Θεωρητικόν – Οσίου Θεοδώρου του Σαββαϊτου, Επισκόπου Εδέσσης.

Πόσο μεγάλος είναι ο αγώνας να σπάσει ο άνθρωπος τον γερό αυτό δεσμό και να ελευθερωθεί από τη λατρεία της ύλης και να αποκτήσει την έξη των καλών! Χρειάζεται πράγματι γενναία και ανδρεία ψυχή για να ξεμακρύνει από την ύλη. Εκείνο που φροντίζομε δεν είναι μόνο η κάθαρση από τα πάθη, γιατί αυτό δεν είναι κυρίως αρετή, αλλά προπαρασκευή αρετής. Χρειάζεται εκτός από την κάθαρση των κακών συνηθειών και η απόκτηση των αρετών. Κάθαρση της ψυχής είναι, για μεν το λογιστικό μέρος της, η απαλλαγή και τέλεια εξάλειψη των γήινων και ασταθών στοιχείων, εννοώ των βιοτικών φροντίδων και θορύβων και κακών κλίσεων, δηλαδή των αμαρτωλών συνηθειών, για δε το επιθυμητικό, το να μην κινείται καθόλου προς την ύλη, μήτε να αποβλέπει στην αίσθηση, αλλά να είναι πειθήνιο στο λογικό. Για το θυμικό, ακολούθως, το να μην ταράζεται ποτέ για όσα συμβαίνουν. Μετά την κάθαρση αυτή και την νέκρωση ή διόρθωση των χειρότερων δυνάμεων, χρειάζεται κι η ανάβαση και η θέωση. Γιατί πρέπει, αφού αφήσει κανείς το κακό, να πράξει το αγαθό (Ψαλμ. 33,15), κι ακόμη να απαρνηθεί πρώτα τον εαυτό του και αφού σηκώσει το σταυρό του, να ακολουθεί τον Κύριο (Ματθ. 16,24) προς την υπέρτατη κατάσταση της θεώσεως.
Ποια είναι η ανάβαση και η θέωση; Για το νου, η τελειώτατη γνώση των όντων και Εκείνου που είναι πάνω από τα όντα, όσο αυτό είναι εφικτό στην ανθρώπινη φύση. Για τη βούληση, η ολοκληρωτική και συνεχής τάση και κίνηση προς το Πρώτο Καλό. Για το θυμικό, η πολύ δραστήρια και πολύ πρακτική κίνηση προς το ποθητό, η ακούραστη και ανυποχώρητη, που δεν την ανακόπτει καμιά δυσκολία που παρουσιάζεται, αλλά προχωρεί παράφορα και χωρίς επιστροφή. Τόσο πιο σφοδρή πρέπει να είναι η προς τα καλά κίνηση της ψυχής, από την κίνηση προς τα κακά, όσο ανώτερα είναι τα νοητά κάλλη από τα αισθητά. Και τόσο μόνο να ενδιαφέρεται για τη σάρκα, όσο φτάνει για τη συντήρησή της και τον πορισμό των αναγκαίων για την ύπαρξη, ώστε να μην καταστραφεί βίαια το ζωντανό σώμα. Αυτά να τα αποφασίσει κανείς είναι ευκολότατο, να τα πράξει όμως πολύ πιο κοπιαστικό, γιατί δεν ξεριζώνονται χωρίς κόπο οι δυσκολοκίνητες εκείνες έξεις της ψυχής, ούτε βέβαια η απόκτηση της γνώσεως γίνεται χωρίς ιδρώτα. Αλλά και το να ατενίζει κανείς και να τείνει διαρκώς προς την μακάρια θεία φύση, κατορθώνεται με πολλούς κόπους και σε πολύ χρόνο, μέχρις ότου να συνηθίσει η βούληση να ακολουθεί αυτήν την τάση. Και χρειάζεται πολλή αντίσταση του νου στην αίσθηση που τον τραβά προς τα κάτω, και αυτή είναι η πάλη και η μάχη προς το σώμα, η οποία δεν έχει διάλλειμα ως το θάνατο, και αν ακόμη φαίνεται ότι λιγόστεψε από το μαρασμό του θυμού και της επιθυμίας και την υποδούλωση της αισθήσεως στην υπέρτερη γνώση του νου.

[…] Η γνώση είναι κατά φύση και υπέρ φύση. Και η δεύτερη θα γίνει φανερή από την πρώτη. Κατά φύση λέμε την γνώση που αποκτά η ψυχή περί της κτίσεως από την έρευνα και την αναζήτηση, μεταχειριζόμενη τα φυσικά μέσα και τις δυνάμεις, όσο δηλαδή είναι εφικτό στην ψυχή που είναι δεμένη με την ύλη. Γιατί όπως έχει λεχθεί στα περί αισθήσεως και φαντασίας και νου, αμβλύνεται η ενέργεια του νου λόγω της ενώσεως και αναμείξεως με το σώμα. Ένεκα τούτου δεν μπορεί να έρθει σε επαφή με τα νοερά, αλλά για να νοήσει έχει ανάγκη από τη φαντασία, της οποίας ο χαρακτήρας είναι εικονιστικός και ανήκει στην υλική διάσταση και την πυκνή υφή. Χρειάζονται λοιπόν στο νου που είναι μέσα σε σώμα, ανάλογες εικόνες για να μπορέσει να τα εννοήσει αυτά. Όση λοιπόν γνώση λάβει ένας τέτοιος νους με τη μέθοδο τη φυσική, που του είναι οικεία, αυτή τη γνώση τη λέμε φυσική.
Υπερφυσική είναι όμως η γνώση που έρχεται στο νου πέρα από τη φυσική του μέθοδο και δύναμη, όταν δηλαδή τα νοούμενα υπερβαίνουν τις δυνατότητες του νου που είναι ενωμένος με σώμα, ώστε να είναι γνώση που αρμόζει σε νου χωρίς σώμα. Αυτή η γνώση δίνεται μόνο από το Θεό, όταν βρει το νου να είναι πολύ καθαρμένος από κάθε υλική προσκόλληση και να κατέχεται από θείο έρωτα.
[…] Αλλά πρέπει να γνωρίζομε και τούτο, ότι όπως αίσθηση και φαντασία έχουν και τα άλογα ζώα, και τις έχει και ο άνθρωπος τις δυνάμεις αυτές, πολύ καλύτερες και υψηλότερες, έτσι και τις φυσικές αρετές και γνώσεις τις έχουν και οι δύο, αλλά απείρως καλύτερα και υψηλότερα τις έχει ο φωτισμένος από τον αφώτιστο. Ακόμη η φυσική γνώση που αναφέρεται στις αρετές και τις αντίθετες με την αρετή συνήθειες, είναι και αυτή δύο ειδών. Η μία είναι ψιλό όνομα, όταν αυτός που φιλοσοφεί γι’ αυτά, δεν έχει πείρα από τις καταστάσεις αυτές, και η οποία μερικές φορές διστάζει. Η άλλη είναι έμπρακτη και –να πω έτσι- έμψυχη, όταν η γνώση βεβαιώνεται από την πείρα. Αυτή είναι σαφής και αξιόπιστη, χωρίς δισταγμό και αμφιβολία.
Έπειτα από αυτά, τέσσερα είναι εκείνα που εναντιώνονται στο νου σχετικά με την απόκτηση της αρετής. Πρώτο, η συνήθεια των κακών έξεων, η οποία έχει λεχθεί ότι επιχειρεί να τον πείσει με τη μακρά συνήθεια να φέρεται προς τα γήινα. Δεύτερο, η ενέργεια της αισθήσεως, η οποία φανερώνεται στα αισθητά κάλλη και σύρει μαζί της και το νου. Τρίτο, η εξασθένηση της νοερής ενέργειας, την οποία έχει πάθει λόγω της ενώσεώς του με το σώμα. Γιατί δεν ανταποκρίνεται ο νους στο νοητό όπως η όραση στο ορατό και γενικώς όπως η αίσθηση στο αισθητό. Λέγοντας νου, εννοώ της ψυχής, η οποία βρίσκεται ακόμη στο σώμα. Επειδή οι άυλοι νόες εντονότερα αντιλαμβάνονται τα νοητά από ότι τα ανθρώπινα μάτια τα ορατά. Αλλά όπως η ελαττωματική όραση δεν αποτυπώνει σαφή και καθαρά είδωλα από τα ορατά, αλλά συγκεχυμένα και ασαφή, έτσι κι ο νους μας αντιλαμβάνεται τα νοητά. Καθώς δεν μπορεί να παρατηρεί καθαρά τα νοητά κάλλη, δεν μπορεί ούτε να τα ποθεί –γιατί κατά το μέτρο της γνώσεως είναι και το μέτρο της επιθυμίας-, και ταυτόχρονα παρασύρεται προς τα αισθητά κάλλη, γιατί τα βλέπει με μεγαλύτερη διαύγεια, επειδή είναι ανάγκη να είναι γεμάτος πάντοτε από ένα που του φαίνεται καλό, είτε είναι όντως καλό, είτε όχι. Τέταρτο, ο επηρεασμός από τους ακάθαρτους και μισάνθρωπους δαίμονες, οι οποίοι στήνουν παγίδες –δεν μπορούμε να υπολογίσομε πόσες και ποιου είδους- αλοίμονο, σε όλα τα σημεία του δρόμου, για τις ψυχές, με κάθε μέσο και τρόπο, με τις αισθήσεις, με τα λόγια, με το νου, με όλα όσα υπάρχουν, μπορούμε να πούμε. Από αυτούς, αν Εκείνος που σήκωσε στον ώμο Του το πλανώμενο πρόβατο (Λουκ. 15,5) δεν έκανε με την άπειρη φροντίδα Του ανώτερους εκείνους που βλέπουν προς Αυτόν, δεν θα διέφευγε ποτέ καμιά ψυχή.
Από το βιβλίο «Φιλοκαλία», εκδ. Το Περιβόλι Της Παναγίας. Επιμέλεια Γ. Γαλίτης.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», σελ. 12-13, Τεύχος 277, Ιανουάριος 2016

Η/Υ επιμέλεια Νεκταρίας Κυριακούλη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.