Ο Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων και, κροκόδειλοι σέβονται τον υπάκουο Μοναχό – Σίμωνος Μοναχού του Αγιορίτου.

Ο Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων

Τόσο ο βασιλιάς Δαρείος, όσο και ο διάδοχός του Κύρος έτρεφαν μεγάλη εκτίμησι για τον Προφήτη Δανιήλ. Ωστόσο και οι δύο αναγκάστηκαν κάποτε να τον παραδώσουν στα χέρια του ωργισμένου όχλου.

Όταν οι Βαβυλώνιοι εζήτησαν από τον Δαρείο να θανατώση τον Προφήτη, γιατί προσέβαλε τα είδωλά τους, εκείνος, φοβούμενος από την μία πλευρά την οργή του πλήθους, ελπίζοντας όμως από την άλλη, ότι ο Θεός του Δανιήλ θα τον προστατεύση, διέταξε να τον ρίξουν μέσα σ’ ένα λάκκο με λιοντάρια. Ώρισε δε να βάλλουν έναν μεγάλο λίθο στο στόμιο του λάκκου. Έπειτα, γύρισε στο παλάτι του λυπημένος και όλη την νύκτα παρέμεινε άϋπνος.

Το πρωί πήγε στον λάκκο, να δη τι έγινε, και έκπληκτος αντίκρυσε σώο και αβλαβή τον Δανιήλ. Όσο για τα λιοντάρια, αυτά κάθονταν ήρεμα γύρω του.

-Δούλε του Θεού του υψίστου, ζεις; Δεν σε έφαγαν τα λιοντάρια; Αναφώνησε με απορία.

-Βασιλεύ, ο Θεός μου έστειλε τον άγγελό Του και έφραξε τα στόματά τους, αποκρίθηκε ο Δανιήλ.

Τότε ο Δαρείος και όλοι οι παριστάμενοι θαύμασαν την δύναμι του αληθινού Θεού, που έκανε τα άγρια και ανήμερα λιοντάρια ήρεμα.

Επί εποχής Κύρου οι Βαβυλώνιοι προσκυνούσαν ως θεό ένα άγαλμα και φοβερό δράκοντα. Ο Δανιήλ, όπως ήταν φυσικό, αρνείτο να τον προσκυνήση, όπως του ζητούσε ο Κύρος.

-Εγώ, βασιλεύ, Κύριον τον Θεόν μου προσκυνώ και αυτόν μόνο λατρεύω, είπε μία ημέρα στον βασιλιά. Δώσε μου εξουσία κι εγώ, δίχως σίδηρο και ξύλο θα φονεύσω τον θεό σας.

-Κάνε ό,τι θέλεις, του απάντησε ο βασιλιάς.

Πήρε τότε ο Προφήτης πίσσα, λίπος και τρίχες, τα ζύμωσε όλα μαζί και έφτιαξε άρτους, τους οποίους έρριξε στο στόμα του θηρίου. Εκείνο τα έφαγε και σε λίγο έσκασε.

Εξωργισμένοι οι Βαβυλώνιοι ζήτησαν από τον Κύρο, να τους παραδώση τον Δανιήλ, κι εκείνος φοβισμένος δέχθηκε.

Το πλήθος έρριξε τον Προφήτη σ’ ένα λάκκο με επτά άγρια κι αχόρταγα λιοντάρια. Τα θηρία αυτά τρέφονταν καθημερινά με δύο ανθρώπους καταδίκους και δύο πρόβατα. Εκείνη την ημέρα όμως δεν τους έδωσαν τίποτα να φάνε, για να είναι πεινασμένα και να κατασπαράξουν τον Δανιήλ.

Τα λιοντάρια ωστόσο, παρά τις προσδοκίες τους, όχι μόνο δεν τον πείραξαν, αλλά κάθησαν δίπλα του και του έκαναν συντροφιά.

Έξι ημέρες αργότερα, ο Κύρος πήγε να δη τι απέγινε και βρήκε τον Προφήτη να κάθεται σώος και υγιής.

-Μέγας είναι ο Θεός του Δανιήλ και εκτός αυτού Θεός άλλος δεν υπάρχει, αναφώνησε.

Διέταξε τότε να βγάλουν τον Προφήτη από τον λάκκο και να ρίξουν μέσα εκείνους που ζήτησαν τον θάνατό του, να τους φάνε τα λιοντάρια, πράγμα το οποίο και έγινε.
ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ – ΔΑΝΙΗΛ

(Σημείωση: Στην ιστορία αυτή της Παλαιάς Διαθήκης υπάρχει μία χρονολογική ανακρίβεια. Πρώτα βασίλευσε ο Κύρος, ο οποίος είχε κατακτήσει την Βαβυλώνα, και μετά ο Δαρείος).

Κροκόδειλοι σέβονται τον υπάκουο Μοναχό

Δύο κατά σάρκα αδέλφια πήγαν κάποτε να κατοικήσουν σ’ ένα Μοναστήρι. Ο ένας από τους δύο ήταν πολύ ασκητικός και ο άλλος είχε μεγάλη υπακοή. Ο δεύτερος έκανε πάντα ό,τι του έλεγε ο Ηγούμενος: «κάνε αυτό» ή «κάνε εκείνο», κι εκείνος το έκανε. Του έλεγε «φάε» κι έτρωγε. Και τον τιμούσαν όλοι για την υπακοή του.

Ο αδελφός του όμως ζήλεψε και θέλησε να τον δοκιμάση, αν έχη πραγματική υπακοή. Πήγε λοιπόν στον Ηγούμενο και του είπε:

-Αββά, άφησε τον αδελφό μου να έρθη μαζί μου, γιατί θέλουμε να επισκεφθούμε κάποιον εδώ κοντά.

Ο Ηγούμενος έδωσε την ευλογία του και ο ασκητής πήρε τον αδελφό του και ξεκίνησαν. Στον δρόμο συνάντησαν ένα ποτάμι με πολλούς κροκόδειλους. Ήταν η πιο κατάλληλη ευκαιρία, για να υποβάλη τον αδελφό του στην δοκιμασία που ήθελε.

-Κατέβα στο ποτάμι, του είπε, και πέρασε στην αντίπερα όχθη.

Χωρίς δεύτερη σκέψι ο υπάκουος αδελφός κατέβηκε και άρχισε να διασχίζη το ποτάμι. Οι κροκόδειλοι μαζεύτηκαν γύρω του, μα, αντί να του επιτεθούν και να τον κατασπαράξουν, άρχισαν να του γλείφουν τα χέρια και τα πόδια και να τον συνοδεύουν.

Βλέποντας αυτό το συγκλονιστικό φαινόμενο, ο ασκητής μετενόησε για την δυσπιστία που είχε δείξει και κάλεσε τον αδελφό του, να βγή από το ποτάμι.

Καθώς πορεύονταν στον δρόμο, βρήκαν ένα σώμα ανθρώπινο, γυμνό και πεταμένο στον δρόμο. Λέει το ασκητής αδελφός:

-Αν είχαμε κάποιο παλαιό ρούχο, να τον σκεπάζαμε.

Λέει τότε και ο μοναχός με την μεγάλη υπακοή:
-Ίσως θα ήταν καλύτερα, αδελφέ μου, να προσευχηθούμε για τον άνθρωπο ν’ αναστηθή.

Στάθηκαν λοιπόν εκεί, μπροστά στο άψυχο σώμα και προσευχήθηκαν. Όταν τελείωσαν την προσευχή, ο νεκρός αναστήθηκε. Ο ασκητής άρχισε τότε να καυχιέται, λέγοντας πως χάρι στην ασκητικότητά του αναστήθηκε ο νεκρός. Ο Θεός, όμως, αποκάλυψε στον Ηγούμενο του Μοναστηριού όλα όσα είχαν συμβεί και πως πείραξε τον αδελφό του, βάζοντάς τον στο ποτάμι με τους κροκόδειλους, και πως αναστήθηκε ο νεκρός. Όταν πια γύρισαν στο Μοναστήρι, είπε ο Ηγούμενος στον ασκητή:

-Γιατί τα έκανες όλ’ αυτά και έβαλες σε κίνδυνο τον αδελφό σου; Είδες όμως, για χάρη αυτού και της υπακοής του αναστήθηκε τελικά ο νεκρός!
ΤΟ ΕΑΡ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006

Τη Σεπτή ευλογία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.