Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ιωάννην Κεφάλαιον Θ. (1 – 38.)
Τω καιρώ εκείνω, παράγων ο Ιησούς, είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες, ραββί, τίς ήμαρτεν, ούτος η οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή? απεκρίθη Ιησούς, ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τά έργα του Θεού εν αυτώ. εμέ δεί εργάζεσθαι, τά έργα του πέμψαντός με έως ημέρα εστίν, έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. όταν εν τω κόσμω ώ, φώς ειμι του κόσμου. ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος, και επέχρισε τον πηλόν επι τους οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ, ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ο ερμηνεύεται απεσταλμένος. απήλθεν ούν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων.
Οι ούν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ήν, έλεγον, ουχ ούτός εστιν ο καθήμενος και προσαιτών? άλλοι έλεγον ότι ούτός εστιν, άλλοι δέ ότι όμοιος αυτώ εστιν. εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμι. έλεγον ούν αυτώ, πώς ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί? απεκρίθη εκείνος και είπεν, άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπέ μοι, ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι, απελθών δέ και νιψάμενος ανέβλεψα. είπον ούν αυτώ, πού εστιν εκείνος? λέγει, ουκ οίδα.
Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον ποτε τυφλόν. ήν δέ σάββατον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αυτού τους οφθαλμούς. πάλιν ούν ηρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πώς ανέβλεψεν. ο δέ είπεν αυτοίς, πηλόν επέθηκέ μου επι τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. έλεγον ούν εκ των Φαρισαίων τινές, ούτος ο άνθρωπος ουκ έστι παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. άλλοι έλεγον, πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν? και σχίσμα ήν εν αυτοίς. λέγουσι τω τυφλώ πάλιν, σύ τί λέγεις περι αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς? ο δέ είπεν ότι προφήτης εστίν. ουκ επίστευσαν ούν οι Ιουδαίοι περι αυτού ότι τυφλός ήν και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες, ούτός εστιν ο υιός υμών, όν υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη? πώς ούν άρτι βλέπει? απεκρίθησαν δέ αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον, οίδαμεν ότι ούτός εστιν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη, πώς δέ νύν βλέπει ουκ οίδαμεν, η τίς ήνοιξεν αυτού τους οφθαλμούς ημείς ουκ οίδαμεν, αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περι εαυτού λαλήσει. ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους’ ήδη γάρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. εφώνησαν ούν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ός ήν τυφλός, και είπον αυτώ, δός δόξαν τω Θεώ, ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν. απεκρίθη ούν εκείνος και είπεν, ει αμαρτωλός εστιν ουκ οίδα, έν οίδα, ότι τυφλός ών άρτι βλέπω. είπον δέ αυτώ πάλιν, τί εποίησέ σοι? πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς? απεκρίθη αυτοίς, είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε, τί πάλιν θέλετε ακούειν? μή και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι? ελοιδόρησαν αυτόν και είπον, σύ εί μαθητής εκείνου, ημείς δέ του Μωϋσέως εσμέν μαθηταί. ημείς οίδαμεν ότι Μωϋσεί λελάληκεν ο Θεός, τούτον δέ ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς, εν γάρ τούτω θαυμαστόν εστιν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. οίδαμεν δέ ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ήνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. ει μή ήν ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. απεκρίθησαν και είπον αυτώ, εν αμαρτίαις σύ εγεννήθης όλος, και σύ διδάσκεις ημάς? και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ. Σύ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού? απεκρίθη εκείνος και είπε, και τίς εστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν? είπε δέ αυτώ ο Ιησούς, και εώρακας αυτόν, και ο λαλών μετά σου εκείνός εστιν. ο δέ έφη, πιστεύω, Κύριε, και προσεκύνησεν αυτώ.
Απόδοση.
Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ΄ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ΄ έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ΄ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού, και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ»-που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος όμως έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν:»Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου; Εκείνος απάντησε:»Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε « πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου». Πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν λοιπόν «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω» τους απάντησε.
Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πως απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό; «Εσύ τι λες γι΄ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης».
Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός. πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο’ ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του «ενήλικας είναι, ρωτήστε τον ίδιο».
Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού. εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω. ένα ξέρω: πως ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε. γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνεται μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου. εμείς είμαστε του Μωυσή. Εμείς ξέρουμε την προέλευση του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι αυτός ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κανείς τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό, δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις το δάσκαλο σε μας;» Και τον πέταξαν έξω.
Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος του αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι , κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». Τότε εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.
Αστερίου Επισκόπου Αμασείας
Ομιλία εις τον εκ γενετής τυφλόν
(βασισμένη στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, θ 1 – 38, που αναγιγνώσκεται την ομόνυνη Κυριακή)
Μόλις ακούσαμε τον υιό της βροντής, τον Ιωάννη, η μάλλον το Άγιον Πνεύμα, που από αλιέα και χειροτέχνη τον έκαμε συγγραφέα και κήρυκα θείων όντως και υψηλών υποθέσεων, να μας εκθέτει το θαύμα της σωματικής και πνευματικής αναβλέψεως του εκ γενετής τυφλού. Στο προηγούμενο κεφάλαιο ανέλυσε την πολλή και εκτεταμένη διάλεξη του Κυρίου με την οποία καθοδηγούσε τον απειθή και δύστροπο εβραϊκό λαό στη θεογνωσία του Πατρός και του Υιού, απομακρύνοντας το νου τους από την έννοια της μοναρχίας τους. Τους άνοιγε την πόρτα για να περάσουν από τη νομική παράδοση στη χάρη, οδηγώντας τους ομαλώς από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη, όπως κάποτε από την έρημο προς την πλούσια και εύφορη γη. Αλλά αν και εφανέρωνε ποικιλοτρόπως και τη δική του προΰπαρξη, ότι δηλαδή υπάρχει προαιωνίως και ευρίσκεται πάντοτε σε συνάφεια με τον Πατέρα, και εφώναζε με σαφήνεια στα ώτα των κωφών: πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί, εκείνοι δεν αντελήφθησαν τη δύναμη του λόγου, ούτε εκείνο που δεν παραδέχτηκαν το ήλεγξαν με κάποια επιστημονική αντίρρηση. Αλλά αντί των λόγων έπιασαν τους λίθους, και ενώ βρίσκονταν ακόμη μακριά από τον Σταυρό, γύμναζαν τα φονικά τους χέρια για τη δολοφονία. Εκείνος όμως που πάντοτε προέκρινε τη μακροθυμία μπροστά στον υβριστή και βλάσφημο λαό, απέφυγε την οργή και την οχλαγωγία τους. Απέδρασε, όχι όμως με τρόπο ταπεινό, αλλά θεϊκό. Στάθηκε μεταξύ τους τόσο κοντά ώστε να τον φτάνουν με τα χέρια τους, αλλά δεν τον έβλεπαν, και ενώ άγγιζε τους εξοργισμένους, δεν φαινόταν. Είχαν μείνει τότε εμβρόντητοι, φονεύοντας με την προαίρεση, χωρίς όμως να βρίσκουν τρόπο να εκτονώσουν την οργή τους. Όμοιοι με τους άπειρους κυνηγούς οι οποίοι, αν φοβίσουν και διώξουν το κυνήγι παράκαιρα, και το ελάφι βρει διέξοδο σε κάποιο δάσος και διαφύγει κρυφά, περιπλανώνται χωρίς λόγο στην κοιλάδα περιφέροντας τα δίχτυα ασκόπως, τραβώντας μαζί τους και τα σκυλιά ματαίως.
Εγώ δε, αν και κατά τα άλλα είμαι αχρείος, δεν λησμόνησα πως είμαι δούλος, και οφείλω να εξεγερθώ κατά των υβριστών, υποστηρίζοντας τον Δεσπότη μου. Γι’ αυτό και θα φωνάξω στους εβραίους, σαν να είναι σήμερα παρόντες και να έχουν καταληφθεί από μανία: λιθοβολείτε, ελεεινοί, τον Ευεργέτη; Και ποιος σας ξεδίψασε κάποτε από μια πέτρα; Πετάτε λίθους σ’ αυτόν που νομοθέτησε τη ζωή σας με τις λίθινες πλάκες; Στον λίθο τον εκλεκτό και πολύτιμο που προεφήτευσε ο Ησαΐας; Στον λίθο τον νοητό που απεσχίσθη από τον απότομο βράχο χωρίς ανθρώπινο χέρι, όπως ο θεσπέσιος Δανιήλ σας δίδαξε; Λιθοβολείτε τον λίθον τον ακρογωνιαίον, που συνένωσε τους δύο τοίχους, της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης; Και αν εσείς δεν πιστέψετε, δυνατός ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα Αβραάμ, δηλαδή να συνάξει στον Χριστό λαόν περιούσιον, τους απερίτμητους εθνικούς. Αυτή την επαγγελία εδέχθη και ο Αβραάμ, όταν ο Θεός του είπε, ότι ευλογηθήσονται εν σοι πάντα τα έθνη. Διότι βλέποντας ο Θεός με την απόρρητο πρόγνωσή του το μέλλον, χάρισε στον αρχηγό της πίστεως ως τέκνα όλους εκείνους που επρόκειτο στο μέλλον να πιστέψουν. Επειδή προέβλεπε την επανάσταση των εβραίων, αλλά και τους λίθους έβλεπε, που θα σήκωναν εναντίον του τα ψευδώνυμα τέκνα του, τα είχε συμπεριλάβει στους αποκυρηγμένους. Και επειδή, κηρύττοντάς τους την αλήθεια, δεν τους έβλεπε να ευσεβούν, ενώ ήταν παρών, εκρύβη και καθώς τον έβλεπαν, εξηφανίσθη, ώστε με αυτή τη θαυματουργία του να τους κάνει να συγκατατεθούν, ότι πράγματι ήταν ο Χριστός και Θεός από τον Αβραάμ παλαιότερος.
Ακούστε λοιπόν, λέγω, τυφλοί αληθώς και ανόητοι. Ποιος είναι αυτός που βρίσκεται εμπρός σας χωρίς να φαίνεται; Μήπως είναι εκείνος που ομιλούσε στον Μωυσή χωρίς να φαίνεται; Γιατί και τότε φαινόταν φωτιά και βάτος, άφωνα και τα δύο. Αλλά όμως και φωνή ακουγόταν, και λόγια διδακτικά, και το μέλλον με ακρίβεια επροφητεύετο. Όποιος διαθέτει νου, πρέπει από τη συγγένεια των γεγονότων να αναγνωρίσει το πρόσωπο.
Έτσι παραλογίζονταν οι ανόητοι εβραίοι, και ο Κύριος και Σωτήρας μας σαν κάποιος ιατρός σοφός και επιμελής, αφού το πάθος δεν υπεχώρησε με την πρώτη επέμβαση, μεταχειρίζεται άλλον τρόπο Θεραπείας. Θέλει να θεραπεύσει τους διανοητικώς τυφλούς, διά μέσου ενός σωματικώς τυφλού, που έτυχε να ευρίσκεται εκεί. Ο οποίος δεν ετυφλώθη από κάποιαν αρρώστια, αλλά από λάθος της φύσεως είχε έλθει έτσι στη ζωή.
Βλέποντας λοιπόν αυτόν τον άνθρωπο εστάθη, έτοιμος να τον θεραπεύσει με τρόπο που ξεπερνά την ανθρώπινη λογική και τέχνη. Επειδή η ιατρική και η θεραπευτική της ασχολείται με τα νοσήματα εκείνα τα οποία παρουσιάζονται όταν ήδη η φύσις έχει φέρει στο φως έναν άρτιο οργανισμό, και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, δεν ασχολείται όμως με τη θεραπεία μιας σωματικής βλάβης η οποία έχει γεννηθεί μαζί με τον άνθρωπο, αλλά ούτε όλα τα νοσήματα που συμβαίνουν αργότερα μπορεί να θεραπεύσει, και το μαρτυρούν αυτό οι ακρωτηριασμένοι άνθρωποι, των οποίων ουδείς ιατρός
επανώρθωσε τη στέρηση των μελών, γι’ αυτό ακριβώς και οι μαθηταί, συμπονώντας για το πάθημα, προσπαθούσαν να ανακαλύψουν την αιτία της κακώσεως αυτής. Ερώτησαν λοιπόν τον Κύριο με απλότητα, για να μάθουν εάν από δική του αμαρτία ή από ευθύνη των γονέων του ήλθε έτσι στη ζωή. Και τα δύο όμως σκέλη της ερωτήσεως έχουν κάτι το επιλήψιμο. Διότι δεν θα κατεκρίνετο εξαιτίας των γονέων του, αφού ο Θεός δεν τιμωρεί άλλον αντ’ άλλου. Ούτε βέβαια πλήρωνε για δικά του αμαρτήματα, αφού εγεννήθη τυφλός. Επειδή κανείς δεν αμαρτάνει πριν από τη γέννηση. Η ερώτησις λοιπόν δεν ήταν τόσο επιτυχής. Να δούμε όμως πώς απεκρίθη η Αλήθεια, ο Κύριός μας, στην ερώτηση. Αυτό το πάθος, μαθηταί μου, λέγει, δεν προήλθε από αμαρτίες, αλλά αποτελεί ετοιμασία μελλοντικής οικονομίας, ώστε αυτός που θεωρείται κοινός άνθρωπος να ενεργήσει υπεράνθρωπα, και ο Κτίστης των όλων, μετά την πρώτη να εύρη αφορμή για νέα δημιουργία. Έτσι από το μερικό να επιβεβαιώσει το γενικό, και ο σκληρός και δύστροπος λαός να πεισθεί να Τον προσκυνά αντί να Τον πετροβολά. Ας φωτισθούν λοιπόν οι οφθαλμοί που δεν βλέπουν, για να λάμψει στις ψυχές των ασύνετων ο ήλιος της δικαιοσύνης. Ας γίνει αυτό το παράδοξο, να πλασθούν οφθαλμοί, για να μάθουν οι επαναστάτες ότι ο λεγόμενος υιός του Ιωσήφ, εάν πράγματι είχε πατέρα τον ξυλουργό, θα ημπορούσε μεν να διορθώσει ένα σπασμένο σκαμνί ή να κολλήσει τα ξύλα που έχασαν την επαφή τους ή να στερεώσει κάποια σπασμένη δοκό. Αλλά δεν θα ημπορούσε να φτιάξει ένα μέλος ανθρώπου, και μάλιστα τον οφθαλμό, ο οποίος δημιουργείται από τη φύση με τον πιο πολύπλοκο, άλλος από αυτόν που έχει εξαρχής την εξουσία επάνω στη φύση. Και αν κάποιος θελήσει να ερευνήσει με προσοχή τα ανθρώπινα μέλη, ιδιαιτέρως σ’ αυτό το μέλος του σώματος, θα διαπιστώσει την παντοδύναμο και ποικίλη σοφία του Θεού, ο οποίος ετίμησε τη μικρή περιοχή που καταλαμβάνει αυτό το μέλος, επιδεικνύοντας τόσο μεγάλη τέχνη.
Αξιοθαύμαστο κτίσμα λοιπόν ο οφθαλμός, και τώρα, σ’ αυτό το θαύμα εχτίσθησαν αυτοσχέδιοι οφθαλμοί, ώστε να απομακρύνουμε εμείς τις μικροπρεπείς έννοιες που μας προξενεί η σάρκα του Μονογενούς, αποβάλλοντας από την ψυχή με τη μεγαλειώδη αυτή ενέργεια, κάθε ταπεινή και γήινη υπόληψη περί αυτού. Και να μάθουμε ότι το μακάριον φως και το κάλλος της θεότητος το δέχθηκε ένα πήλινο σκεύος, διακονώντας όπως ο λύχνος διακονεί το φως. Πραγματοποιεί δε με τα ίδια Του τα χέρια τη θεραπεία ο Κύριος, και δεν χρησιμοποιεί τον λόγο μόνο για να ενεργήσει, αυτός που με πρόσταγμα μόνον εδημιούργησε όλον τον κόσμο, και με δύο μικρές λέξεις εθεράπευσε τον παράλυτο. Αλλά και με το στόμα και με τα χέρια και με πολλή φροντίδα θεραπεύει την τυφλότητα, ώστε από τις ενέργειές
Του, να προξενήσει στους απίστους τη βεβαία πίστη. Έπτυσε στο έδαφος και με τον τρόπον αυτό έφτιαξε λάσπη, χρησιμοποιώντας και τη γή για τη θεραπεία, ώστε να δείξει πως με εκείνο το χώμα, από το οποίο είχε πλασθεί αρχικώς ολόκληρο το σώμα, δημιουργείται αυτή τη στιγμή και το μέρος αυτό που του λείπει. Το αναμιγνύει δε με σίελο και κολλά έτσι τους διάχυτους κόκκους, ώστε να έχουν συνοχή, για να μας δείξει φανερά ότι με τη δύναμη του στόματός του Λόγος κατόρθωσε τα πάντα. Επειδή, τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν, και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η
δύναμις αυτών. Αλλά και για έναν άλλο λόγο θεραπεύει με πτύσμα: για να συνεφέρει προς κατάνυξη και φόβο αυτούς που λίγο αργότερα, πρόκειται να τον υβρίζουν πτύοντάς Τον. Και όμως, δεν εμείωσε το θράσος των μαινομένων, αλλά υπέμεινε εμπτυσμούς πολλούς, εκείνος που τα κατόρθωσε όλα αυτά με το πτύσμα.
Με την πρώτη αυτή λοιπόν ενέργεια φανερώνει τη δημιουργική Του δύναμη. Και προστάζοντας τον τυφλό να πλυθεί στου Σιλωάμ την κολυμβήθρα, μας δεικνύει την δια του ύδατος σωτηρία, την οποίαν εχάρισε ο απεσταλμένος Σιλωάμ (Σιλωάμ ερμηνεύεται απεσταλμένος). Διότι τότε βλέπουμε αληθώς, όταν εξέλθουμε από το μυστικό ύδωρ του βαπτίσματος. Τότε μας λαμπρύνει το φως της χάριτος, όταν η δύναμις αυτού του μυστηρίου αποπλύνει την ακαθαρσία και τις κηλίδες των αμαρτιών. Και όλοι όσοι με την εντολή του Σιλωάμ λουζόμεθα, βλέπουμε το πνευματικό φως, το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. Ω του θαύματος και της μεγάλης
ευεργεσίας! Έφυγε από την κολυμβήθρα ο προ ολίγου τυφλός, στολισμένος στο πρόσωπο με την προσθήκη των οφθαλμών, και βλέποντας καθαρά τις ηλιακές ακτίνες.
Με έκπληξη είδαν οι γείτονες και οι γνωστοί το γεγονός. Εθορυβήθησαν από τον πρωτοφανή τρόπο της θεραπείας -περιεφέρετο στην πόλη ο άνθρωπος βλέποντας, για να βλέπεται από όλους το πρωτάκουστο και παράδοξον έργον Εκείνου που εγεννήθη στη Βηθλεέμ, του μικρού βρέφους το οποίο στην φάτνη ετυλίχθη με σπάργανα. Επειδή αυτά είναι που έκαναν τους ιουδαίους να απιστούν στην θεότητα.
Ω, σεις, λοιπόν, ανόητοι και παχυκάρδιοι, βάλτε στο νου σας όλους τους ανθρώπους των αιώνων. Αρχίστε από αυτόν, και ερευνήσετε όλους τους μεταγενεστέρους. Βρίσκετε να έγινε σε κάποιον άλλον αυτό που συνέβη τώρα; Υπάρχει στον κόσμο παράδειγμα παρομοίας θεραπείας; Αλλά σεις επιμένετε να διασύρετε τον Κύριό μου, και τον αποκαλείτε τέκνο του ξυλουργού —ουχ ούτος εστίν ο του τέκτονος υιός; — του όποίου γνωρίζετε τους αδελφούς και την κατοικία. Απαριθμήστε όλα τα ταπεινά, φιλονικήστε, υποτιμήστε Τον όσο θέλετε. Αν όμως τίποτε παρόμοιο δεν έγινε ποτέ από άνθρωπο, ούτε ο κόσμος εγνώρισε άλλο περιστατικό, τότε ανοίξτε τα μάτια σας, και αντικρίστε την αλήθεια, κατακρίνοντας την άγνοιά σας. Νιφθήτε και σεις στον Σιλωάμ για να μην αποθάνετε τυφλοί.
Αλλά, από ό,τι φαίνεται, καθόλου δεν συνήλθαν. Ούτε με τα λόγια ηθέλησαν να μάθουν, ούτε η πράξις τους εδίδαξε, ούτε τα θαύματα τούς προξένησαν σεβασμό. Αντιθέτως, από την υπερήφανον αχαριστία τους, επιχειρούσαν με μύριους τρόπους όλα να τα εξαφανίσουν και να τα διασύρουν. Αλλά η κακουργία αντεστρέφετο κατά του εαυτού τους, διότι όσον απιστούσαν, και με τις ερωτήσεις τους προσπαθούσαν να ανατρέψουν τα γεγονότα, τόσο περισσότερον εβεβαιώνετο η αλήθεια. Έπαθαν ό,τι και τα θηρία εκείνα τα οποία επληγώθησαν από κάποιον, αλλά επειδή δεν έχει εισχωρήσει βαθειά στα σπλάχνα τους το μαχαίρι, ορμούν εξαγριωμένα στον άνθρωπο εκείνο, αποτελειώνοντας μόνα τους τη σφαγή.
Την εριστικότιτά τους την έδειξαν κατ’ αρχήν, ψάχνοντας εάν τους επαρουσιάσθη ο ίδιος ο τυφλός, ή άλλος αντί για εκείνον. Γι’ αυτό σαφώς τους διαβεβαίωνε ο άνθρωπος, αναγγέλλοντάς τους και τη διαδικασία της θεραπείας, ότι δηλαδή το φάρμακο της τυφλώσεως ήταν ο πηλός, με τον οποίο τον έχρισε ο Ιησούς. Και όταν εξέπλυνε τον πηλό στην κολυμβήθρα, ευρήκε το φως του. Αυτά περιεργάζοντο οι γείτονες και τα έμαθαν. Τα αναζητούσαν και οι Φαρισαίοι και δεν επείθοντο.
Δεύτερο τέχνασμα με το οποίο απεπειράθησαν να διαστρεβλώσουν το γεγονός, ήταν η προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι δεν ήταν ο Χριστός εκείνος που τον εθεράπευσε. Επειδή δε ο άνθρωπος ανεκήρυττε τον Σωτήρα, και με την ομολογία του κηρύγματος ανταπέδιδε την χάρη διαφημίζοντας τον ευεργέτη, εκείνοι του έκλειναν το στόμα, και με το μυαλό ζαλισμένο, επειδή δεν είχαν τι να κάνουν, επανέρχονται πάλι στην ίδια συζήτηση. Περιεργάζονται εάν ήταν τυφλός εκ γενετής, αναζητούν τους γονείς του ανθρώπου, και εξετάζουν το κάθε τι με ακρίβεια, όχι για να βεβαιώσουν το γεγονός, αλλά για να εύρουν κάποιαν αφορμή να διαψεύσουν το θαύμα, και κατασκευάζοντας κάποια ψεύτικη σκευωρία, να ανατρέψουν την ορμητικότητα του πλήθους που επίστευσε.
Τι υπερβολή κακίας! Να πολεμούν την αλήθεια και να διασύρουν, αντί να προσκυνούν τον ευεργέτη. Αντί να θαυμάζουν τη δύναμή του, προσπαθούν να παρουσιάσουν σαν ασήμαντα τα γεγονότα. Πεισθείτε και από τους γονείς, Φαρισαίοι, για το ότι ο άνθρωπος εγεννήθη μαζί με την τύφλωση. Τρέξτε πάλι στον τυφλό και δεύτερη και τρίτη φορά, για να σας αποκαλύψει εκείνος την κακία και την επιβουλή που κρύβουν αυτά τα επιχειρήματα. Αλλά σεις, όταν δοκιμάσετε την πρώτη απογοήτευση, προχωρείτε στη δεύτερη. Όταν δοκιμάσετε τη δεύτερη, στην τρίτη, και ούτω καθεξής. Ακολουθείτε την πορεία της κακούργας αλεπούς. Είστε από παντού περικυκλωμένοι με τα δίχτυα της αλήθειας. Αδυνατείτε να αρνηθείτε το θαύμα, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Παρ’ όλα αυτά, δεν αμελείτε με κάθε τρόπο να περιπλέκετε το πράγμα, υφαίνοντας ιστόν αράχνης με όλη σας την τέχνη. Ανίσχυρος όμως και ανώφελος είναι η επιβουλή σας. Προγονική η αρρώστια σας. Απίστων πατέρων όμοια τέκνα. Έτσι αντιμετώπιζαν κι εκείνοι τα θαύματα της Αιγύπτου. Εσώζοντο από πολέμους παραδόξως και ανελπίστως, και απιστούσαν σ’ αυτόν που εχάριζε τη σωτηρία. Ετρέφοντο με τροφές που υπερέβαιναν τη φύση, και ήσαν πιο αχάριστοι κι από αυτούς που λιμοκτονούν. Υπεδέχοντο το μάνα που τους απεστέλλετο από τον ουρανό, και ποθούσαν τη δυσωδία των σκόρδων και των κρεμμυδιών της Αιγύπτου. Με στήλη νεφέλης εσκεπάζοντο την ημέρα για να μην ταλαιπωρούνται από το καύμα του ήλιου, και με στήλη φωτεινή εφωτίζοντο τη νύχτα, απολαμβάνοντας άλλον, νέο φωστήρα, εκτός από τη σελήνη. Και σαν να μην είχαν ευεργετηθεί με καμία θεϊκή ενέργεια, όταν ο Μωΰσής είχε ανεβεί στο όρος για να του δοθεί ο νόμος, και καθυστερούσε να επιστρέψει, αυτοί ζητούσαν και εύρισκαν νέους και ανυπάρκτους θεούς. Είστε όντως κληρονόμοι της αχαριστίας τους. Και το νόμο δεν αγαπήσατε, και την χάρη μισείτε. Σας χρειάζεται ράβδος φτιαγμένη όχι από καρυδιά, για επιστασία, αλλά από σίδηρο.
Βλέπετε έναν άνθρωπο, που αν και τον είδε το φως, αυτός ευρίσκεται
στο σκοτάδι. Σε μια στιγμή τον βλέπετε να θεραπεύετε και να αναβλέπει, όχι με συνδυασμό διαφόρων φαρμάκων, ούτε με χρήση χειρουργικών εργαλείων,
αλλά μόνο με λάσπη, κι αυτή από πτύσμα. Και πώς δεν θαμβώνεσθε, δεν εκπλήττεσθε, δεν πίπτετε στη γη να προσκυνήσετε αυτόν που από τη γη έπλασε τους οφθαλμούς, σεβόμενοι τη Θεϊκή ενέργεια; Αντιθέτως, σεις κινδυνεύετε να διαρραγείτε από τον φθόνο, και ζηλεύετε τον Θεό σαν αντίζηλο, σαν δημιουργοί τον Δημιουργό, σαν κοινό άνθρωπο τον Θεάνθρωπο. Και διαβάζετε μεν της Παλαιάς Διαθήκης τα βιβλία, όσα εγράφησαν εκεί για να οικονομήσουν τον λαό, και όσα διδάσκουν περί των βασιλέων και της ιστορίας τους, πείθεσθε δε και παραδέχεσθε όσα γράφουν για τον καθένα. Ότι τον Μωυσή λίγο έλειψε να τον εκλάβουν ως Θεό, και τον Ελισαίο τον υπερεθαύμαζαν, και τον διδάσκαλό του τον Ηλία πολύ τον εξυμνούσαν. Και όλους τους αγίους κάθε γενεάς, οι οποίοι έλαβαν τις
ενέργειες του Θεού, και πραγματοποίησαν τα μεγάλα και πασίγνωστα, τους τιμάτε σαν αγγέλους. Σε τίποτα δεν αμφισβητείτε τους αρχαίους, ούτε απιστείτε στις διηγήσεις των πατέρων σας, μολονότι οι άνθρωποι εκ φύσεως δίδουν λιγότερη πίστη στην ακοή. Αυτό όμως που συνέβη στις ημέρες σας με τους οφθαλμούς εκείνου, και το είδατε με τους οφθαλμούς τους ιδικούς σας, ημπορείτε δε και με τα δάχτυλα να το ψηλαφήσετε, και να ακούσετε με ακρίβεια την εξιστόρησή του, αυτό με τόσην απιστία και αχαριστία κακοτρόπως το επιβουλεύεσθε, καταπατώντας τις προφητείες, και
προσπαθώντας να διαψεύσετε την εκπλήρωσή τους. Αφού όσα βλέπουμε τώρα να πραγματοποιούνται, είχε προφθάσει ο Ησαΐας να μας τα διδάξει λέγοντας: Ιδού Θεός ημών κρίσιν (δικαιοσύνη) ανταποδίδωσι, και ανταποδώσει, αυτός ήξει και σώσει ημάς. Τότε ανοιγήσονται οφθαλμοί τυφλών, και ώτα κωφών ακούσονται, τότε αλείται ως έλαφος ο χωλός, τρανή δε έσται γλώσσα μογιλάλων (δηλαδή, τότε θα πηδά ως έλαφος ο κουτσός, και τρανή θα γίνει η γλώσσα των κωφαλάλων). Αυτά δεν είναι λόγια του Πέτρου και του ‘Ιωάννου, ούτε κάποιου από τα πρόσωπα που υποπτεύεσθε, ώστε να απιστήσετε στην αλήθεια, υποθέτοντας ότι χαρίζονται στον Κύριο, και κάνουν διαφήμιση. Είναι λόγια της ιδικής σας προφητείας, εάν βέβαια αναγνωρίζετε
τους Προφήτες σας, και μάλιστα τον μεγαλύτερο από τους Προφήτες και διδασκάλους του Νόμου.
Τω δε Θεώ δόξα, κράτος, τιμή νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Επιμέλεια κειμένων
Νίκη Παπαρδάκη, Δημήτριος Δημουλάς.
Παράβαλε και:
Για Την Υπομονή και «πόσο είναι το κέρδος από τις θλίψεις» – Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Κυριακή του τυφλού – οι Άγιοι της Αιτωλοακαρνανίας.
Κυριακή του τυφλού – Υμνολογική εκλογή.