρόβλημα οικονομικό, τους προβλημάτιζε. Επειδή επέμεναν πολύ να σταματήση λέγοντας του «Τώρα πια ούτε να δουλεύης μπορείς. Τι πηγαίνεις και κάνεις εκεί;», αναγκάστηκε να τους εμπιστευθή: «Τι κάνω… να τι κάνω… πηγαίνω εκεί και προσεύχομαι».
-Καλά και πρέπει να πας εκεί για να προσευχηθής;
-Ναι, γιατί εκεί είμαι ολομόναχος. Αυτό το σεβάσθηκαν και δεν τον εμπόδισαν πλέον. Πλήρωναν και κάποιο άτομο να εργάζεται εκεί κάποιες ώρες, ώστε ο παππούς μόνο να επιβλέπη.
Σ’ αυτά τα κτήματα πήγαινε και περνούσε ώρες ατελείωτες. Εκεί σ’ ένα βράχο σχηματιζόταν μία μικρή κρύπτη η οποία μετά βίας χωρούσε έναν άνθρωπο. Εκεί έμπαινε όταν είχε κακοκαιρία.
Εκτός από τις λίγες ώρες που κοιμόταν, τις υπόλοιπες, και να ήταν στο δωμάτιο του, στο κρεββάτι του ποτέ δεν ξάπλωνε. Συνήθως τον έβλεπαν να κάθεται με τα πόδια κάτω και το κεφάλι σκυφτό. Σ’ αυτήν την στάση ήταν συνήθως ή σε στάση προσευχής.
Κι’ όταν καθόταν, φαινόταν σαν να βρίσκεται απέναντι σε κάποιον που σεβόταν, σαν να απολογείτο, με το κεφάλι σεμνά, πάντα κάτω. Έκανε συνεχώς, ως απεδείχθη, νοερά προσευχή, αλλά ποτέ του δεν είχε πεί γι’ αυτό. Κάποια ημέρα καθισμένος στο πεζούλι μουρμούριζε. Τον ρώτησαν τι λέει και απάντησε αόριστα: «Τι λέω…να λέω και εγώ». Όμως κατά τακτά χρονικά διαστήματα σήκωνε το κεφάλι του λίγο, έπαιρνε βαθειά αναπνοή και έλεγε μεγαλόφωνα το «Κύριε ελέησον». Ήταν ολιγόλογος. Εκεί που φαινόταν ότι δεν συμμετείχε και ήταν στον κόσμο του, έδινε ξαφνικά συμβουλή και γινόταν αμέσως αυτό που έλεγε, γιατί τον σέβονταν και ασπάζονταν την γνώμη του. Όλα όμως από την πλευρά του γίνονταν με προσευχή. Απέφευγαν μερικές φορές από σεβασμό και αγάπη να του μιλούν μόνον τον έβλεπαν, εντυπωσιάζονταν από την στάση του και έφευγαν πιο πέρα. Όποιος ήταν κοντά του ένιωθε μία απέραντη γαλήνη.
Σπανίως ήταν αυστηρός. Όσες φορές μίλησε λίγο αυστηρά ήταν μόνον για θέματα πνευματικά. Μία ημέρα είδε ένα συγχωριανό με πρόβλημα υγείας να κάνη κακό σε ζώα και τον μάλωσε. Όταν ήρθε στο σπίτι είπε: «Γι’ αυτό του έδωσε ο Θεός αυτή την αναπηρία, γιατί, εάν ήταν γερός, θα έκανε μεγάλο κακό». «Τι είναι αυτά που λες», του είπε η νύφη του. «Έτσι είναι», απάντησε εκείνος. Ήταν μερικές φορές απόλυτος. Τον ενδιέφερε μόνον το θεάρεστο και απαντούσε ευθέως και κοφτά. Άκουγε π.χ. κάποιες που έλεγαν τα προβλήματα τους, όταν έρχονταν στο σπίτι, σκεπτόταν χωρίς να μιλά και κάποια στιγμή, όταν ήταν μόνον με τους δικούς του, Έλεγε χωρίς να το περιμένη κανείς: «Αυτή να μην την ξαναβάλετε στο σπίτι• δεν είναι καλή γυναίκα». Αυτό που έλεγε γινόταν αμέσως πράξη. Τον σέβονταν πολύ.
Το τριήμερο της Καθαράς Εβδομάδος εκείνος έκανε ενάτη. Του είπαν για ορισμένες γυναίκες, γνωστές του, ότι έμειναν κλεισμένες στο σπίτι επί τρεις ημέρες και δεν έτρωγαν τίποτε. «Τί νιώθουν αυτές;» ρώτησε. «Καλύτερα θα έκαναν να συμμάζευαν το στόμα τους παρά να κάνουν τριήμερο».
Όταν ερχόταν Πνευματικός στο χωριό από το Άγιον Όρος, πήγαινε από τους πρώτους για εξομολόγηση και μετά έστελνε και τους δικούς του. Στο ναό στεκόταν σ’ ένα στασίδι κοντά στην πλαϊνή πόρτα του Ιερού, όρθιος τις περισσότερες ώρες. Όρθιος σε στάση προσοχής ήταν και στο «Άξιον Εστίν», στο τέλος μόνον έκανε τρεις μετάνοιες. Το πρόσεξε η νύφη του και ρώτησε: «Έτσι πρέπει να κάνουμε;». «Ναι», είπε. «Πως στεκόμαστε στον Εθνικό Ύμνο, για την Σημαία; Έτσι πρέπει να είμαστε και στην Παναγιά μας».
Είχε μεγάλο σεβασμό στο ράσο και ευαισθησία στα προβλήματα της Εκκλησίας. Ο γυιός του ήταν επίτροπος στον Ιερό Ναό και τον ανέπαυε αυτό.
Χαμογελούσε στην συζήτηση με καλωσύνη άλλα σπάνια γελούσε. “Ήταν πράος και πολύ απλός. Δεν ήταν θορυβώδης. Ούτε που τον καταλάβαινε κανείς, όταν περνούσε δίπλα του. Ήταν απλός και στο ντύσιμο. Κάποτε έδωσαν στον φωτογράφο μία φωτογραφία του για μεγέθυνση κι εκείνος, χωρίς να ρωτήση, του πρόσθεσε μία γραβάτα. Όταν είδε την φωτογραφία αναστατώθηκε και είπε: «Πετάξτε την γρήγορα να μην την βλέπω. Τι μου έβαλε αυτό το καπίστρι;». Συχνά ζητώντας μία πετσέτα έλεγε: «Δώσε εκείνο το τσόλι». Ακόμη και τα καινούργια και τα κεντημένα έτσι τα έλεγε. Δεν αναπαυόταν η νύφη του και του έλεγε: «Γιατί δεν λες πετσέτα;». Εκείνος χαμογελούσε όλο νόημα και επαναλάμβανε: «”Ε….τσόλι, τσόλι είναι». Μόνον όταν δεν ήταν στην ζωή κατάλαβαν ότι για πνευματικούς λόγους και τα όμορφα ρούχα τα θεωρούσε σαν σκύβαλα.
Στο δωμάτιο του ήταν το εικονοστάσι, η εικόνα του άγιου Νικολάου και ένα κρεμαστό κανδήλι. Είχε ένα σιδερένιο κρεββάτι με λεπτό στρώμα και μαξιλάρι πολύ συμπαγές, σκληρό σαν ξύλο. Τον χειμώνα σκεπαζόταν με μαύρη φλοκάτη (τΣέργα). Στάθηκε αδύνατον να του τα αλλάξουν. «Γιατί είναι τόσο σκληρό το μαξιλάρι;», ρωτούσαν τα παιδιά. «Ε!, έτσι πρέπει», απαντούσε. Ένα μεγάλο ρολόι στο τζάκι του έδειχνε την «παλαιά» βυζαντινή ώρα. Με βάση αυτήν έκανε την προσευχή του, όπως είχε συνηθίσει από το Άγιον Όρος. Δεν την άλλαζε. «Το δικό σας ρολόι πάει με το φράγκικο», έλεγε.
Όταν τον ρωτούσαν για μετάνοιες έλεγε: «Τι, να μην κάνουμε σαράντα μετάνοιες τουλάχιστον;». Ήταν ο αριθμός που θεωρούσε σαν ελαχιστότατο και απαραίτητο για όλους. Ο ίδιος έκανε όλες τις μετάνοιες του στρωτές• σηκωνόταν επάνω και στεκόταν λίγο προσευχόμενος μέχρι την επόμενη. Δηλαδή τις έκανε με αργό ρυθμό• ήταν μία ιεροτελεστία. Το ότι όμως έσκυβε να κάνη μετάνοια ερχόταν δεύτερο. Το κυρίαρχο ήταν η θέρμη στην προσευχή του, η ηρεμία του. Ήταν πλήρως απορροφημένος σ’ αυτό που έκανε. Δεν ήταν τυπική και στεγνή η προσευχή του, είχε γλύκα και πολύ φόβο Θεού.
Μερικά χρόνια πριν από το τέλος της ζωής του μπαρμπα-Κωνσταντή διαπιστώθηκε ότι έβλεπε συχνά τον άγιο Νικόλαο.
Ο κ. Αριστείδης Γιαπουντζής, ειρηνοδίκης, παρέμεινε κάποιο χρονικό διάστημα στο σπίτι και έγινε αφορμή να αποκαλυφθή η έκταση που είχε η επικοινωνία του με τον Άγιο. Το δωμάτιο του ήταν δίπλα στο δωμάτιο του παππού- τους χώριζε ένας τοίχος. Ο κ. Αριστείδης έκανε υπομονή γι’ αυτό που συνέβαινε τη νύχτα, αλλά επειδή ταλαιπωρήθηκε πολύ και θορυβήθηκε, παραπονέθηκε στον γυιό του μπαρμπα-Κωνσταντή ότι δεν μπορούσε να κοιμηθή τα βράδια από συζητήσεις. «Το βράδυ» είπε, «σηκώνεται από τον ύπνο του ο παππούς και ακούγεται καθαρά ότι μιλά με κάποιον κάποιος τον σκέπτεται. Εσείς γνωρίζετε τι γίνεται; Μήπως στέκεται κάποιος έξω από το παράθυρο; Με ξυπνά και εμένα η συζήτηση», είπε, «δεν μπορώ να κοιμηθώ το πρωί είμαι χάλια στην δουλειά μου». Τότε ο γυιός του ζήτησε ιδιαίτερα από τον παππού να μάθη τι γίνεται, γιατί είχε στενοχωρηθή, επειδή εταλαιπωρείτο ο φιλοξενούμενος. Στην αρχή ο παππούς ξαφνιάστηκε, φοβήθηκε ότι θα αποκαλυφθή και δεν μιλούσε- θύμωσε μάλιστα επειδή δεν ασχολούνταν μαζί του. Στην μεγάλη όμως πίεση που του ασκήθηκε να δώση μία απάντηση, εκείνος με παράπονο και δυσκολία είπε: «Τι να πω… Να, το βράδυ παρουσιάζεται ο άγιος Νικόλαος και μου μιλάει. Τι να κάνω; Βουβός να κάθωμαι;». Αυτό δεν το γνώριζαν οι δικοί του, γιατί το δωμάτιο τους ήταν πιο μακρυά, και εάν κάποτε κάτι άκουγαν, νόμιζαν ότι μουρμούριζε, επειδή προσευχόταν, πράγμα που συνέβαινε. Αλλά ο κ. Αριστείδης επέμενε, δεν ήταν μουρμουρητό προσευχής.
Κάποια στιγμή η νύφη του τον ρώτησε: «Πως είναι ο Άγιος;» Ο παππούς φειδωλός μόνον χαμογέλασε καθώς τον έφερε στην μνήμη του και είπε: Να, είναι…κοντός, δεν είναι ψηλός άνδρας». Χαμογέλασε και σταμάτησε εκεί την συζήτηση.
Στο εξής, όταν συνέβαινε κάτι παράξενο στην συμπεριφορά του και ρωτούσαν να μάθουν τον λόγο, λίγο ευκολώτερα έκανε αναφορά σε εμφανίσεις του Αγίου ο παππούς. Μετά από τέτοιες συζητήσεις με τον Άγιο, τις επόμενες ημέρες, καθώς καθόταν με το κεφάλι σκυφτό, έκλαιγε. Κάποια ημέρα τα δάκρυα του έπεφταν στο πάτωμα. Θορυβήθηκαν οι δικοί του και τον ρώτησε επίμονα η νύφη του, αν πονά, εάν του έχουν κάνει κάτι που τον στενοχώρησε, κι εκείνος απήντησε: «Δεν πονώ, δεν μου φταίει κάτι, εγώ τα έχω όλα, δεν κλαίω για μένα, για σας κλαίω, γι’ αυτά…(και έδειξε τα παιδιά), για την ανθρωπότητα κλαίω, που δεν θα δει από εδώ και πέρα άσπρη μέρα».
Ο μπαρμπα-Κωνσταντής είχε κάνει την στρατιωτική του θητεία στον Βόλο. Ήταν πολύ καλός πατριώτης. Συχνά ζητούσε από τα εγγόνια του να του απαγγείλουν ποιήματα από Εθνικές Εορτές, κ’ εκείνος έκλαιγε. Για την κατάσταση στην Κύπρο πολύ στενοχωρήθηκε, προσευχήθηκε και έκλαψε. Λυπόταν τους Κυπρίους.
Ο γυιός του είχε σχεδιάσει να μετακομίσουν στην Θεσσαλονίκη λίγα χρόνια πριν κοιμηθή ο παππούς. Όταν όμως του το ανακοίνωσαν, εκείνος ήταν ανένδοτος. Τους είδε να επιμένουν και τότε απάντησε: «Να ο δρόμος και τραβάτε». Τρόμαξαν. Ποτέ άλλοτε δεν τους μίλησε έτσι. Να χωρίσουν; Αδύνατον. Δεν μπορούσαν να φαντασθούν να ζουν χωρίς τον παππού. Γι’ αυτό αμέσως απεφάσισαν να παραμείνουν. Εκείνος δεν ήθελε να αφήση τον τόπο του γιατί ζούσε ασκητικά πηγαίνοντας καθημερινά στα χωράφια, αλλά οι άλλοι δεν το είχαν συνειδητοποιήσει.
Όταν κάποιος στο σπίτι ήταν πολύ άρρωστος, δεν καθόταν δίπλα του μαζί με τους άλλους αλλά πήγαινε βιαστικά στο δωμάτιο του για προσευχή. Έβγαινε πέντε λεπτά, ρωτούσε, έβλεπε την κατάσταση και δεν χρονοτριβούσε, έφευγε πάλι βιαστικά για προσευχή. Ήταν η ισχυρότερη γέφυρα του σπιτιού προς τον Θεό. Προσευχή αμέσως έκανε και για τα προβλήματα που είχαν τα παιδιά του αλλά και για όλη την ανθρωπότητα.
Ο παππούς μυστικά είχε την μέριμνα μιας συγχωριανής χήρας η οποία δεν είχε οικονομικούς πόρους. Ήταν πολύ δίκαιος άνθρωπος. Στην διαθήκη που έκανε, έγραψε ότι όλα τα κτήματα του είχαν λιγώτερα μέτρα απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα: φοβόταν το παραπάνω και δεν έγραφε ούτε το νόμιμο.
Από το Άγιον Όρος του είχαν δώσει ευλογία δύο βιβλία: Το «Αμαρτωλών σωτηρία» και το «Θησαυρός Δαμασκηνού». Αυτά τα φύλαγε ως κόρην οφθαλμού. Πάμπολλες φορές τα βράδια ή στις γιορτές διάβαζε η νύφη του (ο ίδιος δεν μπορούσε άνετα) κ’ άκουγαν όλοι. Μερικές φορές ήταν και κάποιος φίλος στο σπίτι ή κάποια γειτόνισσα και άκουγαν κι αυτοί.
Έκαναν κάθε πρώτη του μηνός στο σπίτι Αγιασμό- μία φορά τον χρόνο το Ευχέλαιο και δυό φορές τον χρόνο, το λιγότερο, ιδιωτική θεία Λειτουργία στα εξωκκλήσια του χωριού με την σειρά-κυρίως όμως στου Αγίου Νικολάου και στου Αγίου Δημητρίου. Πολύ τις χαιρόταν ο παππούς αυτές τις θείες Λειτουργίες και έτρεχε πρώτος, ενώ έκαναν πάντα αρτοκλασίες στις ονομαστικές τους εορτές και του Αγίου Νικολάου.
Ήταν ογδόντα ενός ετών, όταν πήγε στα κτήματα του για τελευταία φορά. Με την άσκηση που έκανε εκεί επάνω και με την μεγάλη απόσταση από το χωριό, δεν άντεξε άλλο και όταν έφθασε στην γειτονιά του επιστρέφοντας, τρίκλιζε. Παρεξηγήθηκε από τους γείτονες του που τον νόμισαν μεθυσμένο. Δεν είχε μεθύσει ούτε τότε ούτε άλλοτε στην ζωή του. Στο καφενείο δεν πήγε ποτέ. Έπινε ένα κύπελλο κρασί μόνον στο φαγητό που το έλεγε «διακονιά»1. Όταν του πρότειναν να του βάλουν επιπλέον δεν το δεχόταν «όχι, φτάνει αυτό», έλεγε. Μικρή ποσότητα έπινε και την ημέρα που κοινωνούσε μόλις ερχόταν στο σπίτι «για να πάη κάτω η θεία Κοινωνία», όπως έλεγε.
Μετά το περιστατικό που προαναφέρθηκε του απαγόρευσαν να βγη ξανά στα χωράφια. Λυπήθηκε πολύ. Κτυπώντας ελαφρά το στήθος του, είπε: «Η καρδιά πετάει, λαχταράει, θέλει να πάη παντού, να τρέξη, όμως τα πόδια δεν ακούνε», και έπιασε τα πόδια του.
Ποτέ δεν είπε πονάω. Μόνον κάποια ημέρα που τον είδαν να τρίβη τα χέρια του, ρώτησαν: «Τι έχεις; Πονάς στα χέρια;» αναγκάστηκε να απαντήση: «Ε, ναι. πονάνε. Γιατί να μην πονάνε; Γέρασαν κι αυτά».
Ο Νικόλαος, γαμπρός του στην μικρότερη κόρη του, είχε αρρωστήσει βαρειά από νεφρική ανεπάρκεια. Ήταν πατέρας τεσσάρων μικρών παιδιών. Οι γιατροί δεν του έδωσαν ελπίδες ζωής. Αναγκάσθηκαν να το πουν στον παππού. Πικράθηκε γιατί σκεφτόταν τα ορφανά. Εκείνο το βράδυ προσευχόταν κλαίγοντας και παρακαλώντας τον Θεό για τον άρρωστο. Τα ξημερώματα άκουσε τον άγιο Νικόλαο να του λέη: «Φτάνει Κωνσταντή, μην παιδεύεσαι άλλο• τετρακόσιες μετάνοιες έκανες έως τώρα. Σταμάτησε όμως γιατί ο Νικόλαος δεν θα ζήσει. Έτσι πρέπει να γίνη. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού … Γέμισε πόνο και δάκρυα. Το πρωί δεν βγήκε από το δωμάτιο του. Τον αναζήτησαν. Δεν είχε διάθεση για τίποτε. Ήταν πολύ στενοχωρημένος και έκλαιγε συνεχώς. Ρώτησαν τι συνέβη και απάντησε: Ο Νίκος θα πεθάνει. Μου το είπε ο άγιος Νικόλαος». Ο καλός Θεός όμως δεν επέτρεψε να το ζήση, διότι εκοιμήθη έξι μήνες πριν από τον γαμπρό του. Εκείνο το διάστημα είχαν αρχίσει όλοι να κάνουν μαρμάρινους τάφους για τους νεκρούς. Ο παππούς είπε στους δικούς του: «εμένα δεν μου αρέσουν αυτά. Όταν πεθάνω, θα μου κάνετε απλό τάφο με κάγκελα και όχι μάρμαρα».
Μακρυά από τα χωράφια κάθησε περίπου ένα χρόνο. Έκλεισε τα 82. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του είπε ο άγιος Νικόλαος: «Τώρα πια, Κωνσταντή, ν’ αρχίσης να ετοιμάζεσαι και να μην ξαναφάς ποτέ άλλη φορά κρέας». Ο παππούς ενημέρωσε τους δικούς του γι’ αυτό.
Την Μεγάλη Δευτέρα του 1963 ένιωσε μεγάλη καταβολή και δεν βγήκε από το δωμάτιο του. Το ίδιο την Μεγάλη Τρίτη. Την Μεγάλη Τετάρτη ανησύχησαν. «Κάτι ξεκόβεται μέσα μου», είπε. Ζήτησε λίγο φαγητό. Η κατάσταση ίδια. Κάλεσαν τον γιατρό. Δεν βρήκε οργανικά τίποτε το παθολογικό. «Γεροντικός μαρασμός», είπε. Οι κτύποι της καρδιάς του ήταν λίγο μειωμένοι. Ο γιατρός προετοίμασε τους δικούς του λέγοντας ότι σε δυό-τρεις μέρες θα τελειώσει. Ήταν πολύ ήρεμος και προσευχόταν. Την Μεγάλη Πέμπτη ρώτησαν εάν ήθελε να βάλουν λίγο λάδι στο φαγητό. Αρνήθηκε.
Την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί ζήτησε να του διαβάσουν την Παράκληση της Παναγίας. Μετά το μεσημέρι δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Γυρισμένος προς τον τοίχο κάτι έβλεπε και ψιθύριζε. Την ώρα που έψαλλαν τα εγκώμια στην Εκκλησία, γύρω στις 9 μ.μ., ξεψύχησε, το έτος 1963 σε ηλικία 83 ετών. Μόλις τελείωσε η περιποίηση της σωρού του, κτύπησε η καμπάνα για την έξοδο του Επιταφίου. Σε λίγο περνούσαν τον Επιτάφιο μπροστά από το σπίτι του. Το Μεγάλο Σάββατο έγινε η κηδεία του.
Οι δικοί του ενημέρωσαν τους πατέρες της Ιεράς Μονής Καρακάλλου και τους παρεκάλεσαν να του κάνουν σαρανταλείτουργο, το οποίο και έγινε.
Αιωνία η μνήμη του. Αμήν.

1. Αγιορείτικη έκφραση που σημαίνει μερίδα.

Σημείωση: Υπό μ. Ν.

Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 7η διήγηση.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής, 2008.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.