Του Οσίου πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου – απόσπασμα λόγου περί ευχαριστίας.

“Αλλά μου έχει διαταχθή να ευχαριστώ τον Θεόν διά το κάθε τι. Θα ευχαριστήσω όταν βασανίζωμαι; Όταν κακοποιούμαι; Όταν τεντώνομαι επάνω εις τον τροχόν; Όταν μου βγάζουν τα μάτια; Θα ευχαριστήσω όταν κτυπώμαι ατιμωτικά από αυτόν που με μισεί; Όταν παγώνω από το κρύον; Όταν λιμοκτονώ; Όταν είμαι δεμένος επάνω εις το ξύλον, όταν διά μιας ατεκνωθώ ή χάσω και την ιδίαν την σύζυγον; Όταν ξαφνικά εξ’ αιτίας ναυαγίων εκπέσω από την ευπορίαν; Όταν περιπέσω εις τα χέρια πειρατών εις την θάλασσαν ή ληστών εις την ξηράν; Όταν τραυματίζωμαι; Όταν συκοφαντούμαι; Όταν περιπλανώμαι σαν ζητιάνος; Όταν είμαι εις την φυλακήν;
Αυτά και ακόμη περισσότερα από αυτά αραδιάζουν διά να κατηγορήσουν τον νομοθέτην, νομίζοντες ότι η συκοφαντία ω; ανεφαρμόστων αυτών που μας έχουν διαταχθή είναι απολογία διά τα αμαρτήματά τους. Τι λοιπόν θα απαντήσωμεν; Ότι ενώ ο απόστολος απέβλεπεν εις άλλα και προσπαθούσε να ανυψώση εις κάτω τας ψυχάς μας και να τας μεταθέση εις το ουράνιον πολίτευμα, οι ανίκανοι να φθάσουν την μεγαλοφροσύνην του νομοθέτου, κυλιόμενοι εις την γην και τας σάρκας, εις τα σωματικά πάθη, ωσάν τα σκουλήκια εις τον βούρκον, αξιούν την εφαρμογήν των αποστολικών διατάξεων.
Αυτός όμως προσκαλεί εις την παντοτινήν χαράν όχι τον οποιονδήποτε, αλλά εκείνον που είναι όπως ήταν ο ίδιος, που δεν εζούσε πλέον κατά σάρκα, αλλ’ είχε μέσα του ζωντανόν τον Χριστόν (Γαλατ. 2,20), ωσάν να μην εδέχετο καθόλου η σάρκα την εξάρτησιν από αυτά που ενοχλούν την σύνδεσιν με το ύψιστον από τα αγαθά.
Αλλά και αν η σάρκα κόπτεται και σκίζεται, η διάλυσις της συνεχείας εναπομένει εις το παθητόν μέρος του σώματος, διότι η λύπη δεν ημπορεί να μεταδοθή εις το νοερόν μέρος της ψυχής. Διότι εάν, συμφώνως με τας υποθήκας του αποστόλου, έχωμεν νεκρώσει τα γήινα μέλη (Κολασ. 3, 5) και περιεφέραμεν την νέκρωσιν του Χριστού εις το σώμα μας (Β’ Κορ. 4, 10), κατ’ ανάγκην η πληγή από το σώμα δεν θα προχωρήση προς την ψυχήν που έχει απελευθερωθή από τον δεσμόν της με αυτό. Ατιμώσεις δε και ζημίαι και θάνατοι συγγενών δεν θα ανεβούν εις τον νουν, ούτε θα βλάψουν το υψηλόν φρόνημα, δεν θα λυπήσουν άλλον, αυτοί βεβαίως που ούτε οι ίδιοι λυπούνται διά τα συμβαίνοντα. Εάν όμως ζουν σαρκικά (Ρωμ. 8, 13) δεν θα προξενήσουν λύπην τόσον, αλλά θα κριθούν ως ελεεινοί, όχι τόσον ένεκα των περιστάσεων, όσον διά το ότι δεν εκλέγουν τα πρέποντα.
Γενικώς δε η ψυχή εκείνη που έχει προσδεθεί διαπαντός με τον πόθον του Κτίστου και που έχει συνηθίση να λαμπρύνεται και με τα εκεί κάλλη, δεν θα μεταβάλλη την μεγάλην χαράν και την ευθυμίαν της εξ’ αιτίας της ποικίλης εναλλαγής των σαρκικών παθημάτων, αλλά αυτά που είναι λυπηρά εις τους άλλους θα τα κάμη πρόσθετον ευφροσύνην.”

Από ΕΠΕ, τόμος 6, εκδ. Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», Τεύχος 277, Ιανουάριος 2016, σελ. 10

Η/Υ επιμέλεια Νεκταρία Κυριακούλη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.